«…Η Ευρώπη πρέπει να έχει διάλογο με τη Ρωσία. Ο διάλογος δεν σημαίνει και παράδοση. Ο διάλογος σημαίνει αποσαφήνιση των διαφωνιών και προσπάθεια για κοινό μέλλον… Χρειαζόμαστε ένα διάλογο με τη Ρωσία, η οποία λόγω της γεωγραφίας και της ιστορίας, είναι ένας παίχτης κλειδί για την ευρωπαϊκή ασφάλεια που προσπαθούμε να χτίσουμε..»
Αυτή η τοποθέτηση του προέδρου της Γαλλίας (και από την 1η Ιανουαρίου και Προεδρεύοντος της ΕΕ) έγινε κατά την ανάληψη των ευρωπαϊκών καθηκόντων του λίγα εικοσιτετράωρα πριν την πρώτη -ψυχροπολεμικού χαρακτήρα- συνάντηση αμερικανικής και ρωσικής αντιπροσωπείας στη Γενεύη για την ένταση που έχει δημιουργηθεί στο θέμα της Ουκρανίας και όχι μόνον.
Στην ίδια συνέντευξή τύπου με τον Πρόεδρο Μακρόν , η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φον Ντερ Λάιεν ανέφερε ότι οποιαδήποτε λύση στις υπάρχουσες εντάσεις πρέπει να περιλαμβάνει την Ευρώπη.
Στον αντίποδα, Μπάιντεν και Πούτιν αρνήθηκαν τη συμμετοχή των Ευρωπαίων στις συναντήσεις τους στη Γενεύη. Έκαναν όμως και οι δύο πλευρές τη δουλειά τους . Όπως ανέφερε ο Γάλλος πρόεδρος είχε ήδη δύο μακρές τηλεφωνικές συζητήσεις με τον Πρόεδρο Πούτιν και θα ακολουθήσουν και άλλες. Από την πλευρά του ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Μπλίνκεν δεν άφησε ευρωπαίο για ευρωπαίο ομόλογο του με τον οποίο να μην ήρθε σε επαφή για να διασφαλίσει την ευρωπαϊκή υποστήριξη στην αμερικανική στάση απέναντι στην Μόσχα ,(σσ Όχι ο κ Μπλίνκεν για μια ακόμα φορά δεν συνομίλησε με τον Έλληνα ομόλογο του , αλλά έβαλε την υφυπουργό του κα Σέρμαν να κάνει την επαφή ).
Ο πρόεδρος Μπάιντεν εμμένει στην γενική τοποθέτηση του, ότι «αν» -«όταν» -η Μόσχα εισβάλει στην Ουκρανία, τότε θα αναστενάξει από τις βαριές οικονομικές κυρώσεις ,που δεν τις φαντάζεται.
Οι βαριές αλλά πάντα υποθετικές αυτές αμερικανικές πιέσεις σε βάρος του Κρεμλίνου, δεν ακολουθούνται όμως από ενθουσιώδεις διθυραμβικές ευρωπαϊκές ιαχές, όπως θα ήθελε ή φανταζόταν η Ουάσιγκτων.
Οι Ευρωπαίοι , αν και χωρίς ενιαία γραμμή, παραμένουν φραστικά σκληροί απέναντι στη Ρωσία για το θέμα της Ουκρανίας, αλλά δεν κουνάνε – για την ώρα το δακτυλάκι τους- για τρομερές κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας.
Το Κρεμλίνο, που διαπιστώνει ορθώς την σύγχυση στην Ευρώπη ευνοεί και εκμεταλλεύεται τις διμερείς επαφές με τους μεγάλους της ΕΕ Βερολίνο, Παρίσι και Ρώμη, των οποίων οι διμερείς οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα βαρύνουν πολύ στη ζυγαριά. Μέχρι στιγμής καμιά από τις μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ δεν έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και πολύ περισσότερο στην ΕΕ.
Η Μόσχα πηγαίνει καλά προετοιμασμένη στην πρώτη αυτή ψυχροπολεμική συνάντηση του 2022 με βάση δύο κείμενα που διαμόρφωσε πριν από λίγες ημέρες.
Το πρώτο είναι « Συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ -Ρωσίας για εγγυήσεις Ασφαλείας». Στο κείμενο αυτό, σύμφωνα με τα σημεία του που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αναφέρεται ότι «οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν την υποχρέωση να αποτρέψουν πρόσθετη εξάπλωση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και να αρνηθούν ένταξη στη Συμμαχία κρατών από την πρώην ΕΣΣΔ.»
Το δεύτερο ρωσικό κείμενο αφορά σε «Συμφωνία Μέτρων για την ενίσχυση της Ασφάλειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των κρατών μελών του ΝΑΤΟ». Στο κείμενο αυτό , ως μέτρα ασφαλείας, η Μόσχα επιμένει ότι «μέλη του ΝΑΤΟ δεν θα διενεργήσουν καμιά στρατιωτική ενέργεια στο έδαφος της Ουκρανίας και των άλλων κρατών της Αν Ευρώπης, του Καυκάσου και της κεντρικής Ασίας».
Και τα δύο αυτά κείμενα στόχο έχουν να αποτρέψουν το ΝΑΤΟ από οποιαδήποτε επέκταση στα ανατολικά, και στην Ουκρανία και στη Γεωργία. Έτσι η Μόσχα προκαλεί ευθέως και την Ουάσιγκτων και τις Βρυξέλλες , οι οποίες εδώ και μια δεκαετία-όταν «τα πράγματα ήταν αλλιώς»- είχαν υποσχεθεί στις χώρες αυτές εύκολη ένταξη στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.