Γενικά
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στα “Χανιώτικα νέα” ένα αξιόλογο άρθρο με τίτλο “Ελαιοπαραγωγή περιόδου 2019-2020 με τη γλώσσα των αριθμών” από τον Μανώλη Αναγνωστάκη. Στο άρθρο αυτό πέραν των άλλων θέτονταν προς απάντηση και τρία ερωτήματα με πρώτο «Γιατί καρποί χωρίς εμφανή δακοπροσβολή παράγουν υψηλής οξύτητας ελαιόλαδο, ενώ τηρούνται όλες οι ορθές πρακτικές από τους αγρότες και τους ελαιοτριβείς;».
Eύλογο και καίριο ερώτημα. Κι αυτό γιατί στις μέρες μας προκαλεί μεγάλο προβληματισμό σε πολλές ελαιοπαραγωγικές χώρες της Μεσογείου το γεγονός ότι φαινομενικά υγιής ελαιόκαρπος αποδίδει ελαιόλαδο αυξημένης ελεύθερης οξύτητας και πολλές φορές κάκοσμο, παρόλο που τηρούνται κατά το δυνατόν «ευλαβικά» οι προβλεπόμενοι κανόνες ορθής γεωργικής πρακτικής και επεξεργασίας του ελαιόκαρπου. Κι είναι προς τιμή του Μανώλη Αναγνωστάκη, που θέτει τον εναγώνιό του προβληματισμό, με την ελπίδα να αφυπνιστεί η χώρα μας και να σκύψει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στο νέο αυτό κίνδυνο που απειλεί το ελληνικό ελαιόλαδο. Με το άρθρο αυτό θα επιχειρηθεί να δοθεί η σχετική απάντηση με την παράθεση ορισμένων χρήσιμων στοιχείων από την εθνική και παγκόσμια τεχνογνωσία.
Δεν υπάρχει σήμερα στον κόσμο επιστήμονας που να μη θαυμάζει την εκπληκτική πολυποικιλότητα των χημικών συστατικών που περιέχει το «λιπαρόν έλαιον» του Ομήρου, το «έλαιον των πόνων αρωγής» του Πλάτωνα, το «ιερόν έλαιον» των τριών μεσογειακών θρησκειών του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού, το «θείον δώρον» της αναίμακτης θυσίας, όπως το προσδιορίζει ο Ίδιος ο Μεγάλος Κτίστης στο Λευιτικό «Σεμίδαλις έσται το δώρον αυτού και επιχεεί επ’ αυτώ έλαιον». Όπως επίσης δεν υπάρχει κανείς ερευνητής που να ασχολήθηκε με το ελαιόλαδο και να μην υπερθεμάτισε για την αποτελεσματικότητα του «φυσικού αυτού οπού» στην υγεία του ανθρώπου. Κι αυτό το οφείλει στην πολυποίκιλη σύνθεσή του και κυρίως στα λιπαρά οξέα και στην κληρονομική καταβολή της αντιοξειδωτικής δράσης του. Το σκουαλένιο λόγου χάρη , που αποτελεί το 99% του κλάσματος των υδρογονανθράκων, είναι πλέον ξεκαθαρισμένο πως συνδέεται με τη ευνοϊκή επίδραση στην υγεία του ανθρώπου και με τον έλεγχο διαφόρων μορφών του καρκίνου. Πιο συγκεκριμένα το ελαιόλαδο εμπεριέχει κατά μέσο όρο μονοακόρεστα οξέα σε ποσοστό 56,3 – 86,5%, πολυακόρεστα 3,5-21,5%, και κορεσμένα 8,0-23,5%. Τα ελληνικά, τα ιταλικά και τα ισπανικά για παράδειγμα ελαιόλαδα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε ελαϊκό οξύ και χαμηλή σε λινελαϊκό και παλμιτικό. Αντίθετα τα ελαιόλαδα της Τυνησίας παρουσιάζουν μεγάλη περιεκτικότητα σε λινολενικό και παλμιτικό και χαμηλή σε ελαϊκό οξύ. Η περιεκτικότητα του ελαιόλαδου στα τέσσερα βασικά λιπαρά οξέα ανάλογα με την ποικιλία και τις συνθήκες περιβάλλοντος κυμαίνεται για το παλμιτικό οξύ από 7,8-18,8%, το ελαϊκό 58,5-83,2%, το λινελαϊκό 2,8-21,1% και το λινολενικό 0,42-1,91%. Στην αξιοθαύμαστη τελική σύνθεσή του ελαιόλαδου συμμετέχουν κοντά μερικές εκατοντάδες χημικές ουσίες. Μόνο στα πτητικά κλάσματα των παρθένων ελαιόλαδων έχουν αναγνωριστεί κατά προσέγγιση 200 χημικές ενώσεις. Και δεν είναι τυχαίο πως οι «εραστές» της γενετικής μηχανικής ξημεροβραδιάζονται στα εργαστήρια για να δημιουργήσουν με τα χαρακτηριστικά του ελαιόλαδου γενετικά τροποποιημένο προϊόν. Το ελαιόλαδο δεν είναι μια απλή λιπαρή ουσία. Πρόκειται για έναν «φυσικό χυμό», που παράγεται με μηχανική και χωρίς καμία χημική επέμβαση διαδικασία. Κι αυτό είναι το πλεονέκτημά του.
Η ελεύθερη οξύτητα ως κριτήριο
της ποιότητας του ελαιόλαδου
Είναι γνωστό πως η ποιότητα ενός προϊόντος είναι το σύνολο των ανεξάρτητων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων του, που το καθιστούν αποδεκτό από τον καταναλωτή. Πρέπει να ειπωθεί πως για το πολύτιμο για την Ελλάδα «αγαθό», το ελαιόλαδο, λόγω της πολυποικιλότητας της χημικής σύνθεσής του είναι δύσκολη η χάραξη αναλυτικής σειράς κανόνων διασφάλισης της επιθυμητής ποιότητάς του.
Πολύ γενικά τα κριτήρια της ποιότητας του ελαιόλαδου εστιάζονται στην ελεύθερη οξύτητα, στην φασματοφωτομετρική εξέταση στην υπεριώδη ακτινοβολία, στον αριθμό των υπεροξειδίων, στην υγρασία, στα πτητικά συστατικά ,στις αδιάλυτες σε πετρελαϊκό αιθέρα προσμίξεις , στα ίχνη μετάλλων και στην οργανοληπτική αξιολόγηση. Με την φασματοφωτομετρική εξέταση στην υπεριώδη ακτινοβολία μετριέται ο συντελεστής απορρόφησης της ακτινοβολίας αυτής σε μήκος κύματος 232 nm (νανόμετρα), που είναι ο γνωστός δείκτης των αρχικών σταδίων οξείδωσης Κ232. Υπολογίζεται επίσης ο συντελεστής απορρόφησης της ίδιας ακτινοβολίας σε μήκος κύματος 270 nm, που είναι ο δείκτης προχωρημένου σταδίου οξείδωσης ο γνωστός Κ270. Τέλος μετριέται και ο συντελεστής ΔΚ που είναι ο δείκτης πρόσμιξης με άλλα ελαιόλαδα.
Στην πράξη βέβαια και ιδιαίτερα στο εμπόριο δυστυχώς κατά κανόνα λαμβάνεται μόνο το κριτήριο της ελεύθερης οξύτητας. Η ελεύθερη οξύτητα δεν είναι τίποτα άλλο από τα ελεύθερα λιπαρά οξέα που προέρχονται από τη υδρόλυση των ουδέτερων τριγλυκεριδίων. Η μέτρηση της στις αγοραπωλησίες γίνεται συνήθως «εμπειρικά», τη στιγμή που υπάρχουν σήμερα στην αγορά φτηνά και εύχρηστα ηλεκτρονικά όργανα μεγάλης ακρίβειας, με τα οποία προσδιορίζονται και τα υπεροξείδια και οι πολυφαινόλες.
Βασικός παράγοντας αύξησης της ελεύθερης οξύτητας στο ελαιόλαδο είναι η παρουσία ελεύθερων λιπαρών οξέων. Κι αυτό γίνεται με την υδρόλυση των τριγλυκεριδίων (τριακυλογλυκερόλες). Γενικά με το όρο υδρόλυση χαρακτηρίζεται η διαδικασία κατά την οποία διασπώνται οι χημικοί δεσμοί μιας ένωσης με την προσθήκη νερού. Πράγματι κατά την υδρόλυση παράγεται ένα μόριο γλυκερίνης και τρία μόρια λιπαρών οξέων. Μπορεί όμως σε λιγότερο ποσοστό να σχηματιστούν λιπαρά οξέα μικρής αλυσίδας, όπως το οξικό, το προπιονικό, το βουτυρικό, το ισοβουτυρικό και άλλα, που με άλλες κάκοσμες ουσίες προσδίδουν στο ελαιόλαδο τη γνωστή «ταγκάδα». Οι παράγοντες που ευνοούν την υδρόλυση είναι η υγρασία, η θερμοκρασία, τα ένζυμα και ιδιαίτερα η λιπάση της οικογένειας των στερασών και οι διάφοροι παθογόνοι ή μη μικροοργανισμοί. Η λιπάση απαντάται φυσιολογικά στον ελαιόκαρπο και δρα μόνο στην περίπτωση λύσεως των ιστών από μωλωπισμούς. Κύριες αιτίες μικρομωλωπισμών είναι ο άνεμος, το χαλάζι, ο παγετός, το θερμικό , υδατικό και τροφικό στρες, η λανθάνουσα προσβολή διάφορων παθογόνων ,τα δοκιμαστικά νύγματα του δάκου και άλλων εχθρών και η διαταραχή της ποιοτικής και ποσοτικής σύνθεσης της μικροβιοκοινότητας της καρπόσφαιρας των ελαιόδεντρων.
Πράγματι με τους μικρομωλωπισμούς του ελαιόκαρπου εισέρχεται οξυγόνο και εντείνεται η ενζυματική δράση, οπότε με την αλλοίωση της προστατευτικής στοιβάδας των ελαιοσινών τα κυτταρικά ελαιοσώματα, στα οποία είναι έγκλειστες οι απόθετες τριακυλογλυκερόλες γίνονται ευάλωτα. Κάτω από ακραίες μικροκλιματικές συνθήκες είναι διαπιστωμένο σήμερα, πως διαταράσσεται η αρμονική ισορροπία του βιοφίλμ του επικαρπίου του ελαιοκάρπου και εκδηλώνονται σε εντονότερο βαθμό τα ανταγωνιστικά φαινόμενα των διαφόρων μικροοργανισμών. Στον ανταγωνισμό δε αυτό το βασικό μέσο τους είναι η λιπολυτική λιπάση. Η επαφή των τριγλυκεριδίων με το νερό στις περιπτώσεις μεγάλης υγρασίας απολήγει στην υδρόλυση. Παράλληλα δε η μεγάλη υγρασία υποβοηθάει τη δράση των λιπολυτικών ενζύμων και των διαφόρων μικροοργανισμών. Ακόμα έχει βρεθεί πως οι υψηλές θερμοκρασίες ευνοούν την λιπολυτική δράση των ενζύμων. Το εγγενές για παράδειγμα ένζυμο του ελαιόκαρπου η λιπάση ευνοείται ιδιαίτερα από θερμοκρασίες 35°-40°C.
Δεκέμβρης 2019.Ελαιόκαρπος «Λιανολιάς» μωλωπισμένος από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Η σάρκα του κομμένου ελαιόκαρπου χωρίς καμία αλλοίωση. Ο ελαιόκαρπος αυτός έδωσε μεγαλύτερη ελεύθερη οξύτητα , παρόλο που τηρήθηκαν σχολαστικά οι κανόνες ορθής γεωργικής πρακτικής και επεξεργασίας του.
Για τους περισσότερους μικροοργανισμούς της καρπομικροχλωρίδας το καλλίτερο μέσο ανταγωνισμού είναι η παραγωγή του λιπολυτικού ενζύμου της λιπάσης. Έτσι λοιπόν πέρα από την ενδογενή λιπάση προστίθεται και η εξωγενής ή εξωκυτταρική των διαφόρων εκτοφυτικών , παθογόνων και πιθανόν και των ενδοφυτικών μικροοργανισμών. Αυτό σημαίνει στην απλή γλώσσα εντονότερη εκδήλωση του φαινομένου της υδρόλυσης και κατά συνέπεια αύξηση της ελεύθερης οξύτητας και αλλοιώσεις των ποιοτικών χαρακτηριστικών του ελαιόλαδου.
Βέβαια το φαινόμενο της υδρόλυσης με όλες τις δευτερεύουσες επιδράσεις του συνεχίζεται σε εντονότερο βαθμό και όταν:
• Ο ελαιόκαρπος παραμένει στα δίχτυα ελαιοσυλλογής για πολύ καιρό, ή πληγώνεται κατά το ράβδισμα.
• Περιέχει χώματα και είναι προσβεβλημένος από το δάκο και από διάφορες ασθένειες. Στα χώματα ενδημούν πολλοί εκτόφυτοι και παθογόνοι μικροοργανισμοί που χαρακτηρίζονται για την παραγωγή λιπάσης.
• Μεταφέρεται σε ακατάλληλα μέσα συσκευασίας. Πρέπει ναι σημειωθεί πως αποτελεί ενέργεια παραδειγματισμού η παροχή δωρεάν σάκων γιούτας από τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Ελαιουργείου Παλαιοχώρας.
• Παραμένει μη σωστά αποθηκευμένος για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν την επεξεργασία.
• Η μάλαξη της ζύμης στο ελαιουργικό συγκρότημα γίνεται σε υψηλότερη από την προβλεπόμενη θερμοκρασία και διαρκεί περισσότερο από τον κανονικό χρόνο. Πράγματι η μάλαξη πάνω από μια ώρα σε θερμοκρασία πάνω από 30-32 ºC, ευνοεί, όπως αναφέρθηκε, τη δράση της λιπάσης.
• Η υγρασία στο ελαιόλαδο είναι πάνω από 0,05%.
• Δεν γίνεται σωστή αποθήκευση και μετάγγιση του ελαιόλαδου.
Τονίστηκε ήδη και επισημάνθηκε και από το Μανώλη Αναγνωστάκη πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονος προβληματισμός για την αύξηση της ελεύθερης οξύτητας σε ελαιόλαδο που παράγεται από φαινομενικά υγιή ελαιόκαρπο. Πρόσφατες μελέτες που έγιναν στην Ιταλία στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στην Τυνησία δείχνουν πως η αποϊσορρόπηση της ποιοτικής, ποσοτικής και εποχιακής διακύμανσης της παρουσίας των διαφόρων ειδών των μικροοργανισμών στην καρπόσφαιρα, λόγω των ακραίων αλλαγών του μικροκλίματος αποτελεί εν δυνάμει βασικό παράγοντα αύξησης της ελεύθερης οξύτητας του ελαιόλαδου. Ακόμα δεν αποκλείεται και το ενδεχόμενο λόγω ειδικών συνθηκών παραγωγής τοξινών από τοξινογόνους μικροοργανισμούς. Κινδυνεύει τέλος λόγω της αλλοίωσης της φυσιογνωμίας της ενδοφυτικής μικροβιοκοινότητας να ακυρωθούν τα πλεονεκτήματα που παρέχει ο ενδοφυτισμός για το ελαιόδεντρο, ή ακόμα να προκληθεί υποβάθμιση της ποιότητας του ελαιόλαδου.
Βρέθηκε για παράδειγμα στην Ιταλία, ύστερα από μελέτη της μικροβιακής σύστασης της καρπόσφαιρας του ελαιόκαρπου πως τον Ιούνη δεσπόζει ο σαπρόφυτος μύκητας Aureobasidium pullulans με ποσοστό 56,7%. Ακολουθούν οι εκτόφυτοι μύκητες του γένους Cladosporium με ποσοστό 28,1 % και σε μικρότερο ποσοστό οι σαπρόφυτοι μύκητες των γενών Alternaria, Devriesia, Eudorluca Hormonema Massarina. Phaeosphaeria και Toxicocladosporium. Αντίθετα το Δεκέμβρη σε ελαιόκαρπο χωρίς συμπτώματα κυριαρχούσαν οι παθογόνοι μύκητες Colletotrichum sp. και Pseudocercospora cladosporioides, ο εκτόφυτος Aureobasidium pullulans, και τα σαπρόφυτα είδη των γενών Alternaria, Cladosporium , Devriesia, Dissoconium, Eudorluca. Fusarium και Toxicocladosporium. Οι περισσότεροι από τους μύκητες αυτούς παράγουν εξωκυτταρική λιπάση.
Σε άλλη μελέτη διαπιστώθηκε η παρουσία των εκτόφυτων μυκήτων Alternaria sp. , Antennariella sp. , Aureobasidium sp., Capnodium elaeophilum, Capnodium salicinum, Cladosporium sp. , Limacinula oleae, Meliola sp. και Scorias sp. , που παράγουν σε συνθήκες αποϊσορρόπησης της καρπομικροχλωρίδας το ένζυμο λιπάση.
Ταυτοποιήθηκε η συμμετοχή στην καρπόσφαιρα και των μυκήτων των γενών Actinomyces, Aspergillus, Paecilomyces, Penicillium, Rhizopus και Verticillium , καθώς και τα είδη Acremonium alternatum, Aspergillus flavus, Aspergillus fumigatus, Aspergillus nidulans, Aspergillus niger, Aspergillus terreus, Humicola lanuginosa, Mucor hiemalis, Mucor miehei, Penicillium chrysogenum , Penicillium cyclopium, Penicillium expansum, Penicillium funiculosum, Penicillium notatum, Penicillium restrinctum, Penicillium roquefortii, Rhizopus arrhizus, Rhizopus nigricans, Rhizopus oligosporus, Rhizopus omothalicus, Sporotrichum thermofile Talaromyces emersonii. Σχεδόν όλοι οι μύκητες αυτοί διακρίνονται για την ικανότητα παραγωγής της λιπάσης. Μάλιστα μερικά είδη του γένους Aspergillus και Penicillium κάτω από ειδικές μικροκλιματικές συνθήκες παράγουν επικίνδυνες μυκοτοξίνες, όπως για παράδειγμα ο Aspergillus flavus που σε θερμοκρασία 37ο C παράγει την αφλατοξίνη Β, ο θερμόφιλος Aspergillus fumigatus τη γλοιοτοξίνη και o Penicillium expansum την πατουλίνη.
οι ζυμoμύκητες Candida rugosa , Candida cylindracea, Candida paralipolytica, Candida sp., Cryptococcus sp., Debaryomyces sp., Pichia sp., Rhodotorula, Saccharomyces cerevisiae, Saccharomycodes sp., Wickerhamiella sp.,Yarrowia lypolitica, που απομονώνονται από την καρπόσφαιρα του ελαιόκαρπου διακρίνονται για την ευχέρεια παραγωγής της εξωκυτταρικής λιπάσης.
Από τα βακτήρια που συμμετέχουν στη σύνθεση της καρπόσφαιρας του ελαιοκάρπου τα είδη των γενών Aerobacter, Achromobacter, Bacillus, Clostridium, Corynebacterium, Escherichia, Lactobacillus, Micrococcus, Pseudomonas και Serratia, καθώς και τα είδη Bacillus coagulans, Bacillus mycoides, Pseudomonas pseudomallei. Pseudomonas aeruginosa και άλλα είναι ικανά , κάτω από ειδικές συνθήκες, να παράξουν τη λιπάση.
Στα τέλη του 2018 έρχεται στο φως της δημοσιότητας μία ενδιαφέρουσα μελέτη πορτογάλων ερευνητών . Στη μελέτη αυτή ερευνάται η ποσοτική, η ποιοτική και η εποχική παρουσία των ενδοφύτων μυκήτων στη φυλλόσφαιρα διαφόρων καλλιεργούμενων ποικιλιών ελιάς στην περιοχή Alentejo της Πορτογαλίας. Ως γνωστό οι ενδόφυτοι μικροοργανισμοί μύκητες ή βακτήρια γνωστοί και ως ενδοσυμβιώτες διαβιούν στους ιστούς των φυτών συμβιοτικά χωρίς να προκαλούν ασθένεια . Αντίθετα επιδρούν ευνοϊκά στην ανάπτυξη των φυτών και τα καθιστούν ανθεκτικά στις διάφορες ασθένειες , στους εχθρούς και στα φυτοφάγα ζώα ,καθώς και στο θερμικό , διατροφικό και υδατικό στρες. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως ενδοφυτισμός και είναι πολύ υποσχετικό στο πλαίσιο χάραξης οικολογικών προγραμμάτων για την αντιμετώπιση της βιοτικής και αβιοτικής καταπόνησης των φυτών. Κατά κανόνα η σύνθεση της βιοκοινότητας των ενδόφυτων μικροοργανισμών επηρεάζεται σημαντικά από τη φυσιολογία του φυτού, την ενδεχόμενη προσβολή του από ασθένειες ,τις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες και την ανθρώπινη παρέμβαση. Στην ελιά ταυτοποιήθηκαν 26 είδη ενδόφυτων μυκήτων . Μάλιστα το φθινόπωρο η ποσοτική και η ποιοτική παρουσία των ενδόφυτων αυτών ήταν πολύ μεγαλύτερη. Συγκεκριμένα προσδιορίστηκαν από το γένος Alternaria 4 είδη τα Alternaria alternata, Alternaria compacta, Alternaria infectoria και Alternaria murispora. Από το Cladosporium 5 τα Cladosporium cladosporioides, Cladosporium delicatulum, Cladosporium herborium, Cladosporium pseudocladosporioides και Cladosporium tenellum, από το Fusarium 4 τα Fusarium verticillioides, Fusarium lateritum, Fusarium musae και Fusarium tricinctum, το Leptosphaerulina 4 τα Leptosphaerulina australi, Leptosphaerulina americana, Leptosphaerulina trifolii και Leptosphaerulina saccharicola, το Penicillium 3 τα Penicillium echinulatum, Penicillium expansum και Penicillium spinulosum, το Peniophora 2 τα Peniophora cinerea και Peniophora lycii, το Phoma 2 τα Phoma macrostoma και Phoma herbarum και από το Stemphylium 2 τα Stemphylium vesicarium και Stemphylium solani.
Επίλογος
Δεν χρειάζεται η παράθεση περισσότερων στοιχείων για να αποδειχθεί πως οι δυσμενείς κλιματικές συνθήκες και ιδιαίτερα σε επίπεδο μικροκλίματος μπορούν να προκαλέσουν αποϊσορρόπηση των εποίκων της καρπόσφαιρας στην ελιά και στη συνέχεια μέσω της υδρόλυσης αύξηση της ελεύθερης οξύτητας στο ελαιόλαδο το παραγόμενο από φαινομενικά υγιή ελαιόκαρπο. Είναι ακόμα ευνόητο πως στις περιπτώσεις χαλάρωσης των κανόνων ορθής γεωργικής πρακτικής στην ηρτημένη εσοδεία, στη συλλογή, στη μεταφορά, στην αποθήκευση και στην επεξεργασία του ελαιοκάρπου η ποιότητα του παραγόμενου ελαιόλαδου μπορεί να υποβαθμιστεί ακόμα περισσότερο. Η Μεσόγειος είναι η κατ εξοχήν καλλιεργούμενη από την ελιά γεωγραφική ζώνη. Το φαινόμενο του ενδοφυτισμού στην ελιά έχει μελετηθεί ελάχιστα. Είναι άγνωστη ακόμα η συνέπεια από τη διατάραξη της ισορροπίας των συμμετεχόντων μικροοργανισμών στην ενδοφυτική βιοκοινότητα. Αυτό σημαίνει πως είναι επιτακτική η ανάγκη να ερευνηθεί σε βάθος το φαινόμενο αυτό και ιδιαίτερα στη χώρα μας γιατί οι επικρατούσες τα τελευταία χρόνια ακραίες κλιματικές συνθήκες και η αλόγιστη ανθρώπινη παρέμβαση μπορεί να επιδράσουν αρνητικά στους εποίκους της ενδοφυτοκοινωνίας. Κι είναι κρίμα πριν ακόμα τους ταυτοποιήσουν οι ειδικοί να δούμε να αλλοιώνεται η βιοκοινότητά τους και να μετατρέπονται ενδεχόμενα σε παράγοντες υποβάθμισης της ποιότητας του ελαιόλαδου.
Στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της βήματα και η μελέτη της συμπεριφοράς της καρπόσφαιρας του ελαιοκάρπου. Κι αν η Πολιτεία συνεχίσει να «βαυκαλίζεται στην αιώρα της προσκαιρότητας και του ωχαδερφισμού , όπως στην περίπτωση της δακοπροστασίας του 2019 που οδηγήθηκε σε πλήρη αποτυχία και για την ενδεχόμενη νέα απειλή, τότε ο κίνδυνος για την ελληνική ελαιοπαραγωγή θα είναι απροσμέτρητος. Θα «τρίβει τα μάτια της» πολύ σύντομα αν επιλέξει και πάλι την απραξία και την απρονοησία των «Δέκα Παρθένων».
Ήδη σε πολλές μεσογειακές χώρες δοκιμάζονται λύσεις περιορισμού των εποίκων της καρπόσφαιρας του ελαιόκαρπου με τη χρήση ενεργού ή οζονισμένου νερού στην ηρτημένη παραγωγή ή στη φάση πλύσης του προς επεξεργασία ελαιοκάρπου ή για τον καθαρισμό του ελαιουργικού συγκροτήματος. Γίνεται ακόμα προσπάθεια χρησιμοποίησης της ακτινοβολίας γ για τον ίδιο σκοπό σε αποθηκευμένο πριν την επεξεργασία ελαιόκαρπο .Παράλληλα στα πειράματα αυτά ελέγχεται και η επίδραση των τεχνικών αυτών στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελαιόλαδου. Είναι πια καιρός η Πολιτεία να κινητοποιήσει του πολύτιμο γεωργοερευνητικό επιστημονικό προσωπικό που διαθέτει, ώστε να βρεθεί η ιδεώδης αποτελεσματική λύση για την ελληνική ελαιοκαλλιέργεια πριν το κακό φτάσει για άλλη μια φορά στο απροχώρητο. Σ΄ αυτή δε την περίπτωση το Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου Χανίων στελεχωμένο ήδη με νέο ερευνητικό και επιστημονικό προσωπικό μπορεί να προσφέρει πολλά. Ήδη επί των ημερών του γράφοντος το εργαστήριο Φυτοπαθολογίας και Οικοτοξικολογίας πρωτοποριακά ξεκίνησε την ταυτοποίηση των εποίκων της βιοκοινότητας της φυλλόσφαιρας της ελιάς με προσβολή από καπνιά και είχε καταρτίσει προγράμματα για την ποιοτική, ποσοτική και εποχική διακύμανση των μυκήτων στη φυλλόσφαιρα και καρπόσφαιρα της Λιανολιάς και της Τσουνάτης Η προσπάθεια αυτή πρέπει να επανακινηθεί. Οψόμεθα.
Ο Δρ Βαγγέλης Α. Μπούρμπος είναι
γεωπόνος ερευνητής, φυτοπαθολόγος,
οικοτοξικολόγος
Είναι η οξύτητα του ελαιόλαδου επικίνδυνη για την υγεία ή όχι;
Αν δεν είναι, ποιος νοιάζεται;
Να το φάμε θέλουμε, όχι να το πουλήσουμε στον Bill Gates για αμβροσία…
Ποιο ποσοστό οξύτητας θεωρείται ανεκτό;
Είναι το 0,8% εντάξει;
Και για ποιο λόγο δεν μετράται ο δείκτης πρόσμειξης με άλλα λάδια στο Ελλαδιστάν;
Για να τα νοθεύουν ελέυθερα;;;