Στην 29η θέση ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ κατατάσσεται η Ελλάδα σύμφωνα με τον φετινό Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας του Tax Foundation που αξιοποιεί στοιχεία του 2018 και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το ΚΕΦίΜ.
Επισημαίνεται ότι από το 2014 – την πρώτη χρονιά δημοσίευσης του Δείκτη – μέχρι και σήμερα, η Ελλάδα καταλαμβάνει σταθερά τις θέσεις 27—32.
Ο Δείκτης συνυπολογίζει τις επιδόσεις κάθε χώρας σε πέντε επιμέρους τομείς: τους εταιρικούς φόρους, τους φόρους ατομικού εισοδήματος, τους καταναλωτικούς φόρους, τους φόρους ακίνητης περιουσίας και τους φόρους κερδών που παράγονται στο εξωτερικό.
Σε σχέση με πέρσι, η Ελλάδα υποχώρησε σε τρεις από τους πέντε επιμέρους τομείς του Δείκτη: τους εταιρικούς φόρους, τους φόρους επί της ιδιοκτησίας και τη φορολογία της κατανάλωσης.
Σε ό,τι αφορά την εταιρική φορολόγηση, η οποία σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ έχει τη σημαντικότερη επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση, κατά την τελευταία πενταετία η Ελλάδα έχει υποχωρήσει 10 θέσεις – από την 15η θέση το 2014, σήμερα βρίσκεται στην 25η. Όπως μάλιστα υπογραμμίζεται στη μελέτη, ο συντελεστής της εταιρικής φορολόγησης στην Ελλάδα βρίσκεται στο 29%, ή 5,1 μονάδες πάνω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Αντιστοίχως, η Ελλάδα σημείωσε πτώση έξι θέσεων σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση επί της ιδιοκτησίας, και δύο θέσεων στη φορολόγηση της κατανάλωσης, έχοντας έναν από τους υψηλότερους Φόρους Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) μεταξύ των χωρών τον ΟΟΣΑ, υψηλότερο από τον μέσο όρο του Οργανισμού κατά 4,9%.
O επικεφαλής ερευνητής του ΚΕΦίΜ, Κωσταντίνος Σαραβάκος έκανε το εξής σχόλιο:
«Η αναμενόμενα απογοητευτική επίδοση της Ελλάδας είναι ακόμη ένα ηχηρό καμπανάκι ότι, αν θέλουμε να ξεφύγουμε επιτέλους από την κρίση και να διασφαλίσουμε ισχυρή, βιώσιμη ανάπτυξη και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, θα πρέπει να προχωρήσουμε αποφασιστικά στην κατεύθυνση της δραστικής μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης στα άτομα και τις επιχειρήσεις, μια μείωση που μπορεί να γίνει εφικτή μόνο μέσω της αντίστοιχης μείωσης του μεγέθους του κράτους».