Το 66% των ψαρικών που καταναλώνουν οι Έλληνες είναι προϊόντα εισαγωγής σύμφωνα με την νέα έκθεση του WWF η οποία ρίχνει φως στις «διαδρομές του ψαριού» στη Μεσόγειο και καλεί για αλλαγή πορείας προτού να είναι πολύ αργά. Μάλιστα, όπως σημειώνεται στην έκθεση, οι θαλάσσιες ζωές κινδυνεύουν λόγω της υπεραλίευσης, της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας, αλλά και λόγω της μη υπεύθυνης κατανάλωσης ψαρικών.
Σύμφωνα με την έκθεση του WWF με τίτλο “Seafood and the Mediterranean: local tastes, global markets” (Θαλασσινά και Μεσόγειος: τοπικές προτιμήσεις, παγκόσμιες αγορές), στην οποία αναλύονται τα Μεσογειακά κράτη της ΕΕ – Κροατία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Σλοβενία, Ισπανία και Πορτογαλία η περιοχή έχει ετήσια μέση κατανάλωση 33,4 κιλών ψαρικών κατ’ άτομο, τη στιγμή που ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 22,9 κιλά και ο διεθνής μέσος όρος 19,2 κιλά.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Όσον αφορά την Ελλάδα η έκθεση αναφέρει πως «ιδιαίτερα υψηλή είναι η ετήσια κατανάλωση ψαρικών κατ’ άτομο στην χώρα, η οποία αγγίζει τα 19,6 κιλά, εκ των οποίων το 66% είναι εισαγόμενα, το 22% προϊόντα εγχώριας υδατοκαλλιέργειας και μόνο το 12% προϊόντα εγχώριας αλιείας».
Αντίστοιχα, σύμφωνα με την έκθεση, η κατανάλωση στην Πορτογαλία είναι 56,8 κιλά, τα οποία αντιστοιχούν σε πάνω από ένα κιλό ψαρικών κατ’ άτομο την εβδομάδα, ενώ η Ισπανία έχει την επόμενη υψηλότερη κατανάλωση, με 42,4 κιλά ψαριών.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ψαρικών που πωλούνται στις αγορές της Μεσογείου, όπως αναφέρει η έκθεση είναι εισαγόμενα και προέρχονται, κυρίως από αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ σημειώνεται παράλληλα, ότι «για κάθε κιλό ψαρικών που αλιεύονται ή εκτρέφονται στα μεσογειακά κράτη της ΕΕ, σχεδόν δύο ακόμα κιλά εισάγονται από άλλες χώρες».
Όπως αναφέρεται στην μελέτη τα μεσογειακά κράτη της ΕΕ καταναλώνουν σχεδόν 7,5 εκατομμύρια τόνους ψαρικών ετησίως αλλά μόνο οι 2,75 εκατομμύρια τόνοι προέρχονται από εγχώριες πηγές και αυτό σημαίνει ότι αφενός για να καλυφθεί η ζήτηση, κάθε χρόνο αναζητούνται από άλλες χώρες 5 εκατομμύρια τόνους ψαρικών και αφετέρου, ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις αναπτυσσόμενες χώρες κυρίως, εξαρτώνται από αυτήν την υψηλή ζήτηση ψαρικών στη Μεσόγειο.
ΟΙ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ
Τα μεσογειακά κράτη της ΕΕ απορροφούν το 36% όλων των ψαρικών που εισάγονται από τρίτες χώρες. Μεγάλο μέρος των εισαγωγών σύμφωνα με την μελέτη, προέρχεται από τη Βόρεια Αφρική (Μαρόκο, Τυνησία, Αλγερία, Λιβύη), ενώ σημειώνεται ότι το 2014, τα μεσογειακά κράτη της ΕΕ εισήγαγαν περίπου 1,8 εκατομμύρια τόνους από αναπτυσσόμενες χώρες της περιοχής (Μαρόκο, Τυνησία, Αλγερία, Λιβύη, Μαυριτανία, Αίγυπτος και Τουρκία).
Όπως αναφέρει η έκθεση οι καταναλωτές των μεσογειακών χωρών της Ευρώπης αγαπούν τα φρέσκα ψάρια και τα είδη που θεωρούν «ντόπια» και σε γενικές
γραμμές, επιλέγουν μικρά πελαγικά ψάρια (σαρδέλες, γαύρο κ.λπ.), αλλά και τόνο, μύδια, γαρίδες, κεφαλόποδα (χταπόδι, καλαμάρι κ.λπ.), μπακαλιάρο, τσιπούρα και λαβράκι.
Όπως σημειώνεται «τα μικρά πελαγικά ψάρια αποτελούν το 30% των αλιευμάτων στις ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες όμως πολλά από τα υπόλοιπα είδη που απαντώνται συχνά στις αγορές προέρχονται από εισαγωγές – επιπλέον, κάποια πολύ χαρακτηριστικά είδη της Μεσογείου, όπως ο ξιφίας, προέρχονται και αυτά από άλλες περιοχές καθώς οι πληθυσμοί τους σήμερα παρουσιάζουν μείωση».
Τα αποτελέσματα της έκθεσης πρέπει να σημάνουν καμπανάκι για κάθε έναν πολίτη καθώς το πρόβλημα της μείωσης των θαλάσσιων πληθυσμών έχει παγκόσμιες περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.
Όπως σημειώνουν οι ερευνητές χαρακτηριστικά «από τα αξιολογημένα αποθέματα των ψαρικών , το 93% απειλείται από υπεραλίευση. Κάτι που σημαίνει ότι εάν οι σημερινές πρακτικές παραμείνουν ως έχουν, τα αποθέματα δεν θα είναι σε θέση να ανακάμψουν και οι πληθυσμοί τους θα εξαντληθούν»