Αφορµή λαβαίνω από την έκθεση φωτογραφιών της Nelly’s από την θαυµαστή συλλογή Κρασάκη, για να παραθέσω αποσπάσµατα από το θαυµαστό βιβλίο της ‘‘Αυτοπροσωπογραφία’’, έκδοση έτους 1989, όπου αναφέρει τον ενθουσιασµό της για την γνωριµία µε τους Σφακιανούς, όταν, προπολεµικά, είχε σταλεί από το υπουργείο Τουρισµού να φωτογραφήσει την Κρήτη.
Είχα χρησιµοποιήσει φωτογραφίες της από το Μουσείο Μπενάκη που στο φωτογραφικό τµήµα του διατηρεί το αρχείο της.
«Όταν ξεκινήσαµε για την Κρήτη, το υπουργείο Τουρισµού µας έδωσε δυο γράµµατα, ένα για το ∆ήµαρχο του Ηρακλείου και ένα για το φυλάκιο στα Σφακιά. Όταν πήγαµε στο ∆ήµαρχο και διάβασε το γράµµα, µας είπε ότι ευχαρίστως θα ‘κανε ό,τι µπορούσε για να µας βοηθήσει στην περιοδεία µας. Μόνο στα Σφακιά µας απέτρεπε να πάµε, προπαντός εµένα ως γυναίκα, γιατί οι Σφακιανοί, µας είπε ήταν πολύ δύσκολοι άνθρωποι…
Ξεκινήσαµε ένα πρωί για τα Σφακιά. Ο καιρός ήταν θαυµάσιος, λίγο ζεστός, αλλά όταν βρεθήκαµε στο ύπαιθρο ήταν πολύ ευχάριστος. Όταν φτάσαµε στα Σφακιά, πήγαµε στο φυλάκιο και έδειξα το γράµµα του Υπουργείου στον Ενωµοτάρχη. Με κοίταξε και µου είπε:
– Κυρά µου, όλα καλά, αλλά δε σας εξήγησε κανείς για την κατάσταση εδώ; Εµείς δεν µπορούµε να κάνουµε τίποτα. Ο λόγος µας δεν περνά.
– Ε, τότε, του απάντησα, θα προσπαθήσω µόνη µου να τα καταφέρω.
Είπα στη συντροφιά µου να µείνουν εκεί, και ρώτησα πού είναι η είσοδος του χωριού. Μου έδειξαν ένα δρόµο που πήγαινε προς τα κάτω. Τον πήρα και προχώρησα. Βρέθηκα µπρος σε µια µεγάλη ξύλινη πόρτα µισανοιγµένη. Χτύπησα, την έσπρωξα λίγο, γιατί απ’ τον δυνατό ήλιο είχα τυφλωθεί -µέσα βασίλευε πηχτό σκοτάδι. Όταν την άνοιξα περισσότερο, µπόρεσα να διακρίνω δεξιά στο βάθος ένα ψηλό παλικάρι µε κρητική φορεσιά και κεφαλοµάντιλο, µπροστά σ’ ένα καζάνι, ν’ ανακατεύει κάτι που ήταν στη φωτιά. Με κοίταξε µε έκπληξη.
– Ώρα καλή, παλικάρι µου, του είπα, µπορώ να µπω µέσα;
– Ε, και δεν µπαίνεις; µου απάντησε.
Όταν πλησίασα, τον ρώτησα τι κάνει.
– ∆ε βλέπεις; µου λέει. Τυρί κάνω.
Ζήτησα την άδεια να τον φωτογραφίσω· ήταν όµορφο παλικάρι, σωστή λεβεντιά…
Μόλις άκουσα εγώ πανηγύρι, κατενθουσιάστηκα. Τι άλλο καλύτερο θα ήθελα να επιτύχω σ’ αυτά τα µέρη για τη δουλειά µου;
Στο δρόµο που πηγαίναµε αποκάλυψα στο παλικάρι το µυστικό.
– Άκουσε, του λέγω, εµένα µ’ έστειλε το υπουργείο Τουρισµού στα όµορφα µέρη σας να πάρω φωτογραφίες και να φωτογραφίσω κι εσάς τους λεβέντες και τις όµορφες κοπελιές σας, για να µπουν στα περιοδικά που εκδίδει τώρα ο Τουρισµός. Σκέφτηκε πως µ’ αυτόν τον τρόπο θα διαφηµιστούν στο εξωτερικό τα Σφακιά, που είναι µοναδικά και πανέµορφα αλλά είναι άγνωστα στους ξένους. Έρχονται χιλιάδες επισκέπτες για τις αρχαιότητες στο Ηράκλειο, αφήνουν του κόσµου τα λεφτά, και σε σας κανένας δεν πατάει. Η Κυβέρνηση θέλει να προπαγανδίσει και τα δικά σας µέρη, για να ‘ρθει και σε σας κόσµος, να δείτε κι εσείς καλύτερες µέρες. Σε παρακαλώ, τού είπα, άµα φτάσουµε στο πανηγύρι, σύστησέ µε στον Πρόεδρο, και πες του γιατί είµαι εδώ. Μόλις φτάσαµε µε παρουσίασε στον Πρόεδρο και σε µερικούς άλλους. Είπε την ιστορία µου, και δεν µπορείτε να φανταστείτε την προθυµία και τη φιλοξενία εκείνων των ανθρώπων. ∆εν πίστευα στα µάτια µου. Θα µου µείνουν αλησµόνητες οι ώρες που πέρασα ανάµεσά τους. ∆ε θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξή µου όταν αντίκρισα αυτούς τους άντρες εκεί, µαζεµένους, καλοντυµένους και περιποιηµένους· νόµισα πως βρισκόµουν σ’ άλλον πλανήτη.
Ποτέ και πουθενά δεν είχα συναντήσει µαζεµένους τέτοιους ωραίους άντρες. Για µένα, διέφεραν πολύ από τα άλλα µέρη της Κρήτης που γύρισα. Βρήκα τόσους ωραίους τύπους, που δεν ήξερα ποιoν να φωτογραφίσω. Πολλοί απ’ αυτούς µου θύµισαν αρχαία αγάλµατα, και µερικοί, ορισµένα αγάλµατα του Μουσείου της Ακρόπολης. Αργότερα, στην Αµερική, όταν ετοίµασα ένα λεύκωµα της Ελλάδας, που το είδε το Life Magazine, ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ γι’ αυτό, που δηµοσίευσε σ’ ένα του τεύχος δυόµισι σελίδες απ’ τον παραλληλισµό που είχα κάνει µε τους τύπους αυτούς και τα αρχαία αγάλµατα της Ακρόπολης. Και όπου κυκλοφόρησαν απέσπασαν το θαυµασµό όλου του κόσµου. Όταν βρισκόµουν ανάµεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους τόσο φιλόξενους και καλόκαρδους, θυµόµουνα το ∆ήµαρχο του Ηρακλείου και έλεγα µέσα µου: “Τι καλά που έκαµα να µην τον ακούω, και να ‘ρθω να βρεθώ σ’ αυτόν τον άλλο πλανήτη! Τι θα είχα χάσει!”.
Στην περιοδεία µας στην Κρήτη ένα πράγµα λυπάµαι που δεν καταφέραµε, να πάµε στο φαράγγι της Σαµαριάς. Μια µέρα ξεκινήσαµε από το Ηράκλειο µε πολύ καλό καιρό. Και όταν φτάσαµε στον Οµαλό, πέσαµε σε τροµερή χιονοθύελλα.
Ο άντρας µου φορούσε σορτς κι ένα πουκαµισάκι µε κοντά µανίκια. Εγώ, ένα λεπτό τσίτινο φόρεµα και ήµουν χωρίς κάλτσες. Τουρτουρίζαµε από το κρύο, κι είχε πέσει τέτοια οµίχλη, που δε βλέπαµε πέρα από ένα µέτρο. Μας έπιασε πανικός. Βαδίζαµε στην τύχη, όπου ξαφνικά βρεθήκαµε µπρος σε µια στάνη. Σ’ αυτήν είχε προλάβει να κρυφτεί το φυλάκιο, πού είχε ανέβει την ίδια µέρα. Είχε πάει για υπηρεσία, και δεν πρόλαβε από την κακοκαιρία να φτάσει στον προορισµό του.
Είχε βραδιάσει όταν βρεθήκαµε όλοι µαζί µέσα σ’ εκείνη τη στάνη. Ήταν ένα πολύ χαµηλό κτίσµα, µακρύ και σκοτεινό, φτιαγµένο από στοιβαγµένες πέτρες, χωρίς λάσπη και σουβά. Πεινούσαµε, δεν είχαµε απολύτως τίποτα µαζί µας. Ποιος θα µας το έλεγε, όταν ξεκινούσαµε µε ήλιο και καλοκαιρία, ότι θα συναντούσαµε εκεί πάνω χιονοθύελλα και τόσο πυκνή οµίχλη… Οι στρατιώτες είχαν κάτι λίγα ξερά φασόλια, τα έβαλαν να βράσουν αλλά δεν ψήνονταν. Κανένας δεν µπόρεσε να τα φάει. Ο ύπνος ήταν αδύνατο να µας πάρει. ∆εν υπήρχε εξαερισµός, εκτός από τις ενδιάµεσες τρύπες στις πέτρες του τοίχου. Στη µιαν άκρη ήταν οι κύριοι και στην άλλη ο άντρας µου κι εγώ. Μας είχαν παραχωρήσει ένα στενόµακρο κρεβάτι εκστρατείας που δε µας χωρούσε.
Από κάπου εκεί γύρω ένας στρατιώτης ανιχνεύοντας, µπόρεσε να βρει λίγο γάλα και µας το ‘φερε να πιούµε. Η κατάστασή µας ήταν τραγική. Στενοχωριόµουνα που το σχέδιό µας να κατεβούµε στο φαράγγι της Σαµαριάς, που τόσο το επιθυµούσαµε και το είχαµε προγραµµατίσει, ναυάγησε. Μόνο προς το απόγευµα άρχισε ν’ ανοίγει λίγο ο καιρός, και το βραδάκι, πριν σκοτεινιάσει, ήρθαν από την πόλη αγωγιάτες µε ζώα να µας πάρουν. Γυρίσαµε πίσω ταλαιπωρηµένοι και στενοχωρηµένοι από την περιπέτειά µας. Ήταν µια εντελώς διαφορετική εµπειρία στην περιοδεία µας της Κρήτης.
Μέσα στις αναρίθµητες ωραίες ενθύµησες που µας έµειναν από την πανέµορφη φύση της Κρήτης, τους ωραίους ανθρώπους της και τα τόσα άλλα καλά της, ήταν κι αυτό κάτι διαφορετικό, για να το θυµόµαστε».
ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΣΦΑΚΙΑΝΟΥΣ
Να ασχοληθεί κάποιος από τους εν Αθήναις, ν’ αναζητήσει κάποιες από τις εκατοντάδες φωτογραφίες που “τράβηξε” στα Σφακιά τότε και να εκδοθούν σε τόµο. Θα είναι µια µοναδική προσφορά σε αυτόν τον τόπο.
Οι Μαντακας στη φωτογραφια δεν είναι Σφακιανός είναι Λακκιωτης. Και τα σπίτια κάτω σπο τον Πύργο του Χατζη Μιχαήλ Γιανναρη ανήκουν μέχρι και σήμερα σε Λακκιώτες.
Υπάρχει μια σύγχυση (ηθελημένη?). Μιλάει για Σφακιά ενώ οι φωτο είναι στους Λακκους