Είντα ‘ν’ αυτό που οδηγεί, τον κόσμ’ εδώ και χρόνια, ν’ εγκαταλείπει τα χωριά, που κατοικούσ’ αιώνια. Αγροτικές περιοχές, έχουν σχεδόν ρημάξει, τα γεροντάκια μοναχά, σ’ αυτές έχουν αράξει. Οι νέοι είναι δύσκολο, τη σήμερον ημέρα, να μείνουνε εις τα χωριά και φεύγουνε πιο πέρα.
Στη πολιτεία ψάχνουνε κι αναζητούν συνθήκες, για μια καλύτερη ζωή κι ας μένουν σ’ αποθήκες. Σαν τέτοιες θεωρώ εγώ, τσι πολυκατοικίες, που άνθρωποι στοιβάζονται, σωστές δεν είν’ οικίες. Άλλαξ’ ο τρόπος τση ζωής, του σημερνού ανθρώπου κι οι επιπτώσεις έρχονται, ατάκα κι επιτόπου. Είναι νομίζω σοβαρή, του κράτους η ευθύνη, που στα χωριά μας σύντομα, κανείς δεν θα ‘χει μείνει. Τρόφιμα να παράγουμε, δεν θα ‘χουμε τα φόντα, μεταλλαγμένα μοναχά, θα τρώμε προϊόντα.
Τα πολυκαταστήματα, θα κουβαλούν απ’ έξω, ανούσιες σκυλοτροφές, μ’ αυτό δεν θα τ’ αντέξω. Των ισχυρών συμφέροντα, έχουν επικρατήσει, γι’ αυτό το λόγο βλέπουμε και την παρούσα κρίση. Θέλουνε και επιζητούν, να γίνομε γκαρσόνια, στην ίδια την πατρίδα μας, να ψάχνουμε συμπόνια. Να ‘ναι καλά οι άρχοντες και οι ταγοί του τόπου, που κυβερνούνε κι έχουν, επίγνωση τ’ ατόπου. Οι πλούσιοι πως θα γίνουνε, πλουσιότεροι ακόμη και οι φτωχοί φτωχότεροι, εκεί τραβούν οι δρόμοι. Μακάρ’ η διαπίστωση ετούτη να ‘ναι λάθος, ατόπημα ν’ αποδειχθεί, σε ύψος και σε βάθος. Με ρίμα θα παραδεχτώ, πως σφάλμα έχω κάμει κι η παγκοσμιοποίηση, δεν μοιάζει με… κατράμι.