– Δόξα τω Θεώ, τελειώσαμε.
Ετούτη ήτανε η πρώτη κουβέντα της με το που μας συνάντησε στην εκκλησιά της Κοίμησης της Θεοτόκου, εκεί, στο ύψωμα, που αγναντεύει όλο το Σαρωνικό ως πέρα την Αίγινα και Σαλαμίνα.
Εκεί είχαμε φτάσει, χαράματα, παίρνοντας το πρώτο αεροπλάνο από το νησί.
Εκεί θα έφερναν και το Φάνη, να τον καταυοδώσουμε.
Tον είχανε, λέει, δέκα μέρες στην κατάψυξη, πέρα, στο Αίγιο. Γιατί από τότε που χειροτέρεψε η κατάστασή του, μετά την αναρρόφηση που έπαθε κάποια στιγμή που θέλησε να κάνει εμετό και βρέθηκε στην εντατική, πιθανόν κάποιας κλινικής των Αθηνών, τα πράγματα είχανε γίνει πολύ δύσκολα για τη Μαριάννα η οποία έπρεπε κάθε μέρα να πηγαίνει οδηγώντας να τον δει. Αμ τα βράδια που οδηγούσε στην ίδια επικίνδυνη διαδρομή για να πάει στο πολυτελές και τεράστιο οικοδομικό συγκρότημα με μεζονέτες που είχανε στην ακριβή παραθαλάσσια περιοχή της Βουλιαγμένης; Μεγάλη η ταλαιπωρία κι ο κίνδυνος. Κάτι έπρεπε να κάνει. Άθρωπος ζωντανός, με απαιτήσεις, ήταν κι αυτή. Ήθελε τις ανέσεις της. Τα βράδια, αλλιώς μαθημένη, δεν ήτανε βολικό, σε ένα μικρό κρεβατάκι της κλινικής να κοιμάται. Και μάλιστα κοντά στον βαριά άρρωστο άντρα της που κάθε τόσο θα έπρεπε να σηκώνεται, πότε να τον σκεπάσει, πότε να φτιάξει τον ορό, να βάλει στη σωστή θέση χέρια και πόδια, ένα σωρό τέτοια. Όχι, όχι. Δεν ήταν αυτές συνθήκες ζωής. Κάτι έπρεπε να κάνει. Να τελειώνει με δαύτον. Αλλά προσεχτικά μην την κατηγορήσουν συγγενείς, φίλοι, μηδέ κι οι συγχωριανοί.
– Γιατί δεν παίρνετε μια αποκλειστική; Τη ρώτησα σε κάποιο τηλεφώνημα.
– Πολλά τα έξοδα. Ξέρεις πόσα μας κόστισε ως τα τώρα, φάρμακα κι εξετάσεις;
Γι’ αυτό και τον έβαλε στο νοσοκομειακό, φρόντισε να είναι δωρεάν κι ας μην είχε μέσα γιατρούς, και τον πήγε σε ένα μικρό νοσοκομείο στο Αίγιο.
-Εδώ είναι όλα απλά και εύκολα. Στο κάτω-κάτω, αυτός πάει φουλ… Μην αρρωστήσω κι εγώ.
– Τώρα, μπορείς να μένεις μέσα; την ξαναρώτησα.
– Δε είναι απαραίτητο.
– Κι εσύ;
– Με φιλοξενεί μια φιλενάδα μου. Τώρα έχω έτοιμο φαγητό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Με πηγαίνει και τον βλέπω καμιά ώρα, ζω ανθρωπινά.
– Ο Φάνης;
– Ο Φάνης τι; Μια χαρά είναι. Κοντεύει. Τον έχουν αναλάβει οι νοσοκόμες.
– Είναι καλύτερα;
– Όχουου… Τι καλύτερα. Δεν καταλαβαίνεις; Το γυαλί ράισε, δεν ξανακολλάει πια.
– Από γιατρούς;
– Για επαρχιακό νοσοκομείο, καλά είναι. Τον παρακολουθεί ένα γιατρουδάκι που κάνει αγροτικό. Δε μπορώ να πληρώνω καθηγητάδες. Κατάλαβες;
– Κατάλαβα Μαριάννα, είπα, και σκούπισα τα μάτια μου.
Έκλεισα το τηλέφωνο κι απόμεινα σκεφτικός για πολλή ώρα. Μπροστά μου πέρασε ολάκερη η ζωή τους.
Είδα το Φάνη με τα εκατομμύριά του να κάνει αρχόντισσα τη Μαριάννα, να τη βάζει σε παλάτια, να σταματάει τη δουλειά του για να αναθρέψει τα παιδιά τους μια και δεν εμπιστευόταν την θεούσα γυναίκα του, είδα να την ταπεινώνει σε κάθε ευκαιρία χωρίς να διστάζει να τη βρίζει ασύστολα ακόμα και μπροστά μου, τον είδα να την απατά με τη γραμματέα του που είχε πάρει σπίτι του τάχα σαν οικιακή βοηθό, και να μην επιτρέπει στην πεθερά του να ξαναπατήσει σπίτι του στο Κολωνάκι γιατί ήταν φτωχιά, κι ας την είχε πέντε χρόνια υπηρέτρια μέχρι να μεγαλώσει τα παιδιά του. Δεν τη χρειαζότανε πια.
– Κι αν θέλει η Μαριάννα να δει τη μητέρα της; τον είχα ρωτήσει με θολωμένο μυαλό.
– Της δίνω πεντακόσιες δραχμές κι ανταμώνουν σε κάποιο ξενοδοχείο. Σου είπα. Κι αυτή κι ο γιος της, φτωχολογιά, τι δουλειά έχουν σπίτι μου; Δε θέλω να δημιουργήσω σύμπλεγμα κατωτερότητας στα παιδιά μου.
Γι’ αυτό και της Μαριάννας, δεν της χρειαζότανε πια ο Φάνης.
– Καλά είναι, δω, στο μικρό νοσοκομείο. Δε θα πολυπάει δα. Να φροντίσω και τον εαυτό μου καμιά φορά. Όλα για το Φάνη;
Σε δυο μέρες χτύπησε πάλι το τηλέφωνο. Χαράματα.
– Καινούργια προβλήματα Γιώργο.
– Τι συμβαίνει; Ο Φάνης….
– Καλά αυτός. Εγώ. Τι να τον κάνω. Στην Αθήνα είναι πανάκριβα. Θα τον αφήσω εδώ, μέχρι να έρθουν τα παιδιά από το εξωτερικό. Θα βρεθεί κανένα ψυγείο οικονομικό ή τσάμπα να τον βάλω μέσα.
Σε δέκα μέρες μόλις με είδε στην εκκλησία, έκανε το σταυρό της.
– Δόξα τω Θεώ τελειώσαμε…
Και μη θαρρείς, αυτό, ισχύει για πολλές περιπτώσεις στην προσωπική και κοινωνική ζωή γύρω μας.