Εδώ και χρόνια ο κυρ-Αποστόλης Σταύρου. Ξωμάχος. Μεροκαματιάρης σκαφτιάς. Κόντευε εξήντα ετών. Με ροζιασμένα δάχτυλα. Αγαπούσε τη γη σαν νάτανε η οικογένειά του.
Oι Γερμανοί είχανε σκοτώσει σε αντίποινα την Κατοχή τους άκακους σαν αρνιά γονιούς του, το Σταυρογιώργη και τη Δέσποινα, Θεός σχωρέστους. Και τον πρωτότοκο αδελφό του, το Θεοφάνη, τα φουρτουνιασμένα κύματα, μια Μεγάλη Πέμπτη πριν χρόνια, σε ένα ναυάγιο στον Ατλαντικό τον σκεπάσανε και δεν τον ξανάδε ανθρώπου πρόσωπο. Το στερνοπούλι τους δε, η Πανωραία, παντρεμένη από τα 16 της, ζει στην Αθήνα και μεγαλώνει χήρα πια μέθυσου και ξενοκοίτη, παιδιά κι εγγόνια.
Αφού δεν τον είχε αξιώσει ο Θεός ακόμη δική του φαμελιά, τις αγαπούσε τις ελιές του ο Αποστόλης. Ήταν και κληρονομιά του κύρη του. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στο χωράφι του. Στα 12 μουρέλλα πούχε φυτεμένα είχε δοθεί ολάκερος. Με ψυχή και σώμα. Δε λογάριαζε κανέναν κόπο. Χειμώνα, καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο, κάθε μέρα ήταν η μόνη του συντροφιά κι ασχολία. Πότε ξεχέρσωνε, πότε ξελακκούδιζε, πότε ράβδιζε, πότε πότιζε, πότε σκάλιζε, πότε λίπαινε και κλάδευε, δάκος κι άλλες αρρώστιες να μην τις πλήττουνε.
Κάθε ελιά είχε και το δικό της όνομα, «Σταυρογιώργης», «Δεσποινιώ», «Θεοφάνης», «Πανώρια», «Βιόλα», «Λενιώ», «Φιλιώ», «Προβατοχορτού», «Νερορουφένια», «Λιανοκλαδένια», «Θοδωρού» και «Άκλερη», πρόσωπα αγαπημένα ή παρανόμια βγαλμένα μέσα από την καθημερινή τριβή.
Κι όσο τις αγαπούσε εκείνος και τις φρόντιζε, άλλο τόσο εκείνες πιστές τούδιναν τους καρπούς τους και το λάδι να πορεύεται. Ευγνώμονας ο Αποστόλης κάθε Κυριακή, στο εικόνισμα της γέννησης του Σωτήρος, στο ξωκλήσι του Άη – Σέργη, το Μεγαλοδύναμο Πλάστη δοξολογούσε.
Και τα απομεσήμερα, στον ίσκιο μιας γέρικης ελιάς στο διπλανό χωράφι δροσιά κι ανάπαυση γύρευε κι έβρισκε. Στο διπλανό χωράφι, που -καθώς λέγανε- ήταν προίκα ενός μεγαλοδικηγόρου από την Πόλη, του σιορ- Λιβαδόθαρρου, μα κείνος προτιμώντας τα φτιασίδια της πρωτεύουσας έδινε τις ελιές συμισιακές με τον κυρ- Αποστόλη και δεν πατούσε το πόδι του στο χωριό. Κι ο Αποστόλης, που τούτη την ελιά την είχε ονοματίσει «Ακριβόθωρη», κρυφά και πιο πολύ από τις καταδικές του την αγαπούσε.
Κι όταν έμαθε πως ο Λιβαδόθαρρος πουλά τις ελιές του, καμιά εικοσαριά ρίζες, για να πολιτευτεί, έβαλε στόχο της ζωής του να μαζέψει χρήματα να τις αγοράσει. Κόβει το τσιγάρο, τον έχασε ο ταβερνιάρης, βρούβες ήταν το μεσημεριανό και βραδινό του πιάτο, μαχαίρι πια στο κουμάρι, ξεπουλά όσο -όσο και κάτι παλιά έπιπλα για να συγκεντρώσει το ποσό.
Συνήθειες μιας ζωής για χάρη της «Ακριβόθωρης» άλλαζε. Παραμονές Χριστουγέννων, έξι μήνες αφότου έμαθε τις προθέσεις του δικηγόρου, είχε μαζέψει τα λεφτά κι ήταν έτοιμος να κατέβει στην Πόλη να τον βρει. Πηγαίνοντας, όμως, κείνο το βροχερό πρωινό στο λιόφυτο, βλέπει τα πάντα συρματοπλεγμένα και μια τσίγκινη πινακίδα με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Αργοδιαβάζει: «Ε-Π-Ω-Λ-Η-Θ-Η»… Και πίσω από τα συρματοπλέγματα, που σε λίγο καιρό έμελλε να προφύλαγαν πολυτελή βίλα, ένα μαύρο λυκόσκυλο σαν λυσσασμένο γάβγιζε σε όποιον πλησίαζε.
«Ε-Π-Ω-Λ-Η-Θ-Η». Σίμωσε τα σταλίκια. Κοντοστάθηκε στα αγκαθωτά σύρματα. Έστρεψε το βλέμμα μπουκωμένος από πίκρα κι απόγνωση προς τον ουρανό και την «Ακριβόθωρη», που δεν μπορούσε να ξαναγκαλιάσει ποτέ πια. Τον έπιασαν αναφιλητά μικρού παιδιού, είχε να κλάψει από το χαμό του Θεοφάνη τους, και τούτα τα λόγια ξεστόμισε πνιγμένος στο παράπονο:
«Κιαν σκαντζοχοίρου αγκαθιές, μικρή μου, σε πλέξανε
να μη σ΄ αγγίζω, τα μάθια σου ποθώ, που με μπλέξανε!»
Κανείς δεν τον άκουγε, καθώς το σκυλί αφηνιασμένο κι αδιάφορο για τον πόνο του Αποστόλη συνέχιζε να γαβγίζει…