«Οσες φορές απευθύνθηκα σε ατμοπλοϊκές εταιρείες για την προστασία Ελλήνων που δεν τους επέτρεψαν να αποβιβαστούν στην Αμερική, για διάφορους λόγους, οι πράκτορες αποποιούνται την επιστροφή των χρημάτων με επιχείρημα ότι αυτοί οι δυστυχείς υπέγραψαν συμφωνητικό προ του απόπλου από τον Πειραιά» αναφέρει η έκθεση του Γενικού Πρόξενου της Ελλάδας στη Μασσαλία (1901 – 1902) και συνεχίζει: «Αυτή τη στιγμή που γράφω, μπροστά στο προξενικό κατάστημα βρίσκονται περί τους 800 μετανάστες που ζητούν τη συνδρομή μου για να φύγουν στις Η.Π.Α. και άλλοι για να συλληφθούν αυτοί που τους αφαίρεσαν με απάτη τα χρήματά τους. Αλλοι ζητούν την παρέμβασή μου ώστε να εισαχθούν σε φρενοκομείο της πόλης ως ψυχικά πάσχοντες από τις κακουχίες και τις στερήσεις του διάπλου».
Πολλοί ήταν αυτοί που έχαναν τα λογικά τους κατά τον εικοσαήμερο διάπλου του Ατλαντικού και άλλοι που δεν άντεχαν τις κακουχίες της ζωής μακριά από την πατρίδα. Ακόμη πιο σκληρές όμως ήταν οι σκηνές που διαδραματίζονταν με τους ανθρώπους που έχαναν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Οι ναυτικοί κανονισμοί προέβλεπαν τη ρίψη του πτώματος στη θάλασσα μέσα σε ασφαλτωμένο φέρετρο για να μη γίνει ο νεκρός τροφή για τα ψάρια. Ομως τις πιο πολλές φορές ο πλοίαρχος, προκειμένου να αποφύγει δυσάρεστες καταστάσεις από τους συγγενείς, τους συνοδούς και τους υπόλοιπους μετανάστες, διέταζε το πλήρωμα να ρίξει τους νεκρούς στη θάλασσα μέσα στη νύχτα.
«Πόντισον!» έδινε τη διαταγή ο καπετάνιος και το πτώμα κυλούσε πάνω στο σανίδι, δεμένο με ένα βαρίδι στα πόδια κι έπεφτε στον ωκεανό μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Το όνειρο του Νέου Κόσμου τελείωνε με την υπογραφή του πλοιάρχου, του ιατρού και δύο ακόμα μαρτύρων σε μία ληξιαρχική πράξη θανάτου, ενώ τα πράγματα του νεκρού παραδίδονταν στην αρμόδια προξενική αρχή.
Η ελληνική εφημερίδα της Νέας Υόρκης «Θερμοπύλες» έγραφε στις 10 Απριλίου του 1903: «Και μαρμάρινη καρδιά να έχει κάποιος θα συντριβεί βλέποντας πολλούς Ελληνες μετανάστες να αποπέμπονται και να βρίσκονται μέσα στην απόγνωση. Πολλοί υποθηκεύσανε τα κτήματά τους στην Ελλάδα για να πληρώσουν τα εισιτήρια. Αλλοι μόλις άκουσαν ότι δεν γίνονται δεκτοί (από το Αμερικανικό Γραφείο Μετανάστευσης) αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στη θάλασσα. Σε όλα τα πρόσωπα ήταν διακριτή η συντριβή της καρδιάς και η απόγνωση. 200 και πλέον Ελληνες μετανάστες αποπέμφθηκαν τους τελευταίους τρεις μήνες μεταξύ αυτών και γυναίκες που δεν βρέθηκαν οι διευθύνσεις των συγγενών τους στις Η.Π.Α. Τι θα απογίνουν τώρα αυτές οι γυναίκες επιστρέφοντας στη Γαλλία»;
Η ελληνική εφημερίδα “Ατλαντίς” της Νέας Υόρκης καταγγέλλει, τον Γενάρη του 1902, τη σωματεμπορία μικρών παιδιών από την Πελοπόννησο και από άλλες περιοχές της Ελλάδας, που στέλνονται στις Η.Π.Α. και γυρνούν στους δρόμους κάνοντας ό,τι τους προστάξουν οι δουλέμποροι.
Αλλη εφημερίδα των Ελλήνων της Αμερικής, ο “Λοξίας” γράφει στις 18 Μάρτη του 1903: «Οι Ελληνες μετανάστες στην Αμερική βρίσκονται σε αθλιότατη κατάσταση, ακόμη χειρότερη κι από αυτή άλλων εθνικοτήτων, όπως για παράδειγμα οι Κινέζοι. Αποβιβαζόμενος στις Η.Π.Α. ο Ελληνας μετανάστης ταλαιπωρημένος από την αφόρητη οικονομική καχεξία και χωρίς να μπορεί να βρει δουλειά, δίχως να γνωρίζει τη γλώσσα, γίνεται έρμαιο στα χέρια αυτών που τον παρέσυραν στο κυνήγι του αμερικανικού χρυσού! Γίνεται δούλος. […] Γίνεται πλανόδιος, στερείται της αναγκαίας τροφής, κοιμάται σε υπόγεια χωρίς στοιχειώδη θέρμανση και υγιεινή, γυρνά στους δρόμους με χειράμαξες πουλώντας φρούτα, τον ξυλοφορτώνουν οι κλητήρες, παραμένει υπό αφόρητος ψύχος και υπό αφόρητη ζέστη, περιορίζει στο ελάχιστο τον νυχτερινό ύπνο, γυρίζει ρακένδυτος και ρυπαρός. Αλληλοϋβρίζονται και συλλαμβάνονται καθημερινά. Οδηγούνται στα κρατητήρια ως παραβάτες των αστυνομικών διατάξεων. Γίνονται αντικείμενο (ρατσιστικών). επιθέσεων. Παλεύουν να εξοικονομήσουν ελάχιστα για να ζήσουν καταστρέφοντας την ίδια τους τη ζωή, αφού οι πιο πολλοί γίνονται φθισικοί».
Αλλοι Ελληνες βρήκαν δουλειά στον σιδηρόδρομο, για να ανταγωνιστούν όμως τους υπόλοιπους μετανάστες εργάτες έριξαν πολύ χαμηλά τις αμοιβές τους με συνέπεια να μην μπορούν να καλύψουν τις στοιχειώδες ανάγκες τους, αλλά και να μπαίνουν στο στόχαστρο των άλλων εργαζομένων ως δήθεν υπεύθυνοι για την καθίζηση της αξίας του μεροκάματου.
Ενα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της εποχής μας δίνει η περιγραφή από ένα έγγραφο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Σικάγο στις 11 Απριλίου του 1901: «Οι περισσότεροι νέοι μετανάστες αυτό τον χρόνο ήρθαν εδώ για να βρουν δουλειά στους σιδηροδρόμους. Μέχρι σήμερα όμως λιγότεροι από 200 βρήκαν εργασία. Οι πιο πολλοί αναγκάστηκαν να δουλέψουν σε ανθρακωρυχεία, έπειτα όμως από δυστυχήματα που συνέβησαν εγκατέλειψαν την εργασία τους. Ηδη 1.500 περίπου περιπλανώνται άνεργοι στους δρόμους του Σικάγο. Μεταμελημένοι για την άφιξή τους στην Αμερική, εξαντλημένοι και χωρίς να διαθέτουν πλέον καθόλου χρήματα, στερούνται τα προς το ζην».
Αποκαλυπτικά για την κατάσταση που βίωναν οι Έλληνες στην Αμερική, είναι τα αποσπάσματα από τα έγγραφα που αντάλλαξαν ο Δ. ΜΠΟΤΑΣΗΣ Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη και ο υπουργός των εσωτερικών Γ. Θεοτόκης, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1901.
«Κύριε Υπουργέ, το ρεύμα των Ελλήνων μεταναστών παραμένει ισχυρό», γράφει ο πρόξενος της Νέας Υόρκης. «Από τις επίσημες στατιστικές του Γραφείου περί των εργασιακών, της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, φαίνεται ότι αποβιβάσθηκαν στο λιμάνι της από την Ελλάδα, κατά τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1900, 1267 Ελληνες μετανάστες, ενώ στους τρεις αντίστοιχους μήνες του 1899 είχαν αποβιβασθεί 667. Με λύπη μου παρατηρώ την αύξηση αυτή των μεταναστών από την Ελλάδα. […] Απέχω από το να εξετάσω το ζήτημα από οικονομική άποψη ή να εκφράσω κρίσεις για το κατά πόσο ζημιώνεται η Ελλάδα από τη στέρηση τόσο πολλών εργατικών χεριών. Παρατηρώ μόνο ότι οι μετανάστες υποφέρουν τα πάνδεινα. Δεν γνωρίζουν χειρωνακτικό επάγγελμα αλλά ούτε και τη γλώσσα. Τα 9/10 των μεταναστών προέρχονται από τις αγροτικές περιοχές του Βασιλείου της Ελλάδας. Δεν βρίσκουν μεροκάματο γιατί είναι εκτεθειμένοι στον ανταγωνισμό των Ιρλανδών, που είναι περισσότεροι και ξέρουν τη γλώσσα, οπότε δεν τους μένει άλλο επάγγελμα να κάνουν. Γίνονται πλανόδιοι πουλώντας φρούτα περιφερόμενοι στους δρόμους με χειράμαξες και υποφέρουν μύριες διώξεις και καταπιέσεις από την τοπική αστυνομία, για παρακώλυση συγκοινωνιών. Επίσης έχουν να υποστούν τον συναγωνισμό των Ιταλών που είναι περισσότεροι. Υπολογίζω ότι υπάρχουν 1.500 Ελληνες πλανόδιοι στη Νέα Υόρκη.
[…] Ζουν υπό αυστηρές οικονομίες στην τροφή και την κατοικία. Τα ενοίκια είναι πολύ ακριβά κι έτσι στοιβάζονται οχτώ με δέκα άτομα σε δωμάτια γεμάτα υγρασία. Πολλοί μάλιστα γίνονται φθισικοί, ένεκα του φριχτού κλίματος της Νέας Υόρκης κατά τους χειμερινούς μήνες. […] Δύο ή τρεις φορές έγινε προσπάθεια να επιβληθούν περιοριστικοί όροι για τη μετανάστευση, αλλά ως τώρα δεν έχουν ψηφιστεί. […] Η ελάχιστη σωματική βλάβη, η απλή υπόνοια ότι ο μετανάστης έφτασε προσκληθείς εκ προκαταβολής εντεύθεν, όπως εργασθεί επί πληρωμή, αρκεί για να αρνηθεί την αποβίβασή του το Γραφείο Μεταναστεύσεων και να υποχρεώσει την ατμοπλοϊκή εταιρεία να τον επαναφέρει στο λιμάνι απ’ όπου τον παρέλαβε».
Αυτά έγραφε ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη στις 17 Μαρτίου του 1901. Ένα μήνα αργότερα, στις 19 Απριλίου του 1901, του απαντούσε με έγγραφό του ο Γ. Θεοτόκης, υπουργός εσωτερικών της ελληνικής κυβέρνησης. Τα δύο έγγραφα δημοσιεύτηκαν και εστάλησαν στους Νομάρχες του κράτους.
«Προς τους κ.κ. Νομάρχες,
Σας ανακοινώνουμε δύο εκθέσεις των προξένων της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α. και στο Λίβερπουλ της Αγγλίας οι οποίες περιγράφουν τις στερήσεις και τις κακουχίες τις οποίες βιώνουν οι ομοεθνείς μας, όσοι βαυκαλιζόμενοι υπό απατηλών ελπίδων και σφαλερών υπολογισμών εγκαταλείπουν το πάτριο έδαφος και μεταναστεύουν στην Αμερική αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Τις εκθέσεις των ανωτέρω προξένων περί της λυπηρότατης κατάστασης των μεταναστών επικυρώνουν οι πληροφορίες που έχουμε και από άλλες προξενικές αρχές της Ελλάδας, ιδίως δε του εν Σικάγο Γενικού Πρόξενου, ο οποίος ανέφερε με τηλεγράφημά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών ότι περιπλανώνται εκεί άνεργοι περί τους 1.000 μετανάστες (Έλληνες) άνευ χρημάτων και σε απελπιστική κατάσταση. Η κατάσταση αυτή των μεταναστών ελπίζουμε να πείσει όσους εγκαταλείπουν την πατρική εστία, τους οικείους και των φτωχικό αλλά έντιμο εν τη πατρίδα βίο ότι, εάν ευάριθμοι εκ των μεταναστών κατορθώνουν μετά από πολυετείς εξευτελισμούς και ταλαιπωρίες να βελτιώσουν την υλική τους κατάσταση στην Αμερική, οι περισσότεροι καταστρέφονται εκπατριζόμενοι. Την εγκύκλιο αυτή παρακαλούμε να την αποστείλετε σε ικανά αντίτυπα στους Δημάρχους και στους Αστυνόμους της δικαιοδοσίας σας διατάσσοντας την ανάγνωσή τους στις εκκλησίες επί τρεις συνεχόμενες Κυριακές.
Αθήνα – 19 Απριλίου 1901.
Ο Υπουργός Γ. Ν. Θεοτόκης.
Κ. Α. Βαμπάς».
Μόνο από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Μαρτίου του 1903 αναχώρησαν από τον Πειραιά 9.950 μετανάστες. 10.000 Ελληνες πήραν το δρόμο της ξενιτιάς μέσα σε τρεις μόλις μήνες, σε μία περίοδο που ο συνολικός πληθυσμός της χώρας δεν ξεπερνούσε τους 2.700.000 κατοίκους.
Ας λειτουργήσουν αυτά τα κρατικά έγγραφα και τα στοιχεία ως καμπάνα υπενθύμισης για όσους ξεχνούν το παρελθόν αυτού του τόπου και την ιστορία του. Ενας λαός που τραγούδησε: «Την ξενιτειά, τη γυμνωσιά, την πίκρα, την αγάπη… τα τέσσερα τα ζύγισα, βαρύτερα είν’ τα ξένα»,μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει προσφυγιά, τι σημαίνει μετανάστευση.
*συγγραφέας και επιμελητής
των εκδόσεων “Επιλογές”