[Επισημαίνουμε εξ αρχής ότι είναι αδύνατον στα πλαίσια ενός άρθρου, να καλυφθούν όλες οι πλευρές ενός τεράστιου θέματος για το οποίο υπάρχει ογκώδης βιβλιογραφία].
H Ελληνική Επανάσταση του 1821 είχε ισχυρό αντίκτυπο στην Ευρώπη και την Αμερική.
Γράφει ο Αναστάσης Γκίκας [1]: «[…] Μία από τις πρώτες πρά- ξεις της οθωμανικής εξουσίας μετά την κατάκτηση της Κωνστ/λης υπήρξε η «αποκατάσταση» της ιεραρχίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με τη σύγκληση Συνόδου και την ανάδειξη νέου Πατριάρχη. Η οθωμανική εξουσία διεύρυνε και ενίσχυσε τα προνόμια και τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας, καθιστώντας την τμήμα του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού. Η Εκκλησία κατέστη ο επικεφαλής της διαμορφωθείσας κατά το οθωμανικό πλαίσιο “χριστιανικής κοινότητας” των Ρωμιών (millet-i Rum). Ο Πατριάρχης ήταν υπόλογος μόνο στον ίδιο τον Σουλτάνο […]» και «[…] συνδέθηκε με έναν από τους σημαντικότερους μηχανισμούς του οθωμανικού φεουδαρχικού κράτους τον φορολογικό. Πλέον αυτού, ο κλήρος εισέπραττε από το λαό μια σειρά από τακτικές και έκτακτες εισφορές, που αθροιστικά έφταναν ακόμα και το 1/3 των εισοδημάτων του χριστιανού ραγιά. Η Εκκλησία απομυζούσε τους φτωχούς αγροτικούς χριστιανικούς πληθυσμούς και εκμεταλλευόμενη την εργασία τους στις μεγάλες εκτάσεις γης που είχε υπό την κατοχή της. […] Ο Πρώσος διπλωμάτης και περιηγητής Jacob S. Bartholdy περιέγραφε χαρακτηριστικά τον κλήρο ως «πραγματικάς βδέλλας εκμυζώσας το αίμα του
Ο Ανώνυμος Έλληνας στην «Ελληνική Νομαρχία, ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας», γράφει: «[…] Ώ, συ μιαρά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, εις τι ομοιάζεις τους ιερούς και θείους Απόστόλους του λόγου και της σοφίας του Ιησού Χριστού; Ίσως εις την ένδειαν και αφιλοκερδείαν όπου εκείνοι εκήρυττον; Αλλ’ εσύ είσαι γεμάτη από χρήματα όπου καθημερινώς κλέπτεις από τους ταλαίπωρους χριστιανούς. Ίσως την εγκράτειαν και χαλιναγωγίαν των παθών; Αλλ’ εις ποίον μεγάλον ξεφάντωμα […] λατρεύει δύο και τρεις αρχοντίσσας με άκραν αναισχυντίαν και σχεδόν φανερά; (διευκρινίζει ότι ο Ιωαννίνων είναι μοιχός και αρσενοκοίτης, χωρίς την παραμικρήν συστολήν) […]». Ο Ανώνυμος Έλληνας, όταν γράφει για τη ζωή του ανώτερου κλήρου, δε μασά τα λόγια του: «[…] Πώς άραγε ζώσιν οι αρχιεπίσκοποι εις τας μητροπόλεις των και οποίαι εισίν αι αρεταί των; Τρώγοσι και πίνοσι ως χοίροι». Και εξηγεί γιατί δίνει αυτό τον χαρακτηρισμό. «Ο νυν Ιωαννίνων καθώς ήκουσα από ένα μάρτυρα αυτόπτην, εις το πρόγευμα τρώγει δύο οκάδες γιαούρτι, και εις το δειλινόν μισήν οκάν σαρδέλας ξεκοκκαλισμένας, τας οποίας τρώγει με το χουλιάρι (σ.σ. κουτάλι της σούπας)». Και: «[…] Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας την νύκτα και δύο ώρας μετά το μεσημέρι. Λειτουργούσι δύο φοράς τον χρόνον, και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα και ουτιδανά έργα, οπού τινάς ημπορεί να στοχασθή.[…] Ο χορός των επισκόπων εξακολουθεί μετά τους αρχιεπισκόπους. Αυτοί, πάλιν, είναι άλλοι λύκοι, επειδή κυριεύουσι τους χωρικούς και ιδιώτας. Ανεκδιήγητα είναι τα ανομήματά των και η σκληρότης των διαπερνά κατά πολλά εκείνην της ιδίας παρδάλεως. Αυτοί πέμπουσι τόσους ληστάς, διά να είπω έτζι, εις τα χωρία της επισκοπής των, και τους δίδοσι τον τίτλον ή του πρωτοσυγκέλλου του αρχιμανδρίτου ή άλλου τινός τάγματος, οι οποίοι άλλο δεν ηξεύρουσι, παρά να γράφουν ονόματα των χριστιανών με όλην την ανορθογραφίαν, και να προσφέρωσι το “να είσαι κατηραμένος”, “να έχης την ευχήν” και “δος μοι”.[…] Όταν δεν τους ευρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος αρπάζουσι εν φόρεμα, τίνος εν εργαλείον της γεωργικής, τίνος εν στολίδι της γυναικός του, και φθάνουσι να τους παίρνουσιν έως και τα δοχεία των φαγητών. […]».
Όταν οι ρασοφόροι αδυνατούσαν να εισπράξουν τα απαιτηθέντα, δεν δίσταζαν να βάλουν μπροστά τα μεγάλα μέσα, όπως στην περίπτωση, των Κρητών ραγιάδων, οι οποίοι από το 1669 και για μια τριετία αρνούνταν να πληρώσουν τα υψηλά πατριαρχικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα, ο σουλτάνος, μετά από απαίτηση του πατριαρχείου, να αποστείλει στην Κρήτη για την είσπραξη των πατριαρχικών φόρων τον Αλί αγά. Λίγο αργότερα, ο Μητροπολίτης Κρήτης Αθανάσιος Καλλιπολίτης αιτείται στον Πασά του Ηρακλείου: «Αίτησις του Μητροπολίτου Κρήτης προς τον πασάν Χάνδακος. Ευδαίμων μακάριε και εξοχώτατε Αυθέντα μου, έσο υγιής. Η αίτησις του δούλου σας αφορά εις την εξής υπόθεσιν: Επί τω τέλει όπως προβώμεν, δυνάμει του ανά χείρας μας υψηλού αυτοκρατορικού φιρμανίου εις την είσπραξιν των ανέκαθεν καθιερωμένων πατριαρχικών και μητροπολιτικών δικαιωμάτων και φόρων εκ της νήσου Κρήτης, παρακαλούμεν την έκδοσιν υψηλής διαταγής, όπως ουδείς έξωθεν παρεμπόδιση ημίν τούτο. Επί τούτοις εις υμάς απόκειται… να αποφασίσητε». Και η υπογεγραμμένη απάντηση του πασά: «Όπως ουδείς παρεμποδίση αυτόν κατά την είσπραξιν των καθιερωμένων φόρων […]».
Μα και ο «Γέρος του Μοριά», ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, σε ομιλία του προς τους φοιτητές στην Αθήνα, στις 8 Οκτωβρίου του 1838 τοποθέτησε τα πράγματα έτσι όπως έπρεπε. Είπε, ο Γέρος τότε: «Σαν είδε τούτο (σαν είδε δηλ. ο σουλτάνος πως δεν μπορούσε να ξολοθρέψει τους Έλληνες) διόρισε έναν βιτσερέ (σ.σ. vicere τίτλος που σ’ αυτόν που δίνονταν από τον σουλτάνο είχε το δικαίωμα να κυβερνά τους ομόθρησκους του), έναν πατριάρχη και του έδωκε την εξουσίαν της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ότι τους έλεγεν ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτσαμπάσηδες εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξις και οι προκομμένοι το καλύτερο μέρος των πολιτών, μη υποφέροντες τον ζυγόν έφυ- γαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφυγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των , και έτσι έμεινε ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής εκατήντησεν εις άθλιαν κατάστασιν και αυτή αύξαινε κάθε ημέρα χειρότερα, διότι άν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθησιν, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορον της Ευρώπης ως βοηθός του, ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί, μην υποφέροντες την τυραννίαν του τούρκου και βλέποντες τες δόξες αυτές και τες ηδονές, όπου απελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστην τους και εγένοντο μουσουλμάνοι. Και τοιουοτρόπως κάθε ημέραν ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε».
Βεβαίως υπήρξαν και εξαιρέσεις στις τάξεις του μεσαίου ή και του ανώτερου κλήρου ακόμα. Ήταν λόγιοι ιερείς, που, επηρεαζόμενοι από τον Διαφωτισμό, ανέπτυξαν προοδευτική για την εποχή τους σκέψη ή όσοι συμπαρασύρθηκαν από τα επαναστατικά σχέδια της ανερχόμενης αστικής τάξης. Όμως και η πλειοψηφία του κατώτερου κλήρου «ήσαν και αυτοί πτωχοί βιοπαλαισταί», «σάρκα απ’ τη σάρκα των άλλων χωρικών». Αφουγκράζονταν τα προβλήματα και τις αγωνίες τους, αφού «υπέφερον από την ίδιαν καταπίεσιν και εκμετάλλευσιν» και «δι’ αυτό κατά το 1821 πολλοί κληρικοί των χωριών ευρέθησαν παρά το πλευρόν του εξεγερθέντος λαού, αδιαφορούντες διά την αντίθετον στάσιν του επισκόπου ή μητροπολίτου των» [3].
Οι κατασκευασμένοι μύθοι για το 1821 και η μαχητικΗ τους υπεράσπιση από την εκκλησία
Ορισμένοι μεγάλοι μύθοι έχουν περαστεί έντεχνα από πολύ μικρή ηλικία στο μυαλό του Έλληνα. Η δυναμική του μύθου ως ιστορικής αντίληψης εμπεδώνεται σε μια κοινωνία μέσα από την επανάληψη, σε αντίθεση δηλ. με ότι συμβαίνει στις ιστορικές σπουδές.
Μύθος πρώτος: Η ελληνική γλώσσα σώθηκε από την εκκλησία. Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική γλώσσα σώθηκε επειδή μιλιούνταν από αρκετά μεγάλους πληθυσμούς, όπως ακριβώς σώθηκαν κι άλλες μειονοτικές γλώσσες της Αυτοκρατορίας που δεν είχαν καμία Εκκλησία να τις προστατεύει κι επειδή βρίσκονταν σε σχετική απομόνωση απ’ τους Τούρκους.
Ο δεύτερος μύθος, άμεση συνάρτηση του προηγούμενου, είναι ότι η Εκκλησία λειτούργησε ως ενοποιητική δύναμη για τον ελληνισμό αποτρέποντας τον εξισλαμισμό των Ελλήνων. Πράγματι η Εκκλησία υπήρξε ενωτική δύναμη όχι, όμως, μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για όλουςς τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Ειδικότερα στην Κρήτη, στην οποία εκτός από στρατιωτικούς διαφόρων εθνικοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν εγκαταστάθηκε ποτέ αξιόλογος όγκος τούρκικου πληθυσμού, ο εξισλαμισμός είχε φτάσει σε απίστευτους για τη σημερινή αντίληψή μας αριθμούς. Ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της τουρκικής κατοχής, ο εξισλαμισμός των Κρητών ήταν εντυπωσιακός. Ήδη το 1657, δώδεκα χρόνια πριν από την άλωση του Χάνδακα (Ηράκλειο), οι εξισλαμισμένοι ανέρχονταν σε 60.000, ενώ στο τέλος του πρώτου αιώνα της τουρκικής κατοχής στην Κρήτη, ο μισός σχεδόν πληθυσμός της είχε περάσει στο Ισλάμ. Στα μέσα του 18ου αιώνα, η πλειοψηφία των 260.000 κατοίκων της Κρήτης ήταν μουσουλμάνοι.
Ο μύθος του «κρυφού σχολειού» και ο αδερφός μύθος που αναφέρεται στην «ύψωση της σημαίας της επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα» στις 25 Μαρτίου 1821 αποτελούν κύρια συστατικά του εθναρχικού αφηγήματος της ελληνικής εκκλησίας. Η επιστημονική έ- ρευνα, τουλάχιστον μετά το 1974, όχι μόνο έχει αποδείξει ότι τα αφηγήματα αυτά δεν τεκμηριώνονται με ιστορικές πηγές, αλλά έχει διερευνήσει και τις συνθήκες διαμόρφωσης και διάδοσης αυτών των μύθων. Σύμφωνα με τον Άλκη Αγγέλου, έναν από τους σημαντικότερους μελετητές του θέματος, στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν σε πολλές περιο- χές και όσοι Έλληνες ήθελαν, μορφώνονταν φανερά δίχως περιορισμούς. Αργότερα, ανάμεσα στο 1840 και το 1850, η εκκλησία αρχίζει να καλλιεργεί το μύθο ο οποίος εδραιώνεται μερικές δεκαετίες μετά, στις αρχές του 20ου αιώνα αφού έχουν προηγηθεί ο ζωγραφικός πίνακας του Νικ. Γύζη με τίτλο «Ελληνικόν σχολείον εν καιρώ δουλείας» και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη με τίτλο «Το κρυφό σχολειό». Από τότε ενσωματώνεται και στη διδακτέα ύλη των σχολικών βιβλίων και γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο της νεοελληνικής εκπαίδευσης και του εθνικού αφηγήματος. Μετά το 1974 που ο μύθος κλονίζεται, η εκκλησία λυσσαλέα τον υπερασπίζεται μέχρι και σήμερα αρνούμενη οποιαδήποτε συζήτη- ση για το θέμα. Όσον αφορά τον άλλο μύθο όπως ανέδειξε η ιστορική έρευνα ούτε στις 25 Μαρτίου αλλά ούτε και λίγα εικοσιτετράωρα νωρίτερα, στις 21 του μηνός που έγινε η πρώτη πολεμική επιχείρηση, δεν βρισκόταν κανείς στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Για το παραμύθι στην Αγία Λαύρα, ο Miller το θεωρεί “παράδοσιν ποιητικήν”, ο Φιλήμων την αποκαλεί “παχυλόν ψεύδος”, ο Σπυρ. Τρικούπης τονίζει: “Ψευδής είναι η εν την Ελλάδι επικρατούσα ιδέα”. Τέλος, ο Finley: “Επικρατεί γενική γνώμη στην Ελλάδα ότι φθάνοντας στη Μονή της Αγίας Λαύρας οι προύχοντες και οι δεσποτάδες κηρύξανε την επανάσταση. Αυτό δεν είναι σωστό”. Αλλά και ο ίδιος ο Γερμανός στα απομνημονεύματά του ομολογεί ότι όταν ξεκίνησε ο ξεσηκωμός δεν ήταν στην Αγία Λαύρα, ούτε ύψωσε εκεί λάβαρα. Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας σχεδόν αποκλειστικά «ανήκει» στον Γάλλο διπλωμάτη και ιστορικό Φρανσουά Πουκεβίλ.
Ο ρόλος της εκκλησίας στην προεπαναστατική περίοδο και κοινωνία
Μετά την άλωση της Κωνστ/λης ο ανώτερος κλήρος εκτός από το εφάπαξ χρηματικό ποσό που κατέβαλλε για την εκλογή του ήταν υπεύθυνος για τη συλλογή και καταβολή των δοσιμάτων που είχε καθορίσει η σουλτανική εξουσία. Ιδιαίτερα οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν χρήματα προς το Πατριαρχείο, τα λεγόμενα «εκκλησιαστικά χρέη». Όσο δε για την επιφυλακτικότητα του ιερατείου απέναντι στο ενδεχόμενο έναρξης της επανάστασης φαίνεται από τον κατάλογο των Φιλικών, μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία μετά 1819, όταν δηλαδή είχε γίνει αντιληπτό πως η πορεία προς τον ξεσηκωμό δε μπορούσε να αντιστραφεί.
Ένα άγνωστο ντοκουμέντο: Μια επίκληση στον Δία από τους επαναστάτες του 1821
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μηνάς Παπαγεωργίου με τη γραφίδα του φέρνει στο φως άγνωστα και ενδιαφέροντα ντοκουμέντα [4]. Γράφει ότι τον Νοέμβρη του 2015 ένας οίκος δημοπρασιών στην Αθήνα έβγαλε για πούλημα κι ένα βιβλίο με χειρόγραφα της προεπαναστατικής και της επαναστατικής περιόδου του 1821 με τίτλο «Συναγωγή εγγράφων της Επανάστασης και της καποδιστριακής περιόδου». Ιδιοκτήτης του κάποιος Ιωάννης Γεωργιάδης από το νησί της Σύμης. Ένα από τα άσματα έχει τίτλο: «Άσμα παρακλητικόν εις τον θεόν τον Δία υπέρ της των Ελλήνων ανεξαρτησίας».
Οι ίδιοι στίχοι βρίσκονται δημοσιευμένοι σε τρεις διαφορετικές εκδόσεις του 19ου αιώνα.
α) Στο έργο του Νικόλαου Αργυριάδη (1835) «Νεώτατα της Ελλάδος κατά της Ασίας τρόπαια»,
β) Του Αθανασίου Χριστόπουλου (1847) «Ανθολογία ήτοι διάφορα άσματα: ηρωικά, κλέπτικα και ερωτικά» και
γ) Του Αντωνίου Σιγάλα (1880) «Συλλογή εθνικών ασμάτων».
Οι αρχικοί στίχοι του άσματος είναι οι παρακάτω:
«Ζευ! Θεέ! Θεών τε και ανδρών ομού πάντων Βασιλεύ…
Ω συ Μουσών, Χαρίτων, Αθηνάς, Ερμού, Απόλλωνος γονεύ άθλων κόσμου υψίζυγε σταυθμεύ και διανομεύ.
Επίβλεψον, επίβλεψον, και ίδε πλέον και ημάς
Αν και υπάρχεις Ζευ, και την αρετήν αληθώς τιμάς.
Εύσπλαχνε! Έως πότε! Έως πότε; Πλήθος συμφορών;
Ας επανακάμψη πλέον και εις ημάς ο Χρυσούς Αιών
Έκπληξον, κεραυνοφόρε! τους εχθρούς των σοφών Γραικών.
Ρίψον βροντώδη σου τον κεραυνόν, Θεέ κατά των ανταρτών.
Φθάνει πλέον, αγκυλομήτα Ζευ! Ελλήνων τα κακά. […]»
Το δίχως άλλο είναι πολύ σημαντική η ύπαρξη ενός τέτοιου ύμνου στα χρόνια του ’21. Σίγουρα συνδέεται με τον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό διαφωτισμό και αποπειράται να συνδέσει την αρχαία Ελλάδα με τους ραγιάδες του ’21. Κι εφόσον συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή του Σιγάλα που χρηματοδοτήθηκε από την Ελληνική Βουλή σημαίνει ότι ήταν διαδεδομένο σε πλατιά λαϊκά στρώματα. Να σημειώσουμε, επίσης, ότι το άσμα μελοποιήθηκε από μουσικούς και στη βυζαντινή και στη σύγχρονη εκδοχή.
Κοσμάς ο Αιτωλός: ο «διαφωτιστής» που απεχθανόταν τον Διαφωτισμό Ο Κοσμάς ο Αιτωλός (-) ή Πατροκοσμάς, ήταν κατά κόσμον ο Κώνστας Εσωχωρίτης. Δημιούργησε πολλά επίσημα ελληνικά σχολεία ερχόμενος δίχως να το ξέρει σε σύγκρουση με το μύθο της εκκλησίας περί «κρυφού σχολειού». Στις διδαχές του, θεωρεί θεόσταλτη τη σκλαβιά από τους Τούρκους: «[…] μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κων/νον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν· και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους.
Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τούς χριστιανούς και έφερε τον Τουρκον και του το έδωσε δια δικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους». Ο Κοσμάς έκανε έντονο αντισημιτικό κήρυγμα που «ρίζωσε στους Ρωμιούς και είχε τραγικές επιπτώσεις για τους Εβραίους κατά την επανάσταση σε αρκετές πόλεις από τις οποίες πέρασε. Χαρακτηριστική είναι η σφαγή των Εβραίων στο Βραχώρι (Αγρίνιο), μια άγνωστη ζοφερή πτυχή του αγώνα για την ανεξαρτησία» [5].
Τον εθνομάρτυρα Ρήγα Φεραίο με το επαναστατικό έργο και τη δράση του, που ποτέ δεν έγραψε εναντίον της θρησκείας οι κληρικοί τον αντιμετώπισαν με υβριστικές φράσεις αποκαλώντας τον «φαυλόβιο, άσωτο και λιπόπατρι».
Οι αφορισμοί
Ο αφορισμός ήταν ένα τρομακτικό όπλο, πολύ συνηθισμένο και αποτελεσματικό μέσο για να κρατηθούν οι Έλληνες, υποτελείς και ραγιάδες στους Τούρκους για 400 χρόνια. Γράφει η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ για τον πρώτο αφορισμό: «Ο Κων/νος ο Παλαιολόγος καταλαβαίνει ένα πράγμα, ότι αν δεν τον βοηθήσει η Δύση δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Έτσι, για να πετύχει την βοήθεια της Δύσης, κάνει την Ένωση των εκκλησιών, με αποτέλεσμα ο Γεννάδιος Σχολάριος και οι ανθενωτικοί να προβούν σε ανάθεμα. Τοιχοκολλούν ανάθεμα εναντίον του Κων/νου, όταν αυτός βρίσκεται στις επάλξεις του Αγίου Ρωμανού και πολεμά τους Τούρκους». Ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώρ. Μεταλληνός, καθηγ. Θεολογικής του Ε.Κ.Π.Α., γράφει στον Ορθόδοξο Τύπο στις 30/3/2012: «Ο πατριαρχικὸς αφορισμός τοῦ 1793 (Νεόφυτος Β΄) συμπεριελάμβανε ‘’τοὺς Βολταίρους καὶ Φρανκμαζόνας καὶ Ροσσοὺς καὶ Σπινόζας’’, τοὺς πρωτεργάτες δηλαδὴ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης».
28 χρόνια μετά τον αφορισμό της γαλλικής Επανάστασης, ο Γρηγόριος Ε’ προχώρησε στον αφορισμό του πατριαρχείου κατά της Φιλικής Εταιρείας και του κινήματος Αλέξανδρου Υψηλάντη και Μιχαήλ Σούτσου. Από τον 17ο αιώνα μέχρι το 1821 ο κατάλογος των «καταραμένων» επαναστατών που δεν πειθαρχούν στην Πύλη, οι αποκαλούμενοι «φερμανλήδες στο δοβλέτι», περιελάμβανε σχεδόν όλο το Πάνθεο της Επανάστασης. Τα χρόνια εκείνα ήταν κυρίαρχη η δεισιδαιμονία ότι αν η εκκλησία σε αφορίσει, το σώμα δεν λιώνει και η ψυχή βασανίζεται αιωνίως. Ακόμη κι ο ατρόμητος Κολοκοτρώνης επηρεάστηκε από τον αφορισμό. Όταν τον επόμενο χρόνο, στα 1807 βρέθηκε κουρσάρος πλέον στη Χαλκιδική, έστειλε ένα μήνυμα στον Γρηγόριο τον Ε΄ που του ’γραφε ότι εκείνος τον κατάντησε έτσι: «Εσύ μου ’γραψες την προδοσία στο χαρτί αλλά εγώ θα σου τη γράψω στο κούτελο».
Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ που αγαπούσε τους αφορισμούς
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Αγγελόπουλος έγινε τρεις φορές πατριάρχης Κωνστ/λης. Με το συγγραφικό του έργο αντιτάχθηκε με σφοδρότητα στον Διαφωτισμό. Το Μάιο του 1807 αντιδρά με γράμμα-εγκύκλιο στους νησιώτες να μην στασιάσουν δεχόμενοι τις προτάσεις της Ρωσίας για επανάσταση. Αλλά και ο σύγχρονος της επανάστασης ιστορικός Σπυρ. Τρικούπης γράφει ότι «ο Πατριάρχης συνωμότης κατά της τουρκικής εξουσίας δεν ήτο, και όχι μόνον ουδόλως ενεθάρρυνε την ελληνικήν εθνεγερσίαν, αλλά και πάντοτε απέτρεπε τους προς ους διελέγετο φιλεπαναστάτας, θεωρών εθνοφθόρον το τοιούτον τόλμημα». Ο μυημένος στη Φιλική Εταιρεία (ΦΕ) οπλαρχηγός Ιωάννης Φαρμάκης το 1818 πρότεινε στον πατριάρχη να ενταχθεί στη ΦΕ αλλά αυτός αρνήθηκε. Άρνηση λογική διότι διαφωνούσε με την επανάσταση και συνάμα στον αφορισμό του αποκαλεί τους επαναστάτες «μισελεύθερους, κακοποιούς, απατεώνες του όρκου, κακόβουλους ανθρώπους».
Σαν επίλογος
Η οθωμανική εξουσία μη αναγνωρίζοντας ισόβιο χαρακτήρα στο πατριαρχικό αξίωμα ασκούσε πολυεπίπεδο έλεγχο στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Έτσι τις παραμονές της επανάστασης η αστοποίηση σημαντικής μερίδας ορθόδοξων χριστιανών (μεγαλο- γαιοκτημόνων, μεγαλεμπόρων, τοκογλύφων κλπ) από τη μια συνέβαλε στην κατοχύ- ρωση όλο και περισσότερων προνομίων κι από την άλλη έκανε όλο και περισσότερο αναγκαία την ανατροπή της οθωμανικής εξουσίας.
Σημειώσεις
1. Αναστάσης Γκίκας, Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία και η Επανάσταση του 1821. Ιστορική διαμόρφωση προνόμια και εξουσίες, Ριζοσπάστης, 14 Μάρτη 2021, σελ. 20-21. 2. Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί Ελευθερίας, σελ. 144-145, εκδ. Πέλλα – Θ. Παπαδόπουλος.
3. Γιάννης Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, σελ. 104-105, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1975.
4. Βλ. Μηνάς Παπαγεωργίου, Η άγνωστη επίκληση των Ελλήνων στον Δία το 1821, σελ. 55-58. Περιέχεται στην ειδική έκδοση της εφημ. Documento, 1821. Επανάσταση και εκκλησία.
5. Νέαρχος Φιλιππίδης, Κοσμάς ο Αιτωλός: διαφωτιστής ή σκοταδιστής; σελ. 84-95, Περιέχεται στην ειδική έκδοση της εφημ. Documento, 1821. Επανάσταση και εκκλησία.
Όλο το ζουμί είναι στις σημειώσεις: άθεοι και κομμουνιστές προσκλήθηκαν να μας πουν την αλήθεια!