Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, 2024

Η εκτέλεση

Το παρακάτω διήγημα του Γιώργη Μανουσάκη είναι εμπνευσμένο από ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στα Περιβόλια Κυδωνίας Χανίων, μετά τη μάχη της Κρήτης, το καλοκαίρι του 1941. Τριαντατρείς κάτοικοι του χωριού εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς δίπλα στο μαντρότοιχο της Villa Kruger, εξοχικής κατοικίας του Γερμανού πρόξενου πριν από τον πόλεμο.
Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1972 στην Ανθολογία διηγήματος τῆς νέας ἑλληνικῆς γενιᾶς, εκδ. Αγκύρας, Αθήνα, σ. 455-458. Αναδημοσιεύτηκε στην ετήσια έκδοση του Δήμου Χανίων Χανιά 1941-1991, 1991, σ. 127-128 και περιλαμβάνεται στην Ανθολογία ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη. Ἐπιλογὴ-Παρουσίαση – Ἐπιμέλεια Κώστα Μπουρναζάκη, έκδ. της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Ηράκλειο 2012, σελ. 109-112.

Ὁ λοχαγὸς Βίλελμ Στοὺκ χτύπησε ἐλαφρὰ τὸ μαστίγιο στὴν παλάμη τοῦ γαντοφορεμένου χεριοῦ του.
—Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ “συγκομιδή”, εἶπε.
Γύρισε τὸ κεφάλι λίγο πρὸς τ’ ἀριστερά.
—Καὶ ἀνέρχεται σὲ πόσους, ἀνθυπολοχαγὲ Κλύμπερ;
—Τριαντατρεῖς, κύριε λοχαγέ.
—Τριαντατρεῖς. Ἂν δὲν κάνω λάθος, στὸ χωριὸ βρέθηκαν νεκροὶ τέσσερεις ἀλεξιπτωτιστές. Μᾶς ὀφείλουν ἀκόμη ἑφτά.
—Εἶναι ὅλοι ὅσοι μπορέσαμε νὰ πιάσομε.
—Καλά. Ὁ λογαριασμὸς παραμένει ἀνοιχτός.
Ἔκαμε μερικὰ βήματα πρὸς τὸ μέρος τοῦ μαντρότοιχου. Ἀργὰ κι ἐπιβλητικά. Στάθηκε ἀπέναντι στοὺς ἀραδιασμένους κι ἄρχισε νὰ κοιτάζει ἕνα ἕνα τὰ τριαντατρία πρόσωπα.
—Ἀνθυπολοχαγὲ Κλύμπερ, μίλησε χωρὶς νὰ στρέψει καθόλου τὸ κεφάλι.
Ἀκούστηκε τὸ χτύπημα τῶν τακουνιῶν ἀριστερὰ καὶ λίγο πίσω του. Κι ἀμέσως ἡ φωνή.
—Μάλιστα, κύριε λοχαγέ.
—Μέσα σὲ τούτους τοὺς τριαντατρεῖς πρέπει νά ’ναι τουλάχιστο τρεῖς τέσσερεις ἀπὸ κείνους ποὺ χτύπησαν τοὺς δικούς μας. Πέστε μου, μπορεῖτε νὰ τοὺς ξεχωρίσετε;
Πέρασαν μερικὲς στιγμὲς σιωπῆς. Ὕστερα μὲ κάποιο δισταγμὸ ἦρθε ἡ ἀπάντηση:
—Ὄχι, κύριε λοχαγέ.
—Σωστά. Ἔχουν ὅλοι τὶς ἴδιες σκληρὲς καὶ ὕπουλες φάτσες. Κι ὅσοι δὲν πήρανε στὰ χέρια τους ὅπλο γιὰ νὰ μᾶς πυροβολήσουν, νὰ εἴσαστε βέβαιος πὼς θὰ τὸ κάνουν μόλις βροῦνε τὴν εὐκαιρία.
Κοιτάξτε κεῖνον ἐκεῖ, μὲ τ’ ἀχτένιστα μαλλιὰ καὶ τὰ γένια, πού ’χει σταυρώσει τὰ χέρια στὸ στῆθος του. (Ὁ λοχαγὸς ἔδειξε μὲ τὸ μαστίγιο ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀραδιασμένους στὸν τοῖχο). Παρατηρῆστε πόσο μίσος καίει στὰ μάτια του. Δέστε καὶ τὸν ἄλλο, παραπέρα, ποὺ ἔγλειψε τώρα δὰ μὲ τὴ γλώσσα τὸ πάνω χείλι του, ἴδιο φίδι. Κι ἐκεῖνον τὸν κοντό, ποὺ ξύνει τὸ στῆθος του καὶ κάτι λέει στὸ διπλανό του. Καὶ τὸν κοκκαλιάρη, ποὺ σκαλίζει μὲ τ’ ἄρβυλό του τὸ χῶμα. Ὅλοι τους ἔχουν ἐγκληματικὲς μορφές. Εἶναι βάρβαροι κι ἐκδικητικοί.
—Μοῦ ἐπιτρέπετε, κύριε λοχαγέ; ἀκούστηκε δειλὰ ἡ φωνὴ ἀριστερά του.
Ἔστρεψε τὸ κεφάλι πρὸς τὸ μέρος της.
—Ὁρίστε.
—Ὁ πέμπτος στὴ σειρὰ εἶναι κουτσός. Ἔχει τὸ ἕνα πόδι πιὸ κοντὸ ἀπὸ τ’ ἄλλο. Καὶ στὴν ἄκρη δεξιὰ στέκεται ἕνα παιδάριο ποὺ δὲ φαίνεται παραπάνω ἀπὸ δεκάξι χρονῶν. Νομίζω πὼς αὐτοὶ οἱ δυὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ πολέμησαν ἐναντίον μας.
—Καὶ λοιπόν;
—Δὲν ἔχετε κι ἐσεῖς τὴ γνώμη πὼς θά ’τανε πράξη ἀνθρωπισμοῦ ἡ ἐξαίρεσή τους;
Ὁ λοχαγὸς ὕψωσε τὴ φωνή:
—Ἀνθυπολοχαγὲ Κλύμπερ, νὰ λείπουν οἱ ἀνεδαφικοὶ συναισθηματισμοί! Αὐτὴ τὴ στιγμὴ πρόκειται ν’ ἀπονείμομε τὴ δικαιοσύνη τῶν ἀντιποίνων. Δὲ μᾶς ἐνδιαφέρουν τὰ ἄτομα, ἀλλ’ ὁ ἀριθμός.
—Ὅμως ἕνα παιδὶ κι ἕνας σακάτης…
Ὁ λοχαγὸς Βίλελμ Στοὺκ τὸν κοίταξε κατὰ πρόσωπο. Συνάντησε πάλι ἐκείνη τὴν ἐξοργιστικὴ λεπτότητα τῶν χαρακτηριστικῶν καὶ τὴ ματιὰ πού ’μοιαζε νὰ διαθλᾶται μέσ’ ἀπὸ ἕνα θαμπὸ κρύσταλλο.
—Ἀνθυπολοχαγὲ Κλύμπερ, παρατήρησε αὐστηρά. Ἂν συνεχίσετε νὰ σκέπτεστε μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὑπονομεύετε τὸ ἔργο μας. Ἡ Γερμανία διεξάγει ἕναν ἀγώνα γιὰ νὰ γλιτώσει τὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὰ δίχτυα τῶν Ἑβραίων καὶ τῶν Μπολσεβίκων καὶ μᾶς ἔχει κάμει τὴν τιμὴ νὰ μᾶς τάξει στὴν πρώτη γραμμή. Γιὰ νὰ πετύχομε πρέπει νά ’μαστε σκληροὶ καὶ ἄτεγκτοι.
Ἕνα χαμόγελο καμπύλωσε ἐλαφρὰ τὶς ἄκρες τῶν χειλιῶν του.
—Σήμερα σᾶς δίδεται ἡ εὐκαιρία ν’ ἀποτοξινωθεῖτε ἀπὸ τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα ἑνὸς νεανικοῦ ἰδεαλισμοῦ. Σᾶς θέτω ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀποσπάσματος. Μετὰ τὴν ἐκτέλεση θὰ δώσετε καὶ τὶς χαριστικὲς βολές.
Τὸν εἶδε νὰ χλωμιάζει τόσο, ποὺ φοβήθηκε πὼς θὰ λιποθυμοῦσε.
—Ἀνθυπολοχαγὲ Κλύμπερ, φανεῖτε ἄντρας! Θέλετε νὰ ἐξευτελιστεῖτε μπροστὰ σὲ τούτους τοὺς ἀγροίκους;
Ἡ φωνή του ἦταν σὰ χαστούκι.
—Μὲ συγχωρεῖτε, κύριε λοχαγέ, τραύλισε πάντα χλωμός.
—Δῶστε τὶς ἀναγκαῖες διαταγές. Νὰ τελειώνομε.

Ἡ μπαταριὰ εἶχε πέσει. Τὸν ἔβλεπε νὰ παραπαίει ἀνάμεσα στὰ σώματα, ποὺ μερικὰ σάλευαν ἀκόμη ἢ σπαρταροῦσαν ἀπὸ τοὺς τελευταίους σπασμούς, καὶ νὰ πυροβολεῖ δεξιὰ κι ἀριστερὰ χωρὶς νὰ σημαδεύει πουθενά. Ὅταν ἄδειασε ἡ γεμιστήρα συνέχιζε νὰ πιέζει τὴ σκαντάλη.
Ὁ λοχαγὸς ἔκαμε δυὸ βήματα πρὸς τὸ μέρος του.
—Ἀνθυπολοχαγέ, ἀποσυρθεῖτε! φώναξε μὲ κοφτὴ φωνή.
Στράφηκε καὶ τὸν κοίταξε μὲ μάτια ἀλλοπαρμένα. Στὸ χέρι του ἔτρεμε τὸ πιστόλι.
—Γυρίστε στὴ θέση σας! τόνε διέταξε μὲ τόνο ποὺ δὲ δεχόταν ἀντίρρηση.
Ξεκούμπωσε τὴ θήκη τοῦ δικοῦ του “βάλτερ”, ἔσφιξε τ’ ὅπλο μὲ τὸ γαντοφορεμένο χέρι του καὶ σταθερά, χωρὶς βιασύνη, ἄρχισε νὰ ρίχνει στὰ κεφάλια τῶν τουφεκισμένων.
Μιὰ στιγμὴ σὰ νὰ δίστασε. Τὰ μάτια ἐκείνου μὲ τὰ γένια καὶ τ’ ἀνακατωμένα μαλλιὰ τόνε κοίταζαν τὸ ἴδιο ἐπίμονα, ὅπως ὅταν ἔστεκε ἀπέναντί του. Σήκωσε τὸ χέρι μὲ τὸ φόβο μήπως τὰ δεῖ νὰ κινοῦνται, ἔστω κι ἕνα ἐλάχιστο. Ὅταν βεβαιώθηκε γιὰ τὴν παντοτινὴ ἀκινησία τους, πυροβόλησε μ’ ἀνακούφιση, ἀνοίγοντας ἀνάμεσά τους τὴ μαυροκόκκινη τρύπα.

Ὁ λοχαγὸς Βίλελμ Στοὺκ στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ μαντρότοιχου, ἐκεῖ ποὺ τέλειωνε ἡ γραμμὴ τῶν πτωμάτων. Στὸ ἀνώφλι ἦταν ἐντοιχισμένες δυὸ μαρμάρινες πλάκες. Ἡ μικρότερη ἔγραφε: VILLA KRUGER. Στὴ μεγάλη ὑπήρχανε σκαλισμένες στὴ γλώσσα του, τέσσερεις ὁλόκληρες ἀράδες.
—Τί ἔκπληξη! ἔκαμε.
Ἔβγαλε πρῶτα τὸ δεξὶ γάντι. Ἀνάσυρε ὕστερα ἀπὸ τὴν τσέπη του τὸ δερματόδετο σημειωματάριο, τράβηξε τὸ στυλὸ μὲ τὴ χρυσὴ πέννα κι ἄρχισε ν’ ἀντιγράφει μὲ καλλιγραφημένα γράμματα:

Freundig trete herein
und froh entferne Dich wieder!
Ziehst Du als Wanderer vorbei
segne die Pfade Dir Gott! (1)

Κάτω ἀπὸ τοὺς στίχους ἔγραψε μὲ κεφαλαῖα, ὅπως ἤτανε χαραγμένο στὴν πλάκα, τ’ ὄνομα τοῦ ποιητῆ: GOETHE, καὶ τὸ ὑπογράμμισε δυὸ φορές.
—Τί εὐχάριστη ἔκπληξη! Ξανᾶπε.
Ὁ λοχίας Στράχβιτς τοῦ φώναξε:
—Προσέξτε, κύριε λοχαγέ!
Κοίταξε χάμω, ἀκολουθώντας τὸ βλέμμα του. Τὸ αἷμα ἀπὸ τὸ σωρὸ τῶν ἐκτελεσμένων εἶχε φτάσει ὣς ἐκεῖ ποὺ στεκόταν. Τραβήχτηκε ἀηδιασμένος κι ἄρχισε νὰ σκουπίζει τὶς λασπωμένες μπότες του στὰ χόρτα.

1. Στὸ σπίτι αὐτὸ χαρούμενος ἂς μπαίνεις
Κι ἂς βγαίνεις ἔξω πάλι χαρωπός!
Κι ἂν εἶσαι ἕνας περαστικὸς διαβάτης
ἂς εὐλογεῖ τὸ δρόμο σου ὁ Θεός!
Μετφρ. Βασίλη Ι. Λαζανᾶ


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα