» Χριστίνα Θεοδωροπούλου(εκδόσεις εκδόσεις Πατάκη))
Η Μαριάνα Ενρίκες, γεννηµένη στο Μπουένος Άιρες το 1973, συστήθηκε στο ελληνικό κοινό µέσα από δύο συλλογές διηγηµάτων, το Όσα χάσαµε στις φλόγες και το Οι κίνδυνοι του να καπνίζεις στο κρεβάτι. Και οι δυο αυτές συλλογές έκαναν µια κάποια εντύπωση, διαβάστηκαν και αγαπήθηκαν, το όνοµά της καταγράφηκε στις σηµειώσεις των αναγνωστών ως υπενθύµιση παρακολούθησης κάθε επόµενου βιβλίου της. Και να που το επόµενο βήµα πραγµατοποιήθηκε µε την κυκλοφορία στα ελληνικά του σχεδόν οχτακοσίων σελίδων µυθιστορήµατος Η δική µας πλευρά της νύχτας σε µετάφραση Χριστίνας Θεοδωροπούλου.
Είχα διαβάσει κι εγώ τις δύο εκείνες συλλογές διηγηµάτων σηµειώνοντας το όνοµά της περιµένοντας ακριβώς αυτό, ένα µυθιστόρηµα. Πολλάκις έχω επαναλάβει στις ψηφιακές αυτές σελίδες την αναγνωστική προτίµησή µου στη µεγάλη φόρµα. ∆εν είχα καταγράψει την αναγνωστική εµπειρία εκείνων των δύο συλλογών, όχι γιατί δεν µου άρεσαν, το αντίθετο µάλλον συνέβη, αλλά γιατί δεν ήξερα πώς να πιάσω το νήµα, πώς να µιλήσω γι’ αυτές. Ωστόσο, η πρότερη αυτή γεύση του έργου της συνετέλεσε τα µέγιστα τόσο στη σκιαγράφηση του ορίζοντα προσδοκιών που αναπόφευκτα σκιαγράφησα µε το που έπιασα το βιβλίο στα χέρια µου όσο και στην αίσθηση οικειότητας που ένιωσα ήδη από τις πρώτες σελίδες. Έµενε, ανάµεσα σε άλλα, να εξακριβώσω πώς θα λειτουργούσε η κατασκευαστική µηχανική τής Ενρίκες στην πολύ µεγάλη φόρµα.
Η αφήγηση ξεκινά µε το ταξίδι ενός πατέρα, του Χουάν, και του µοναχογιού του, του Γκασπάρ, µακριά από το Μπουένος Άιρες, µε προορισµό το σπίτι τής οικογένειας της νεκρής από ατύχηµα µητέρας του αγοριού. Εκείνη καταγόταν από µια πλούσια οικογένεια, µια από τις πλέον πλούσιες οικογένειες της Αργεντινής, που στην κατοχή της είχε χιλιάδες στρέµµατα καλλιεργήσιµης γης, µεταξύ άλλων υπαρχόντων, όπως καταθέσεων σε σκληρό νόµισµα και µετοχών σε επιχειρήσεις. Όµως, ακόµα και οι πιο πλούσιοι του κόσµου αυτού έρχονται από νωρίς αντιµέτωποι µε την προοπτική του θανάτου, παρότι θεωρούν δεδοµένα τα προνόµιά τους, σκιάζονται από την αντιµετώπιση της µοναδικής φιλοσοφικής βεβαιότητας, εκεί που ακόµα και οι καλύτεροι µεταξύ των γιατρών στέκουν ανήµποροι.
Κάποτε, στόχος της αλχηµείας ήταν ο χρυσός, για κάποιους, τους περισσότερους ακόµα είναι. Για τους πάµπλουτους, όµως, που µοιάζει να έχουν από γενεές ανακαλύψει τη φόρµουλα του πλουτισµού, της ολοένα αύξησης του πλούτου τους, το διακύβευµα άλλο δεν είναι παρά η αθανασία, η υλική αθανασία και όχι η απλή ανάµνηση του περάσµατός τους από τη γη. Μια σέκτα προνοµιούχων γυρεύει τη νίκη επί του θανάτου, πρόθυµη για οποιαδήποτε θυσία, ακόµα και των πλέον προσφιλών τους προσώπων. Η δίψα για την αθανασία απανθρωποιεί τον καθένα, δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί αυτό κανείς, ιδιαίτερα όταν µιλάµε για ανθρώπους που θεωρούν δεδοµένα τα προνόµια τους, την αδικία στο µοίρασµα των χαρτιών της παρτίδας αυτής.
Λανθασµένα, κατά τη γνώµη µου, κάποιοι, µάλλον βιαστικά και επιφανειακά, εντάσσουν τη λογοτεχνία της Ενρίκες στους παραπόταµους του µαγικού ρεαλισµού, την ώρα που, χωρίς αντικειµενική δυσκολία, η συγγένεια µε το γοτθικό µυθιστόρηµα είναι πρόδηλη ή, σε πιο γενικές γραµµές, µε τη λογοτεχνία του τρόµου.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο αναγνώστης µπορεί να διακρίνει τη διάχυτη φιλοδοξία στην πένα της Ενρίκες, φιλοδοξία που δεν έγκειται αποκλειστικά και µόνο στην κατασκευή ενός τεράστιου σε έκταση µυθιστορήµατος, αλλά, στον τρόπο που αυτό θα λειτουργήσει συνολικά, τόσο ως προς τη λογοτεχνία, όσο και ως προς το κοινωνικοπολιτικό κοµµάτι της σύγχρονης ιστορίας της Αργεντινής. Η σκοτεινή ατµόσφαιρα, παρούσα επίσης από την αρχή, δεν περιορίζεται στην πρόκληση τρόµου και ούτε, σε καµία περίπτωση, στο ανοίκειο. Εδώ έγκειται η µαστοριά και το όραµα της συγγραφέως, στην αφήγηση µιας ιστορίας µε διάχυτο το µεταφυσικό στοιχείο, ωστόσο, ταυτόχρονα άρρηκτα συνδεδεµένης µε το ρεαλιστικό πλαίσιο εντός του οποίου λαµβάνει χώρα.
Μέσα στη χρονιά είχε προηγηθεί η ανάγνωση της τριλογίας της Μπουραζοπούλου, επίσης µια πολιτική αλληγορία ντυµένη µε τον µανδύα του φανταστικού.
Το Η δική µας πλευρά της νύχτας, µε τον τόσο ταιριαστό και περιληπτικό χαρακτήρα του τίτλου, µπορεί να ιδωθεί από αρκετές πλευρές, για παράδειγµα ως µια ιστορία ενηλικίωσης ή της σχέσης πατέρα γιου ή µιας οικογενειακής σάγκας ή, όπως προείπα, µια λοξή και ως ένα βαθµό υπαινικτική αφήγηση της σύγχρονης ιστορίας της Αργεντινής.
Μια από τις επιφυλάξεις που πάντοτε έχω όταν πρόκειται να διαβάσω ένα πολυσέλιδο µυθιστόρηµα όπως αυτό, επιφυλάξεις που εµπεριέχουν ταυτόχρονα και το µεγαλύτερο µέρος των προσδοκιών ή των ελπίδων µου, έχει να κάνει µε το αν η ανάγνωση θα µπορέσει να λειτουργήσει ως µια παράλληλη πραγµατικότητα, ως ένα µπούνκερ διαφυγής από το πραγµατικό. Αυτό αποτελεί το κυρίως ζητούµενο για µένα. Και η Ενρίκες αποδείχθηκε µαστόρισσα ικανή και πρόσφερε αυτή την καταφυγή, δηµιουργώντας έναν κόσµο σκοτεινό, µάγευσης και αποµάγευσης ταυτόχρονα, εκεί που οι διαστάσεις και τα όρια διαστέλλονται και συστέλλονται κατά βούληση, πέρα από τις ανθρώπινες αισθήσεις και την πρόσληψη του περιβάλλοντος κόσµου. Αυτό επιβεβαιωνόταν κάθε φορά που λαχταρούσα να επιστρέψω στην ανάγνωση.
Καθόλου δεν νιώθω την επιθυµία να αναλωθώ στην περίληψη της υπόθεσης, είναι κάτι που το θεωρώ άσκοπο και βαρετό συνάµα.
Είναι µάλλον αδύνατο, απέναντι σε ένα έντονα πολιτικό πολυσέλιδο µυθιστόρηµα προερχόµενο από τη νέα γενιά λατινοαµερικάνων συγγραφέων, το µυαλό να µην επισκεφθεί η αναζήτηση σχέσης µε τον σπουδαιότερο ύστερο εκπρόσωπό της, τον Ροµπέρτο Μπολάνιο φυσικά. Είναι επίσης αδύνατον να µην υπάρχει έστω και η υποψία επιρροής του. Και εδώ, επιστρέφοντας στην άστοχη µάλλον συσχέτιση µε τον µαγικό ρεαλισµό, γίνεται εµφανές η ανάγκη εύρεσης ενός τρόπου πλεύσης απέναντι στο ζοφερό κοινωνικοπολιτικό σκηνικό των χωρών της Κεντρικής και Νοτίου Αµερικής, και η αναζήτηση αυτή αναζωπυρώνει διαρκώς την εκεί λογοτεχνική παραγωγή.
Κάποιος άλλος συγγραφέας, άλλης σχολής και άλλων προνοµίων, θα επέλεγε ίσως το όχηµα του κωµικού, κάποιος άλλος, πιο στρατευµένος, ή επιθυµώντας να φανεί ως τέτοιος, τον σκληρό ρεαλισµό, κάποιος άλλος την ποιητική αλληγορία, τη χωροχρονική µετατόπιση, κάποιος άλλος, κακώς, θα κατέφευγε στον εξωτισµό, η Ενρίκες επιλέγει τον τρόµο ως το κυρίως όχηµα, ίσως γιατί αυτό το συναίσθηµα την καταβάλει απέναντι στην πραγµατικότητα, µέσα στην οποία παλεύει να δηµιουργήσει και να µην παραδοθεί.
Και το κάνει αυτό µε έναν τρόπο υπέροχο, υποβλητικό και ταυτόχρονα καταβλητικό, εγκλωβίζοντας τον αναγνώστη στον περίτεχνο ιστό που επί σελίδες υφαίνει. Ένα από τα βιβλία της χρονιάς µου.