Ουσιαστικά το «σύνδρομο της αγέλης» βασίζεται στις τάσεις που έχουν οι πολίτες να υιοθετούν την άποψη της πλειοψηφίας ώστε να αισθάνονται αποδεχτοί και να είναι με τους νικητές.
Το μυστικό και η ουσία των πολιτικών ερευνών βρίσκεται πίσω από την κουρτίνα, στα παρασκήνια, στους αριθμούς που δεν θα κάνουν ένα κόμμα ή υποψήφιο να ανάψει βεγγαλικά. Βέβαια στην εποχή της εικόνας η παρουσίαση ενός σλάιτ με εύπεπτα για το κοινό νούμερα είναι για πολλούς ένας τρόπος να κερδίζουν δημοσιότητα και να νομίζουν ότι καθοδηγούν τις μάζες.
Και βάζουμε τη λέξη «νομίζουν» γιατί ακόμη δεν είναι αποδεδειγμένο σε ποιον βαθμό μια πολιτική δημοσκόπηση μπορεί να καθορίσει την εκλογική συμπεριφορά των υποκειμένων, στη συγκεκριμένη περίπτωση των ψηφοφόρων. Μπορεί να προκαλέσει το «σύνδρομο της αγέλης» ή αλλιώς το φαινόμενο «bandwagon effect» όμως, μπορεί να οδηγήσει και σε αποσυσπειρωτικές τάσεις. Ουσιαστικά το «σύνδρομο της αγέλης» βασίζεται στις τάσεις που έχουν οι πολίτες να υιοθετούν την άποψη της πλειοψηφίας ώστε να αισθάνονται αποδεχτοί και να είναι με τους νικητές.
Παράλληλα στο κομμάτι για το αν μια πολιτική έρευνα πέσει μέσα ή όχι στα τελικά εκλογικά αποτελέσματα μπορούν να γίνουν πολύωρες συζητήσεις και να χυθούν τόνοι μελάνης, για το αν τελικά η φράση «έπεσε έξω η δημοσκόπηση» είναι ορθή. Οι πολίτες που βλέπουν μια έρευνα θα πρέπει να αντιληφθούν ότι διαβάζουν μια τάση η οποία για να διαμορφωθεί περνάει μέσα από πολλά «φίλτρα». Η δημοσκόπηση δεν είναι κάλπη και κυρίως δεν είναι exit poll. Μια πολιτική έρευνα αν γίνει μια εβδομάδα πριν τις εκλογές το πιθανότερο είναι να καταγράψει τις τάσεις οι οποίες στην πλειοψηφία τους να επαληθευτούν όμως μπορεί να εμφανιστούν και αποκλίσεις. Για παράδειγμα ξέρουμε ότι τα δύο πρώτα κόμματα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ. Αυτό όντως, αν δε συμβεί ένα συνταρακτικό πολιτικό γεγονός που θα ανατρέψει όλους τους συσχετισμούς, θα είναι και το πραγματικό εκλογικό αποτέλεσμα. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το «όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος» ισχύει το ίδιο και στην πολιτική. Οι ερευνητές και οι δημοσκόποι απλά έχοντας «παντρέψει» την πολιτική με την επιστήμη κρίνονται πλέον με τα ίδια κριτήρια που κοιτάμε την πολιτική στην Ελλάδα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και αυτό σε βάθος χρόνου θα κάνει ζημιά και σε έρευνες που δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική.
Όσον αφορά στις δημοσκοπήσεις, οι οποίες έχουν δημοσιευτεί, περίπου δύο (2) εβδομάδες πριν τις εκλογές, υπάρχει σαφέστατα μια παγιωμένη τάση ενός κουτσουρεμένου σε σχέση με το παρελθόν δικομματισμού και μιας πολυδιάσπασης του εκλογικού σώματος και κατεύθυνσής του σε νέα και παραδοσιακά κόμματα. Το ότι στην πλειοψηφία των δημοσκοπήσεων καταγράφεται μια ισοπαλία μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ δε σημαίνει ότι η εκλογική αναμέτρηση θα είναι και ντέρμπι. Το αν κάποιοι το χαρακτηρίζουν ως «ντέρμπι» είναι επειδή το βλέπουν μέσα από το δικό τους πρίσμα.
Ουσιαστικά όταν δυο κόμματα έχουν τα ίδια υψηλά ποσοστά, για παράδειγμα όταν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στο 29% κρίνουμε πως η νίκη του ενός θα είναι μικρότερη των 6 ποσοστιαίων μονάδων σε διάστημα εμπιστοσύνης 95%. Επίσης είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί πως το εκλογικό περιβάλλον που βρισκόμαστε έχει σημαντικές διαφορές με εκείνο του Ιανουαρίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται σε άλλο πλαίσιο πολιτικής, υπάρχει το νεοσύστατο κόμμα κ. Λαφαζάνη, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ έχουν άλλο αρχηγό και δεν υπάρχει το κόμμα του κ. Παπανδρέου. Παράλληλα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, σε ποιον βαθμό ορισμένες πολιτικές δυνάμεις θα εξαργυρώσουν εκλογικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Επίσης σημαντικοί παράγοντες διαμόρφωσης του τελικού αποτελέσματος θα είναι η εκλογική μάχη χωρίς σταυρό, το ύψος των συσπειρώσεων των κομμάτων, οι αναποφάσιστοι, το debate και η ένταση της πόλωσης. Οι εκλογές χωρίς σταυρό μεταθέτουν το κέντρο της μάχης σε επίπεδο αρχηγών. Οπότε ένας δυνατός προεκλογικός αγώνας ή μια εντυπωσιακή εμφάνιση σε debate ενδέχεται να καθορίσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Το ύψος της συσπείρωσης των κομμάτων επίσης δίνει κάποια στοιχεία. Στις περισσότερες έρευνες η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι σε αρκετά χαμηλά επίπεδα, δεκαπέντε (15) έως και είκοσι (20) μονάδες πίσω από τη Νέα Δημοκρατία. Κάτι που σημαίνει ότι η δημοσκοπική ισοπαλία είναι προϊόν κυρίως της συρρίκνωσης των δυνάμεων που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από περίπου οκτώ (8) μήνες. Όσον αφορά στους αναποφάσιστους οι μισοί από αυτούς είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015. Οπότε σε ένα ποσοστό αναποφάσιστων περίπου από 19% έως και 22% το πραγματικό ποσοστό που προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι περίπου 8 με 10 μονάδες. Όπως επίσης είναι αρκετά υπολογίσιμη η μετατόπιση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ στη Νεά Δημοκρατία. Το 5,2% του ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζει τώρα Νέα Δημοκρατία, ενώ το 3% πράττει το αντίστροφο. Για τα κόμματα της μείζονος αντιπολίτευσης τα εκλογικά τους ποσοστά θα καθοριστούν από τον βαθμό αύξησης της πόλωσης μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ. Συνήθως μια έντονη προεκλογική περίοδος συμπιέζει τους «μικρούς» και συρρικνώνει τα ποσοστά τους. Αυτό που πρέπει να περιμένουμε να δούμε είναι αν η νέα Βουλή θα είναι οκτακομματική ή εννιακομματική. Και ποιο θα είναι το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Βάσει των στοιχείων που μας δίνει η πλειοψηφία των ερευνών ο πρώτος θα χρειαστεί να αναζητήσει 15 βουλευτές και πάνω για να σχηματίσει κυβέρνηση.
*πολιτικός επιστήμονας,
διευθ. συμβ. Sentiment Analysis