και ο σχεδιασμός της αναπτυξιακής περιφερειακής πολιτικής
Η πανδημία της COVID-19 βρήκε την ελληνική οικονομία υπό τη διαδικασία μιας εύθραυστης ανάκτησης της αναπτυξιακής της δυναμικής. Έτσι, η επιβράδυνση της ανάπτυξης στο τελευταίο τρίμηνο του 2019 μετατράπηκε σε ύφεση με το ξέσπασμα της πανδημίας. Παράλληλα η ύφεση αναμένεται να επιταχύνει επιμέρους σημαντικές ανισότητες σε διάφορα επίπεδα, με σημαντικότερες τις περιφερειακές ανισότητες οι οποίες ιστορικά αποτελούν ένα από τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Xαρακτηριστικά σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ Περιφερειακή πολιτική της Ελλάδας μετά το 2020, η Ελλάδα εμφανίζει το 9ο το υψηλότερο επίπεδο περιφερειακών ανισοτήτων σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των 30 χωρών του ΟΟΣΑ ενώ η πανδημία της COVID-19 εκτιμάται ότι θα οξύνει τις περιφερειακές ανισότητες επιταχύνοντας τις ενδοπεριφερειακές αντιθέσεις, ιδιαίτερα για εκείνες τις περιοχές που εξαρτώνται, σχεδόν γραμμικά, από το τουριστικό προϊόν. Για παράδειγμα, η περιφέρεια Κρήτης, παρότι βελτίωσε τους όρους σύγκλισης κατά τη διάρκεια της ύφεσης, ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα νέο κύμα ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειακών ενοτήτων που εξαρτώνται από τον τουρισμό και αυτών που έχουν μεγαλύτερους βαθμούς αυτονομίας.
Έτσι, η συγκράτηση αλλά και η απομείωση των περιφερειακών (και ενδοπεριφερειακών) ανισοτήτων είναι κρίσιμης σημασίας για την βιώσιμη και ισόρροπη ανάπτυξη η οποία και αποτελεί προϋπόθεση για μια ισχυρή οικονομία. Κατάδηλα επομένως είναι απαραίτητη η διαμόρφωση μιας δέσμης περιφερειακών πολιτικών οι οποίες θα πετύχουν τους στόχους της περιφερειακής ανάπτυξης και των διαπεριφερειακών συγκλήσεων, στοιχείο που τονίζει και η Έκθεση του ΟΟΣΑ.
Στο επίπεδο αυτό είναι αναγκαία η εξειδίκευση τοποκεντρικών πολιτικών οι οποίες θα συμπεριλάβουν τις διαφορετικές ομάδες των πληθυσμών και θα είναι ολιστικές από την άποψη των περιοχών. Η χρηματοδότηση των πολιτικών αυτών θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με την αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και τη νέα προγραμματική περίοδο του ΕΣΠΑ 2021-2027, που ούτως ή άλλως έχουν ως στόχο την άμβλυνση των αντιθέσεων. Η λογική της τοπικότητας συνδέεται άμεσα με ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα συμπεριληπτικής ανάπτυξης (inclusive growth) το οποίο κατανέμει την οικονομική ανάπτυξη τόσο κοινωνικά όσο και χωρικά απομειώνοντας τις ανισότητες.
Μια βασική προϋπόθεση είναι οι φορείς σχεδιασμού να χαράξουν πολιτικές που να συνδέονται με το όραμα της μακροπρόθεσμης, συμπεριληπτικής και ισόρροπης ανάπτυξης. Η Περιφέρεια Κρήτης, με άξονα τόσο την περαιτέρω εμπλουτισμό και εμβάθυνση της έξυπνης εξειδίκευσης (RIS3-Crete) όσο και την ολιστική λογική της βελτίωσης των υποδομών του νησιού, προωθεί έναν τέτοιου τύπου περιφερειακό σχεδιασμό. Η επιδίωξη μιας ήπιας τουριστικής ανάπτυξης, η ανάπτυξη του αγροδιατροφικού συμπλέγματος, η επένδυση στην πράσινη οικονομία (ΑΠΕ και Κυκλική Οικονομία), ο χωρικός σχεδιασμός κατανομής των εμβληματικών ιδιωτικών επενδύσεων, η έμφαση στην καινοτομία και την διασύνδεση της έρευνας και της επιχειρηματικότητας, αποτελούν πυλώνες αυτού του σχεδιασμού. Επίσης η προσπάθεια πιο ισχυρής διασύνδεσης του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος Κρήτης με τον περιφερειακό χωροταξικό σχεδιασμό φαίνεται ότι συμβάλει στην απομείωση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων και στην ωρίμανση της λογικής της ισόρροπης και βιώσιμης περιφερειακής ανάπτυξης.
Η λογική της βιώσιμης περιφερειακής ανάπτυξης αποτυπώθηκε τόσο στα ΣΒΑ (Σχέδια Βιώσιμης Ανάπτυξης) όσο και στις ΟΧΕ (Ολοκληρωμένες Χωρικές Ενότητες) που χρηματοδότησαν από το ΕΣΠΑ το σκέλος των υποδομών(κυρίως) και (λιγότερο) της επιχειρηματικότητας. Ενόψει όμως των νέων προκλήσεων, που προβάλουν και εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης του COVID-19, είναι αναγκαίο ένα οριζόντιο Ειδικό Περιφερειακό Πρόγραμμα Ανάπτυξης και Ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού και της επιχειρηματικότητας . Το Πρόγραμμα πρέπει να συντονίζεται με τις ανάλογες δράσεις του ΕΣΠΑ, του ΠΑΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης με στόχο την μεγιστοποίηση του αναπτυξιακού αποτυπώματος των χρηματοδοτήσεων.
Στο πλαίσιο του παραπάνω αναπτυξιακού σχεδιασμού θα πρέπει να δημιουργηθούν νέα εργαλεία δικτύωσης και συμπράξεων των φορέων της επιχειρηματικότητας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων αλλά και των επιχειρήσεων. Τέτοια εργαλεία θα μπορούσαν να έχουν τη μορφή Ολοκληρωμένων Δικτύων Τοπικής ή Κλαδικής Ανάπτυξης που θα ενθαρρύνουν τις διασυνδέσεις και την δικτύωση ευνοώντας τόσο την κλαδική όσο και την χωρική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στην ενδοχώρα της Κρήτης. Οι διασυνδέσεις αυτές θα ευνοήσουν την κινητοποίηση των πολιτισμικών και φυσικών πόρων, να ισχυροποιήσουν την τοπικότητα και το δείκτη διαφορισιμότητας συμπεριλαμβάνοντας και micro ή εναλλακτικές μορφές επιχειρηματικότητας (Κοινωνικούς συνεταιρισμούς, οικοτεχνίες, χειροτέχνες κ.λπ.).
Κρίσιμος παράγοντας στη παραπάνω διαδικασία είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι μικρές και πολύ μικρές. Οι ΜμΕ μπορούν και πρέπει να είναι οι πρωταγωνιστές των παραπάνω Δικτύων ,να συνδεθούν περισσότερο οργανικά με την καινοτομία και την έρευνα, να έχουν την δυνατότητα ενός σχετικά άμεσου ψηφιακού μετασχηματισμού, να δημιουργήσουν νέα καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες και δημιουργούν τοπικές θέσεις εργασίας οι οποίες θα συμβάλλουν στην άμβλυνση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων.
Ο καλός σχεδιασμός όμως δεν οδηγεί σε ανάλογα αποτελέσματα αν δεν είναι προϊόν ουσιαστικής διαβούλευσης με τους παραγωγικούς φορείς και τη κοινωνία ευρύτερα. Ο λόγος για τους θεσμικούς φορείς, τα επιμελητήρια, τις επαγγελματικές ενώσεις και τους συλλογικούς φορείς. Να επεξεργαστούν, να προτείνουν, να διεκδικήσουν για την επόμενη μέρα. Μόνο έτσι το όποιο σχέδιο θα είναι ιδιοκτησία των ανθρώπων της εργασίας και της παραγωγής με σοβαρές πιθανότητες υλοποίησης. Μόνο έτσι θα μεγιστοποιήσουμε την απόδοση των πλούσιων παραγωγικών και οικονομικών πόρων που διαθέτουμε.