Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η ελιά είναι το εμβληματικό δέντρο της λεκάνης της Μεσογείου. Καλλιεργείται εδώ και χιλιάδες χρόνια κατά κανόνα σε φτωχά και οριακά εδάφη.
Οι συνθήκες αυτές της ελαιοκαλλιέργειας, που συνδέονται έμμεσα με τη χαμηλή παραγωγικότητά της, αποτέλεσαν και το βασικό λόγο της αδιάκοπης αναζήτησης νέων καλλιεργούμενων ποικιλιών. Έπειτα δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς πως σε πολλές περιοχές η ελαιοκαλλιέργεια αποτελεί βασικό βιοποριστικό στοιχείο.
Eτσι σήμερα σε κάθε χωριό και σε κάθε όαση καλλιεργούνται ποικιλίες με επιζητούμενα από κάθε περιοχή ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά και με αντίσταση στους βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες. Χρειάστηκαν με άλλα λόγια πολλές χιλιάδες χρόνια για την προσαρμογή της ελιάς στις πεδοκλιματικές συνθήκες καλλιέργειάς της.
Παρόλη την απίστευτη αυτή προσαρμογή η ελιά δυστυχώς δεν έχει την ικανότητα να αμύνεται άμεσα και να επιβιώνει στον φυσιολογικό και οικονομικό αντίκτυπο ενός ταχύτατα εξελισσόμενου δυσάρεστου οικολογικού φαινόμενου , όπως είναι η κλιματική αλλαγή. Κατά συνέπεια η ήδη παρούσα και στη χώρα μας κλιματική αλλαγή είναι σε θέση να κλονίσει συθέμελα την όλη φυσιολογική συμπεριφορά και τις πρακτικές κάθε καλλιεργούμενης ποικιλίας αλλά και να την καταστήσει ευπαθή σε μια σειρά από εχθρούς και ασθένειες.
Ακόμα μπορεί να επιμηκύνει το βιολογικό κύκλο των φυτοπαράσιτων ή να αλλοιώσει τη σύνθεση της ανταγωνιστικής μικροχλωρίδας και μικροπανίδας του βιότοπου της ελιάς αναδεικνύοντας νέα είδη παθογόνων και εχθρών. Κάτι τέτοιο ως αιτία διαπιστώθηκε πρόσφατα από αρμόδια επιστημονική επιτροπή και στην Κρήτη για τη μείωση της παραγωγής και υποβάθμιση της ποιότητας του ελαιόλαδου. Υποστηρίζεται πράγματι, πως οι κλιματικές συνθήκες των τελευταίων χρόνων ευνόησαν την ανάπτυξη της επάρατης ασθένειας από το βακτήριο Xylella fastidiosa και τις προσβολές από το Δάκο της ελιάς. Μάλιστα το 2014 ο Δάκος της ελιάς εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής προκάλεσε σε ορισμένες περιοχές της Ιταλίας μείωση κατά 40% ακόμα και εκμηδενισμό της αναμενόμενης παραγωγής.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελαιοκαλλιέργεια θεωρούνται από πολλούς επιστήμονες καταστρεπτικές, γιατί η σημασία της, όπως αναφέρθηκε, στον οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό τομέα είναι αδιαμφισβήτητη. Η καλλιέργεια της ελιάς έχει θετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Πράγματι συμβάλλει στη διατήρηση της βιοποικιλότητας, στη βελτίωση του εδάφους και στην αντιμετώπισης της ερημοποίησης. Είναι σήμερα γνωστό πως κάθε οργανισμός ή προϊόν εκπέμπει καθόλη τη διάρκεια του κύκλου του μια ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Το άθροισμα της ποσότητας αυτής σε ισοδύναμο άνθρακα είναι το γνωστό αποτύπωμα του άνθρακα. Έχει εκτιμηθεί πως για την παραγωγή ενός λίτρου έξτρα παρθένου ελαιόλαδου το αποτύπωμα του άνθρακα είναι 1,5 κιλά ισοδύναμο CO2. Από την άλλη όμως μεριά η ημιεντατική φυτεία ελιάς ενός στρέμματος με 20 ενήλικα ελαιόδεντρα και μία παραγωγή 100 λίτρων ελαιόλαδου μπορεί να μετριάσει το εκλυόμενο ετησίως στο περιβάλλον CO2 κατά 1, 5 τόνους. Δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη μόνο το αποτύπωμα του άνθρακα η ελαιοκαλλιέργεια συνεισφέρει στην προσπάθεια περιορισμού των αερίων υπερθέρμανσης του πλανήτη που έχουν ως απόληξη την κλιματική αλλαγή.
Είναι κατά συνέπεια αναγκαία η χάραξη στρατηγικής και η διατύπωση μοντέλων πρόβλεψης και μετριασμού του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής στα επόμενα 40 χρόνια για να αποφευχθούν οι δυσάρεστες επιπτώσεις και στην ελαιοκαλλιέργεια. Σε μια καλλιέργεια που αποδεδειγμένα η ύπαρξή της συμβάλλει θετικά στην προστασία του περιβάλλοντος. Διαφορετικά χωρίς να γίνεται κανείς κακός μάντης το εισόδημα του ελαιοκαλλιεργητή θα υποστεί ανυπολόγιστη μείωση και το ο βιότοπος της ελιάς απρόσμενη οικολογική αλλοίωση.