Το Νέο, το απίστευτο νέο, έπεσε σαν κεραυνός στην μικρή τότε Ελλάδα.
Στην αρχή κανείς, μα κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Τόσο απίστευτο ήταν.
Πολλοί το θεώρησαν σαν ένα κακόγουστο χονδροειδές αστείο. Όμως ήταν αλήθεια.
Ήταν πραγματικότητα.
Η απίστευτη, η τρομερή είδηση κυκλοφόρησε με ταχύτητα αστραπής: «Πιάσαν τον Γέρο, πιάσα τον».
Σείστηκε η γης. Σκοτείνιασε ο Ήλιος. Έκρυψαν οι Έλληνες τα πρόσωπά τους από ντροπή.
– Ανάθεμά σας μπαμπαρέζικα σκυλιά βρυχήθηκαν. Εσείς ξεπεράσατε και τους Τούρκους ακόμη.
Ανάστατη η μικρούλα τότε Ελλάδα.
Ανάστατες οι Ελληνικές καρδιές για τον άνθρωπο που έφερε την Ανάσταση στο σκλαβωμένο γένος. Τον Γέρο Κολοκοτρώνη.
Τον φυλάκισαν μαζί με τον Πλαπούτα, τον Κίτσο Τζαβέλα και άλλους θρυλικούς αγωνιστές, σ’ ένα ανήλιο μπουντρούμι το κατηγορητήριο βαρύ. Άπαντες χαρακτηρίστηκαν προδότες. Ειδικά ο Γέρος ήταν ο Αρχιπροδότης. Έπρεπε να εκτελεστεί.
Η Δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου του 1834.
Η συγκρότηση του Δικαστηρίου ήταν πενταμελής. Πέντε άτομα που ήσαν εχθρικά διακείμενοι προς τον Κολοκοτρώνη.
Πρόεδρος: Πολυζωίδης. Μέλη: Τερτσέτης, Σούτσος, Φραγκούλης, Βούλγαρης.
Εισαγγελέας ο απαίσιος ανθέλληνας Μάσον.
Υπουργός Δικαιοσύνης: Ο Σχινάς το ανθρωπάριο.
Από την πρώτη στιγμή της Δίκης αποκαλύπτεται ο αισχρός ρόλος των ξένων σκοτεινών δυνάμεων (των Μπαμπαρών) που με πληρωμένους ψευδομάρτυρες -συνέχεια πέφτουν σε αντιφάσεις- και έτσι αποτυγχάνουν να ενοχοποιήσουν την Ελληνική Στρατιωτική ηγεσία για προδοσία. Ευθύς εξαρχής αρχίζει η αντίθεση, ανάμεσα στον Πρόεδρο Πολυζωίδη, στον Τερτσέτη και στον τρομερό Δημόσιο κατήγορο τον Μάσον που συνέχεια με τρομερή κακία και μίσος κραυγάζει: Επιμένω στην κατηγορία και με νύχια και με δόντια θα την υπερασπίζω.
Θάνατος! Κρεμάλα!
Το δικαστήριο αποσύρεται σε σύσκεψη και μετά από λίγο, τα ανθρωπάκια, Σούτσος, Φραγκούλης και Βούλγαρης, χωρίς να διστάσουν υπογράφουν την καταδικαστική απόφαση.
Ο Τερτσέτης και ο Πολυζωίδης οι δυο ηρωικοί αυτοί Δικαστές αρνούνται να γίνουν συνεργοί ενός τέτοιου αποτρόπαιου εγκλήματος.
Έξαλλος ο Τερτσέτης τους φωνάζει: Ντροπή σας! Με τέτοια αποδεικτικά στοιχεία ούτε δυο γάτες δεν καταδικάζονται σε θάνατο.
Το ίδιο και ο Πολυζωίδης.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Σχινάς καλεί σε ενίσχυση τον Βαυαρό καγκελάριο Μάουερ ο οποίος διατάζει τους χωροφύλακες να μεταχειριστούν βία.
Ορμούν οι χωροφύλακες. Υπογράψτε, διατάζει ο Υπουργός τους δύο Δικαστές.
Πολυζωίδης: Προτιμώ να μου κόψετε.
Το ίδιο απαντά και ο Τερτσέτης.
– Πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες τους για να υπογράψουν, διατάζει ο Σχινάς.
Ορμούν οι κλητήρες και οι χωροφύλακες.
Οι δυο Δικαστές υβρίζονται, δέρνονται, ποδοπατιούνται και αυτοί αμύνονται όπως μπορούν.
Τέλος τους πιάνουν, τους οριζοντιώνουν, τους παίρνουν με το έτσι θέλω τις υπογραφές, και φεύγουν ευχαριστημένοι απ’ τα Δικαστήρια.
Η αντρίκεια στάση των δύο δικαστών του Τερτσέτη και του Πολυζωίδη «στόμωσε το λεπίδι του Δημίου».
Η καθολική διαμαρτυρία του αποφασισμένου για όλα Ελληνικού λαού, απέτρεψε το έγκλημα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ!!!
Δαρμένοι, καταξεσκισμένοι, καταματωμένοι βρίσκονται ξαπλωμένοι στο δάπεδο του Δικαστηρίου, οι δυο γίγαντες της Δικαιοσύνης. Αν και αντίπαλοι του Γέρου από την πρώτη στιγμή κατάλαβαν το άτιμο παιχνίδι των ξένων και αρνήθηκαν να υπογράψουν. Όταν κάποτε οι δυο δικαστικοί συνέρχονται, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, γιατί είναι και οι δύο ανήμποροι από τα γρονθοκοπήματα και επιπλέον είναι σκοτάδι και δεν βλέπουν φτάνουν στην πόρτα, την ανοίγουν και τι βλέπουν; Άντρες, γυναίκες και παιδιά, κρατώντας δάδες τους φράζουν τον δρόμο. Είναι ο υπέροχος Ελληνικός λαός, που ήλθε να αποδώσει την πρέπουσα τιμή και ευγνωμοσύνη, στους δύο Υπέροχους Δικαστές. Ένας, ένας, γονατίζει μπροστά τους, τους φιλά τα χέρια και φεύγει. Τελευταίος πλησιάζει το ανίψι του Κολοκοτρώνη, ο ατρόμητος, ο ανίκητος Νικήτας: Τους σφίγγει και αυτός τα χέρια, τους καταφιλά και κατασυγκινημένος τους λέγει: «Απόψε Ωρέ, μου κλέψατε τη Δόξα στα Δερβενάκια».
Χαλάλι σας τους λέει και κλαίει.