Η επανάσταση. Θα μπορούσε. Να ξεκινήσει. Με ένα σου “Oχι!”.
Προς όσους σού τσιγκουνεύτηκαν. Αγάπη και Φως. Να σου δίνουν απλόχερα.
Και σε πέτρα θέλανε να μετατρέψουν. Σκληρή, ανέραστη, μισάνθρωπη. Την καρδούλα και το νου σου.
Και το νερό ορέγονταν να νοθέψουν. Που πεντακάθαρο εύφραινε και δυνάμωνε του σώματός σου τα μέλη.
Και το ταξίδι σου ως την αλήθεια γύρευαν να εκτρέψουν από την πορεία του, τρικυμίες να γεμίσουν τις θάλασσές σου.
Αν και πάλευες, πιστεύοντας ότι ο Θεός είναι σιμά σου και ότι ούριους ανέμους θα σου δώσει, να φτάσεις στην κάθε Ιθάκη που είχες ως στόχο και πατρίδα…
Άνοιξε, λοιπόν, τα μάτια, ενεργοποίησε όλα σου τα αισθητήρια όργανα! Δύναμη και θάρρος πάρε απ’ όσα στις ολιγάνθρωπες ανθρωπωπόλεις έχουν δει τα μάτια σου και ακούσει τα αφτιά σου!
Από τα τόσα χρόνια που έχουν παρέλθει από τη ζωή σου σαν χειμωνιάτικες μυγδαλιές, φθινοπωρινά φύλλα, καλοκαιρινά τζιτζίκια, ανοιξιάτικα χελιδόνια….
Και το νερό στα αυλάκια θα ξεχυνόταν. Λεύτερο… Μόνο με ένα σου “Φτάνει!”.
Σήμερα, στο λυκαυγές…