» Claudia Piñeiro
(μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora)
Η γεννημένη το 1960 Κλαούντια Πινιέιρο, παρότι ιδιαιτέρως γνωστή εντός και εκτός Αργεντινής, δεν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά ως τώρα.
Το κενό αυτό ήρθαν να καλύψουν οι εξειδικευμένες στην ισπανόφωνη λογοτεχνία εκδόσεις Carnívora, από τις οποίες κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημά της Η Ελένα ξέρει, που εκδόθηκε το 2007, σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη.
Το θέμα είναι να σηκώσει απλώς το δεξί πόδι μόλις λίγα εκατοστά πάνω απ’ το πάτωμα, να το σπρώξει στον αέρα, ώσπου να βγει μπροστά από τ’ αριστερό, και σ’ αυτή την απόσταση, όση κι αν είναι, πολλή ή λίγη, να το κάνει να κατέβει. Αυτό είναι όλο κι όλο το θέμα, σκέφτεται η Ελένα. Όμως, παρότι το σκέφτεται και ο εγκέφαλος δίνει την εντολή, το δεξί πόδι δεν κινείται. Δε σηκώνεται. Δεν προχωράει προς τα μπρος στον αέρα. Δεν ξανακατεβαίνει. Δεν κινείται, δε σηκώνεται, δεν προχωράει προς τα εμπρός στον αέρα, δεν ξανακατεβαίνει. Αυτό όλο κι όλο. Αλλά δεν το κάνει. Τότε, η Ελένα κάθεται και περιμένει.
Η Ελένα ξέρει, το έμαθε σταδιακά και με τρόπο οδυνηρό, πως ακόμα και η πιο μικρή κίνηση, που άλλοτε ποτέ δεν θα τη σκεφτόταν, τώρα αποτελεί μια τεράστια πρόκληση, όπως το να κατέβει από το κρεβάτι, να σταθεί στα πόδια της, να κινηθεί στο μικρό της σπίτι. Η Ρίτα, η κόρη της, πέθανε ένα απόγευμα που η βροχή ζύγωνε απειλητικά, δεν πάει πολύς καιρός. Από τότε η Ελένα έμεινε μόνη. Η νόσος του Πάρκινσον καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του νευρικού της συστήματος. Λαμβάνει τρία χάπια ημερησίως. Κάπου στο ενδιάμεσο, τα χάπια της χαρίζουν μια υποβοήθηση, έναν καλύτερο έλεγχο του σώματος, χάρη στην έκκριση λεβοντόπας που προξενούν. Γύρω από αυτά τα τρία χάπια καταστρώνει το σχέδιο της κάθε ημέρας. Σήμερα, θέλει να πάρει το τρένο και να κατέβει στο Μπουένος Άιρες, έχει μια σημαντική επίσκεψη να κάνει. Θα ξεκινήσει λίγο αφού πάρει το πρώτο χάπι, θα διασχίσει πεζή την απόσταση μέχρι τον σταθμό, ελπίζοντας να αποφύγει να συναντήσει κάποιον γνωστό στον δρόμο, φοβάται ωστόσο την ουρά έξω από την τράπεζα, καθότι είναι μέρα πληρωμών, όμως πρέπει να περάσει από εκεί, αλλιώς ο κύκλος θα είναι τεράστιος, πέρα από τις σωματικές της αντοχές.
Στο σχετικά μικρό αυτό μυθιστόρημα, η Πινιέιρο πετυχαίνει να καθηλώσει τον αναγνώστη, κυρίως για τον άκρως ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο αποδίδει γλωσσικά και υφολογικά την κάθε στιγμή της Ελένα, τον τρόπο με τον οποίο βιώνει τη νόσο του Πάρκινσον, την έντονη αντίθεση μεταξύ της ταχύτητας με την οποία σκέπτεται και ενεργεί, τον εγκλωβισμό ενός άκρως λειτουργικού μυαλού, με τις δικές του ιδιαιτερότητες, τις δικές του προσλαμβάνουσες, τα δικά του βιώματα, μέσα σ’ ένα σώμα που ολοένα και λιγότερο υπακούει. Η σκιαγράφηση και της παραμικρότερης λεπτομέρειας, η ακρίβεια των λέξεων, η αποτύπωση της κινητικής και ψυχολογικής κατάστασης της Ελένα είναι εντυπωσιακές. Η Πινιέιρο ενσωματώνει τον αναγνώστη στην Ελένα, τον αναγκάζει να κινηθεί μαζί της, να κοιτάξει τον κόσμο με τα δικά της μάτια, να νιώσει τον τρόμο της αδυναμίας σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνη, άμαθος όπως είναι· είπαμε, η Ελένα ξέρει. Με λόγο κοφτό και ακριβή η συγγραφέας θέτει τα ασφυκτικά στενά όρια εντός των οποίων είναι καταδικασμένη να κινείται η πρωταγωνίστριά της, με κάθε λέξη υπενθυμίζει πως δεν υπάρχει επιστροφή από αυτή τη συνθήκη, μόνο επιδείνωση. Πατά στη λεπτή γραμμή του οίκτου αλλά δεν την περνά, αποφεύγοντας τον συναισθηματικό εκβιασμό του αναγνώστη, δεν θέλει τον οίκτο η Ελένα, δεν θέλει ούτε τον θαυμασμό για το θάρρος και την επιμονή της, θέλει απλώς να φτάσει ως εκείνη την πόρτα, μόνη και με τον τρόπο που εκείνη ξέρει.
Το μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται στη διάρκεια μιας ημέρας, είναι ιδιαιτέρως υποβλητικό, γεγονός στο οποίο συμβάλλει τα μέγιστα η συναισθηματικά ουδέτερη και σταθερή αφηγηματική φωνή, χωρίς εξάρσεις, που λειτουργεί ως ένα βαθμό αντιστικτικά με το καθεαυτό περιεχόμενο της αφήγησης. Η Ελένα ξέρει διαθέτει τον απόηχο ενός νουάρ μυθιστορήματος, ενσωματωμένο με τρόπο περίτεχνο στο παρασκήνιο της ιστορίας, που δυναμώνει με το πέρασμα των σελίδων. Ο τρόπος με τον οποίο η Πινιέιρο παρεμβάλει τις απαραίτητες για την πλοκή αναλήψεις του παρελθόντος στο κυρίως σώμα της αφήγησης είναι υποδειγματικός, και της επιτρέπει, μεταξύ άλλων, να εντάξει περαιτέρω διαστάσεις, κυρίως κοινωνικές, στην ιστορία της, αλλά και να χτίσει αργά και σταθερά το σασπένς, οδηγώντας σε μια αναπάντεχη, κυρίως για την ίδια την Ελένα, ανατροπή. Μέσα από την ασθένεια της Ελένα η συγγραφέας αγγίζει και τη σχέση μητέρας‒κόρης, τη στιγμή της αντιστροφής των ρόλων, όταν δηλαδή η Ελένα εξαρτάται πλήρως από τη Ρίτα, ενώ παράλληλα κριτικάρεται ευθέως ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα υγείας, η γραφειοκρατία και τα μικρά γράμματα των ασφαλιστικών συμβολαίων σε μια εποχή ιδιωτικοποίησης της υγείας και πλήρους κατάρρευσης του κράτους πρόνοιας. Το μυθιστόρημα διαθέτει και μια έντονη φεμινιστική ματιά, για το δικαίωμα της γυναίκας στην αυτοδιάθεση του σώματός της, υπενθυμίζοντας πως απέναντί της συχνά στέκονται άλλες γυναίκες.
Η Πινιέιρο, σε λίγες σελίδες, και χωρίς στιγμή να απολύει τον βηματισμό της, διαπραγματεύεται πλείστα ζητήματα και αποδίδει ευδιάκριτα και τους υπόλοιπους, πλην της Ελένα, χαρακτήρες, σ’ ένα σφιχτοδεμένο και συμπαγές σύνολο, που δεν περιορίζεται στην πρόκληση της ενσυναίσθησης. Η Ελένα ξέρει είναι ένα πραγματικά σπουδαίο μυθιστόρημα, παρά τη συναισθηματική δυσφορία που γεννά, δείγμα γραφής μιας ικανότατης συγγραφέως, που δημιουργεί ιδιαίτερη ανυπομονησία για περαιτέρω επαφή με το έργο της.