Ο Μανώλης Κυμιωνής ήταν ένα λεβεντόκορμο παλικάρι, γιος του Κυμιωναλέξανδρου, που τον έλεγαν και Μάνωλα, λόγω της λεβεδιάς του.
Φαίνεται πώς ήταν ενεργό μέλος της αντίστασης κατά των Γερμανών, είχε μπει στα κιτάπια τους, και ως φαίνεται τον έψαχναν, όχι βέβαια για καλό.
Φαίνεται, πως εκείνη την εποχή δρούσε στην περιοχή κάποιος Αλβανός διπλός πράκτορας. Είχε επισκεφτεί, ως φαίνεται, και την Ασή Γωνιά πιο πριν, παριστάνοντας τον φιλοεγγλέζο και είχε γνωρίσει τον Μανώλη.
Έτσι λοιπόν, όταν τον είδε στις Βρύσες, δεν έχασε καιρό και έσπευσε να τον καταδώσει στους πατρώνες του, τους Ναζί.
Αυτοί, τον συνέλαβαν και σιδεροδέσμιο τον πήγαν λίγο παραπάνω στον Τζιτζιφέ, που διατηρούσαν φυλάκιο και τον έκλεισαν σε κάποιο σκοτεινό μπουντρούμι.
Ο Τζιτζιφές, είναι ένα ορεινό χωριό, κτισμένο στους πρόποδες της Μαδάρας – Λευκά Όρη. Έχει πάμπολλα κοινά με την Ασή Γωνιά και τους Ασηγωνιώτες.
Είναι, κατά μεγάλο ποσοστό, κτηνοτροφικό χωριό, με τους κατοίκους του να αγαπούν την Μαδάρα και τα οζά. Είναι και άριστοι τραγουδιστές, ριζίτες. Εγώ, τον Τζιτζιφέ τον ήξερα από παλιά, όταν ήμουν μικρό κοπέλι. Θυμάμαι τον Καραμπασά από τον Τζιτζιφέ, που ερχόταν και πουλούσε το καραμπάσι -δαφνόλαδο, που είναι απόσταγμα από φύλλα δάφνης και χρησιμοποιείται για ιατρικούς σκοπούς.
Ξανά, λοιπόν, στην ιστορία μας.
Το παλικάρι το φέρανε, όπως μάς είπε ο Τζιτζιφιανός Μανούσος Κωστάκης, του οποίου ο πατέρας ήταν σχεδόν αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος.
«Απής τονε πιάσανε, τονε φέρανε επά, μα σ’ ούλο το δρόμο εξάνοιγενε πώς να τωνε φύγει. Μόλις εκατεβήκενε τη σκάλα και βρεθήκενε στην αυλή, έπαιξενε ένα καμπανό και βρέθηκε τη γκάτω μπάντα μα ήτανε πίσσα σκοτίδι κι έπεσενε σε μια πλακούρα περίπου 6-8 μέτρα και όπως ελέγανε, έσπασενε τον ένα ντου πόδα. Ετότεσας, εσήμωσενε ο Γερμανός με το πολυβολάκι από τη μπάνω μπάντα».
Εκεί φαίνεται βρήκαν το παλικάρι και οι φονικές σφαίρες. Το άψυχο σώμα του Μανώλη έμεινε εκεί μέχρι να έρθουν να το πάρουν οι Τζιτζιφιανοί, να καλέσουν τον παπα-Βαγγέλη από τον Φρε και να τον θάψουν στον Άι Γιώργη, λίγο πιο ανατολικά από το χωριό.
Και όπως μας είπε ο Μανούσος: «Μετά από 40 μέρες ήρθανε οι Γωνιώτες με κοφίνια γεμάτα βραστά κρέατα και τυριά και του κάμανε τα σαράντα και ύστερα από κιανά – δύο χρόνια, ήρθανε και πήρανε τα κόκαλα του».
Ενα ακόμα παλικάρι, λοιπόν, από την Ασή Γωνιά πότισε με το άλικο αίμα του το δέντρο της λευτεριάς. Είχε προηγηθεί η θυσία του Μανώλη Πετράκη – Ντουλετζομανώλη και Μανώλη Μπαρμπούνη, στην πτώση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στα Ρεθεμιανά Περβόλια, καθώς και του Νταμουλή Κυμιωνή, που τον συνέλαβαν στην Ασή Γωνιά και τον εκτέλεσαν στο Ρέθυμνο και του Μάρκου Γύπαρη τον Μπλάτζιο, που τον εκτέλεσαν στο Μιτάτο του στο Βιτσιλόκουμο.
Η ιστορία με τον Μανώλη Κυμιωνή είχε και την συνέχειά της. Κάποια άνοιξη, εκεί προς το τέλος της Κατοχής οι Μελάδες μαζί με τους Κυμιωνήδες, κούρευαν τα πρόβατά τους “τσι Χοιροκοιμητής” στο Σελί τσ’ Ασή Γωνιάς.
Ξαφνικά, φάνηκε να πλησιάζει από κάτω μια άγνωστη φιγούρα τους κουρίσκους.
Αυτοί σταμάτησαν την κουρά και το κουβέδιαζαν:
– Μωρέ, ποιος είναι απούρχεται όθε ν’ επά;
– Δεν είναι από πα κοντά. Γνωρίζει τονε κιανένας;
– Μπα, δε μου φαίνεται γνωστός.
Όταν ο άγνωστος πλησίασε αρκετά και τα χαρακτηριστικά του έγιναν πιο γνωστά, πετάχτηκε πάνω ο Αριστείδης ο αδελφός του σκοτωμένου:
– Μωρέ, αυτός είναι ο Κάιν, απού επρόδωσενε το Μανώλη μας στσοι Γερμανούς! Φώναξε.
Αμέσως παράτησαν τα ψαλίδια και στράφηκαν στα τουφέκια τους.
Ο Αλβανός πράκτορας είδε την κίνηση και άρχισε να τρέχει και να απομακρύνεται. Ωστόσο, ο Μελαδαντρουλής τον σκόπευε με το τουφέκι του και μια σφαίρα τον έριξε κάτω!
Εκεί τον αποτέλειωσαν για να βρει την “τελευταία του κατοικία” στου “Καούδη την Τρύπα”.
Υ.Γ.: Επιστρέφοντας από την εκκλησία του Άι Γιώργη, κάναμε μια μικρή στάση στο καφενείο,όπου μάς προσέφεραν και δοκιμάσαμε τα υπέροχα τζιτζιφιανά τυροκομικά (γραβιέρα και μυζήθρα) και διαπιστώσαμε πως είναι εφάμιλλα με τ’ Ασηγωνιώτικα.