Γιώργος Λούκος (πρόεδρος και καλλιτεχνικός διευθυντής Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου), Γρηγόρης Δημητριάδης (πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Αθήνας – ΟΑΣΑ), Μανώλης Σφακιανάκης (διευθυντής της υπηρεσίας Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας).
Τρεις μόνον από τους «πεσόντες» δημόσιους λειτουργούς των τελευταίων μηνών, που υπέπεσαν στο σοβαρότατο σφάλμα να τιμήσουν με το έργο τους τη θέση ευθύνης που τους ανατέθηκε σε διάφορους οργανισμούς. Και «καρατομήθηκαν», επιβεβαιώνοντας τον Γιάννη Τσαρούχη που έχει πει: «υπάρχουν και οι τρελοί που παίρνουν στα σοβαρά την Ελλάδα και αγνοούν τις απαισιόδοξες γνώμες και φτάνουν στο αδύνατο και στο ακατόρθωτο, χάνοντας την εκτίμηση των απαισιόδοξων και αυτών που γνωρίζουν τα πάντα».
Όλοι οι παραπάνω ανήκουν στους «τρελούς» που κατάφεραν το αδύνατο και το ακατόρθωτο, διαψεύδοντας τους απαισιόδοξους που υποστηρίζουν ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει σε αυτή τη χώρα και προκαλώντας τον φθόνο στους επηρμένους που φαντασιώνονται εκ του ασφαλούς ότι μόνον αυτοί θα έκαναν τα πράγματα καλύτερα. Δημιούργησαν από το τίποτα σοβαρές υπηρεσίες (Υπηρεσία Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος), έδωσαν ζωή και διεθνή ακτινοβολία σε τελματωμένους θεσμούς (Φεστιβάλ Αθηνών), και κυρίως έδειξαν τον δρόμο για την αντιμετώπιση των μνημονίων αναγκάζοντας την τρόικα να αποδεχτεί τους δικούς μας όρους (διασφαλίζοντας τις θέσεις εργασίας και μειώνοντας τις τιμές των εισιτηρίων στις γραμμές του ΟΑΣΑ).
Δεν φτάνει όμως το ότι οι άνθρωποι αυτοί αποπέμφθηκαν πριν λήξει η θητεία τους χωρίς κανένα πειστικό επιχείρημα, έπρεπε να διασυρθούν κιόλας και να δοθούν βορά στις ανθρωποφαγικές ορέξεις των προθύμων για να δημιουργηθούν αμφιβολίες για το ήθος τους και να μην αντιδράσει η κοινή γνώμη. Γιατί η αποπομπή προετοιμάστηκε τεχνηέντως με δημοσιεύματα ή λαϊκίστικες κορώνες στη Βουλή (κορυφαία αυτή του υπουργού δημοσίων έργων για την διοίκηση του ΟΑΣΑ), ρίχνοντας σκιές στο έργο και την αξιοπρέπεια των προσώπων και των διοικήσεων που η (όποια) πολιτική εξουσία ήθελε να εκδιώξει . Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του Μ. Σφακιανάκη, ο οποίος απαξιώθηκε μετά τον υποβιβασμό του αλλά και μετά την αναβάθμισή του από τον ίδιο τον προϊστάμενο υπουργό(!). Βεβαίως η κοινή γνώμη αντέδρασε κι έτσι διασώθηκε ο κ. Σφακιανάκης, ενώ για τον κ. Λούκο μαζεύτηκαν 18.000 υπογραφές συμπαράστασης – πολύ μεγάλο νούμερο αν σκεφτεί κανείς ότι το έργο του γνώριζαν καλά μόνο άνθρωποι που ασχολούνται με τον πολιτισμό. Το έργο του Γ. Δημητριάδη δεν ήταν γνωστό στο ευρύ κοινό, οι συνέπειες όμως της αποπομπής του έγιναν σύντομα φανερές με την αύξηση της τιμής του εισιτηρίου.
Στις «παράπλευρες» απώλειες θα πρέπει να προσθέσουμε τον Γρηγόρη Καραντινάκη και τα μέλη του ΔΣ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Η περίπτωση του κ. Καραντινάκη είναι διαφορετική αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα με αυτή των υπολοίπων. Είχε κατηγορηθεί παλαιότερα, όπως και ο κ. Λούκος, για πρόκληση οικονομικής βλάβης στο Δημόσιο και στη συνέχεια αθωώθηκε. Εξελέγη μάλιστα ομόφωνα στη θέση του γενικού διευθυντή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου από το Διοικητικό Συμβούλιο που διόρισε ο προηγούμενος υπουργός Πολιτισμού Ν. Ξυδάκης. Ο κ. Καραντινάκης, έχοντας πικρή προσωπική πείρα, είχε τη γενναιότητα να συμπαρασταθεί με ανάρτησή του στο διαδίκτυο στον κ. Λούκο για τον άδικο διασυρμό του πριν ακόμη γίνει δικαστική έρευνα. Λίγες μέρες μετά από αυτή την ανάρτηση, αποπέμπεται όχι μόνον αυτός αλλά και ολόκληρο το Διοικητικό Συμβούλιο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, που είχε οριστεί 6 μήνες πριν από την ίδια κυβέρνηση, με αιτιολογία «δυσλειτουργίες του Οργανισμού». (Λεπτομέρειες για όλα τα παραπάνω μπορεί να βρει όποιος ενδιαφέρεται στο διαδίκτυο).
Κραυγαλέα προσχηματικές αλλά και λογικοφανείς δικαιολογίες γι αυτές τις ενέργειες ακούστηκαν αρκετές. Ασφαλώς και κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο εφόσον βλάπτει αποδεδειγμένα τον θεσμό που υπηρετεί. Ασφαλώς και σε μια ευνομούμενη πολιτεία η αξιολόγηση και η ανανέωση των προσώπων με συντεταγμένο τρόπο και διαφανείς διαδικασίες είναι επιθυμητή. Όπως επιθυμητή θα ήταν και η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών ώστε η επιτυχία τους να μην εξαρτάται τόσο πολύ από τα πρόσωπα που ηγούνται. Όμως δεν είναι αυτή η περίπτωσή μας. Στο βάθος των επιλογών «ξηλώματος» ακόμη και των πιο επιτυχημένων διοικήσεων βρίσκεται το πελατειακό κράτος, η λογική του βολέματος των «δικών μας παιδιών», αλλά και η αντίληψη ότι οι διοικήσεις των Οργανισμών δεν διαθέτουν αυτονομία και θα πρέπει να συντάσσονται με τις επιλογές του (εκάστοτε) εποπτεύοντος υπουργού.
Δυστυχώς πρόκειται για μια χρόνια πάθηση του πολιτικού μας βίου, από την οποία και η τωρινή κυβέρνηση έχει βαθύτατα προσβληθεί. Όμως στη σημερινή συγκυρία οι επιπτώσεις είναι πολύ βαρύτερες. Η απορρύθμιση και των τελευταίων δομών που λειτουργούν με επιτυχία σε μία χώρα που τα πάντα βρίσκονται υπό διάλυση, όχι μόνο δεν είναι έξυπνη επιλογή (ακόμη και για τους ίδιους τους κυβερνώντες) αλλά είναι καταστροφική. Γιατί μια χώρα που αδυνατεί να βρει μια αίθουσα για να διεξαχθεί μια δίκη υψίστης σημασίας (αλήθεια δεν νοιώθει κανείς υπεύθυνος για αυτό; – και δεν εννοώ μόνο το πολιτικό προσωπικό) μας γεμίζει ντροπή και ενισχύει την απαισιοδοξία μας. Μια Πολιτεία που αντί να ζητήσει να παραμείνουν στη θέση τους όσοι καταφέρνουν παρά τις τρομερές αντιξοότητες να κάνουν έργο αυτή τους διασύρει και τους «καρατομεί», μας γεμίζει αμφιβολίες για το αν θέλει πράγματι να σωθεί.
Γιατί καμιά ανάκαμψη δεν είναι δυνατή με απαξιωμένους, απογοητευμένους και παραιτημένους πολίτες που δεν βλέπουν γύρω τους τίποτα να λειτουργεί. Καμιά ουσιαστική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει χωρίς το ανθρώπινο κεφάλαιο και το δημιουργικό δυναμικό αυτής της χώρας. Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να πάει μπροστά όταν εκδικείται τους «τρελούς» της.
Και αφού το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του ακόμη και σε αυτά τα κρίσιμα χρόνια αδυνατεί να κατανοήσει την κατάσταση και η πίστη στον «από μηχανής θεό» έχει πλέον εκλείψει, ήρθε μάλλον η ώρα των πολιτών. Είναι ανάγκη να «τρελαθούμε» όλοι και να πάρουμε στα σοβαρά τους εαυτούς μας και τη χώρα και να επιδιώξουμε το αδύνατο και το ακατόρθωτο: τη θεσμική κατοχύρωση μιας νέας σχέσης, των πολιτών με το ελληνικό κράτος και το πολιτικό σύστημα. Μιας σχέσης αμοιβαίου σεβασμού κι εμπιστοσύνης.
[…] Και αφού το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του ακόμη και σε αυτά τα κρίσιμα χρόνια αδυνατεί να κατανοήσει την κατάσταση και η πίστη στον «από μηχανής θεό» έχει πλέον εκλείψει, ήρθε μάλλον η ώρα των πολιτών. Είναι ανάγκη να «τρελαθούμε» όλοι και να πάρουμε στα σοβαρά τους εαυτούς μας και τη χώρα και να επιδιώξουμε το αδύνατο και το ακατόρθωτο: τη θεσμική κατοχύρωση μιας νέας σχέσης, των πολιτών με το ελληνικό κράτος και το πολιτικό σύστημα. Μιας σχέσης αμοιβαίου σεβασμού κι εμπιστοσύνης. Read more: http://www.haniotika-nea.gr/i-ellada-ekdikite-opion-tin-perni-sta-sovara/#ixzz41yYTNEI9 […]