Αλλη μια μέρα τελείωσε και η Μάνα μου αποσταμένη, ετοίμασε το βραδινό φαγάκι για τα παιδιά της κι εκείνη. Φτωχικό βέβαια, μα ζεστό και πλούσιο από αγάπη και φροντίδα.
Ο Πατέρας είχε φύγει από καιρό για το μακρινό ταξίδι, αλλά η ίδια έπαιζε επάξια και το ρόλο αυτό.
Στην αρχή, όλοι γύρω από τα ελέη του Θεού κάναμε το σταυρό μας και στο τέλος πάλι το ίδιο, ευχαριστώντας τον Πανάγαθο, που μας αξίωσε και τη μέρ’ αυτή να είμαστε γεροί.
Υστερα, η Μάνα πήγαινε στο δωμάτιό της. Εκεί, άναβε το καντήλι στα εικονίσματα και μετά προσκαλούσε τη φιλενάδα της την Παναγιά για να της πει τα βάσανά της, να ξαλαφρώσει από το βαρύ φορτίο της ημέρας και να την παρακαλέσει για υγεία και ειρήνη σ’ όλο τον κόσμο. Και η γλυκιά Παναγιά γινόταν όνειρο, ερχόταν κοντά της, έπιαναν κουβεντούλα και έλεγαν η μια στην άλλη τον πόνο τους.
Ηταν η ώρα της Προσευχής!
Οι στιγμές αυτές ήταν ιερές! Ηταν οι στιγμές, που ελευθέρωναν και ενεργοποιούσαν τη μυστηριώδη εκείνη δύναμη, που δίνει στον άνθρωπο κουράγιο, ικανότητα για καλό κουμάντο… διάθεση για την αυριανή πάλη, αγάπη, καλοσύνη.
Είναι αυτή που κάνει τον άνθρωπο, άνθρωπο!
Είναι η Τρανή δύναμη της Προσευχής!!
Σ’ αυτήν στηρίχτηκε η Μάνα μου για ν’ αντιμετωπίσει τις πολλές δυσκολίες της, κι έτσι μετάτρεψε τα ελάχιστα, σε μέγιστα!!
Μάνα! Είσ’ ένας Ήλιος μ’ Ανατολή μονάχα!
Δίχως Δύση.