Η χώρα σήμερα βιώνει το τρίτο κατά σειρά μνημόνιο μέσα σε επτά χρόνια οικονομικής κρίσης, φήμες κάνουν λόγο για τέταρτο, όταν για τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είχαν υπογράψει μνημόνια συνεργασίας με τους θεσμούς, ήδη αποτελούν παρελθόν. Eίναι γεγονός ότι η οικονομική κρίση στην χώρα μας βαθαίνει όλο και περισσότερο και όπως διαφαίνεται έχει φτάσει σε σημείο καμπής. 7 χρόνια χωρίς πλεόνασμα Κατά την υπογραφή του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου υπήρχε η κοινή πεποίθηση Ελλήνων και Ευρωπαίων εταίρων ότι με αξιοποίηση του Ελληνικού πλούτου και της δημόσιας περιουσίας, με εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και την προσέλκυση νέων επενδύσεων θα μπορούσε αρχικά η χώρα να έχει ένα πλεονασματικό προϋπολογισμό ώστε να ξεκινήσει να αποπληρώνει το εξωτερικό της χρέος.
Ομως από το 2009 έως και σήμερα, παρά τα μνημόνια και την εφαρμογή σκληρών μέτρων, καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε να περιορίσει ουσιαστικά τις ετήσιες δαπάνες της ώστε να είναι λιγότερες από τα έσοδα του κράτους εκτός μιας εξαίρεσης το 2014 όπου καταγράφηκε πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 0,4%. Με αυτές τις επιδόσεις καταλαβαίνουμε προφανώς πόσο ουτοπικό φαντάζει η χώρα να εμφανίσει ετήσιο πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα τουλάχιστον τρία χρόνια, το οποίο και αποτελεί κρίσιμο σημείο στην τρέχουσα διαπραγμάτευση.
Ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια δεν φαίνεται να γίνεται κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις, για προσέλκυση νέων επενδύσεων και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, ώστε να τονωθούν τα κρατικά ταμεία και η οικονομία. Αντιθέτως όλο το βάρος για την αύξηση των κρατικών εσόδων έχει δοθεί στον φορολογικό τομέα και κυρίως στους έμμεσους φόρους.
Ως έμμεσοι φόροι χαρακτηρίζονται οι φόροι σε προϊόντα, αγαθά και υπηρεσίες που καταναλώνονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Γι’ αυτό άλλωστε θεωρούνται άδικοι καθώς ο καταναλωτής επιβαρύνεται με το ίδιο ποσό φόρου για την αγορά του ίδιου προϊόντος είτε είναι εύπορος είτε οικονομικά αδύνατος. Συνθήκες φτώχειας για πάνω από 2 εκατομμύρια Ελληνες Ομως το συνεχώς αυξανόμενο πρόβλημα στην χώρα μας είναι ότι όλο και περισσότερα νοικοκυριά δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις απαραίτητες πάγιες ανάγκες τους και αναγκάζονται να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Χωρίς να υπάρχει καμία προοπτική να αυξήσουν το εισόδημά τους, εξαιτίας της διατήρησης της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα και του αυξανόμενου κόστους ζωής λόγω φόρων, οδηγούνται στην εξαθλίωση και στην κοινωνική απομόνωση. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) σε έρευνα που ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2016, το 21,4% του πληθυσμού της χώρας μας βρίσκετε κάτω από το όριο φτώχειας, ποσοστό το οποίο μεταφράζεται σε 2.223.000 συμπολίτες μας οι οποίοι ζουν με ετήσιο ατομικό εισόδημα μικρότερο από 4512€, δηλαδή με λιγότερα από 376€ τον μήνα. Να σημειώσουμε ότι το όριο φτώχειας είναι διαφορετικό για κάθε χώρα καθώς αποτελεί το 60% του μέσου ετήσιου εθνικού εισοδήματος της και το οποίο μειώνεται όσο ελαττώνεται και το ΑΕΠ της χώρας. Παρότι ο ένας στους τέσσερις Ελληνες ζει κάτω από όριο φτώχειας, η ανασφάλεια, ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση και η αδυναμία πρόσβασης στις νέες τεχνολογίες τους στερούν την δυνατότητα να οργανωθούν όλοι μαζί και να διεκδικήσουν ενεργά ένα καλύτερο μέλλον.
Ταυτόχρονα μικρότερες σε μέλη επαγγελματικές ομάδες προσπαθούν να διατηρούν τα κεκτημένα τους και δεν διστάζουν να εναντιωθούν ή ακόμα και να συγκρουστούν με οποιαδήποτε άλλη ομάδα απειλήσει τα συμφέροντα τους. Πρόσφατο παράδειγμα η σκληρή κόντρα ναυτικών-αγροτών εξαιτίας της ακινητοποίησης των πλοίων και των σοβαρών επεισοδίων που προκάλεσαν οι αγρότες με πυρπόληση εκδοτηρίων. Επίσης στην κόντρα με τους ναυτικούς συμμετείχαν και πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κρήτη, οι οποίες κατάφεραν και έσπασαν την απεργία των ναυτεργατών ναυλώνοντας πλοίο ώστε να τροφοδοτήσουν τα καταστήματα τους και να καλύψουν επιτυχώς την έλλειψη αγαθών που είχε προκληθεί στην αγορά. Η χώρα ήδη έχει εισέλθει σε τροχιά μιας νέας κρίσης η οποία απειλεί σοβαρά την κοινωνική συνοχή της, καθώς η σημαντική μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος η ανεργία και η αύξηση των φόρων οδηγεί μεγάλο μέρους του ενεργού δυναμικού της χώρας στην φτωχοποίηση και την περιθωριοποίηση.
Οι χαμηλοσυνταξιούχοι και οι νέοι με χαμηλό εισόδημα ξέρουν ότι ένα εφάπαξ επίδομα των 300€ δεν αποτελεί λύση γι’ αυτούς. Οι μεν συνταξιούχοι έχουν ανάγκη από ένα αξιοπρεπές ιατροφαρμακευτικό σύστημα υγείας και περίθαλψης, οι δε νέοι και οι άνεργοι ίσες ευκαιρίες για εκπαίδευση, επαγγελματική κατάρτιση και ανάδειξη των δεξιοτήτων τους ώστε να διεκδικήσουν αξιοκρατικά νέες θέσεις εργασίας και όχι ελεημοσύνη.
*Ο Χάρης Παπαδάκης είναι Φυσικός – Υπ. Δρ. Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης Π.Κ