Hθελε να έχει γνώση σε όλα ο Στέργιος και το κατάφερνε απόλυτα. Δεν υπήρχε συζήτηση που να μην λάμβανε θέση. Σπανίως άκουγε τους άλλους μιας και κατά τη διάρκεια κάθε συζήτησης, περισσότερο σκέφτονταν τι θα πει αυτός παρά το τι έλεγε ο συνομιλητής του.
Πηγή γνώσεων του ήταν οι επικεφαλίδες στις εφημερίδες και στα sites. Σπάνια βέβαια διάβαζε το κείμενο, αρκούνταν στην επικεφαλίδα, ελέω της οικονομίας χρόνου. Πώς αλλιώς θα προλάβαινε να έχει γνώμη επί παντός επιστητού; Ούτε λόγος βέβαια για βιβλία. «Εκατό σελίδες για να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα τριών γραμμών;» έλεγε ειρωνικά στους βιβλιοφάγους.
Τέτοιος βιβλιοφάγος, ήταν ο ξάδερφος του ο Μίμης. Δίπλα – δίπλα τα πατρικά τους σπίτια στο χωριό, μεγάλωσαν μαζί, αλλά σε τούτο το θέμα ακολούθησαν διαφορετική πορεία.
Ο Μίμης σαν μελετούσε ένα θέμα, διάβαζε κάθε λεπτομέρεια και συνεπώς σπαταλούσε αμέτρητες ώρες. Το χειρότερο όλων ήταν πως στο τέλος, διαπίστωνε πως στα περισσότερα θέματα υπήρχαν διαφορετικές οπτικές, λογικοί αντίλογοι και εν πάση περιπτώσει μπορεί τα πάντα να είχαν μια απάντηση αλλά αυτή τελούσε υπό την αίρεση των προϋποθέσεων. «Αν ισχύει αυτό, τότε θα συμβεί τούτο», έλεγε. Σπάνια όμως κατέληγε σε ένα συμπέρασμα καθαρό για να το υποστηρίξει αμέσως μετά. Υποστήριζε πολλές απαντήσεις επειδή τις συνέδεε με διαφορετικές προϋποθέσεις!!
Σε πολλές συζητήσεις λοιπόν, ο καημένος ο Μίμης κατέληγε να έχει, ας πούμε, μια ουδέτερη στάση. Τούτο, όμως δυστυχώς, εκλαμβάνονταν από τους συνομιλητές του ως αδυναμία, σε αντίθεση με τον Στέργιο που με σθένος υποστήριζε τα όσα έλεγε η όποια επικεφαλίδα, δημιουργώντας βέβαια ένα υποστηρικτικό μονόλογο, από το κεφάλι του βέβαια… Επί πλέον είχε με το μέρος του, τη συντριπτική πλειοψηφία των συνομιλητών αφού και αυτο ήταν ομοίως λάτρεις της ανάγνωσης των επικεφαλίδων.
Συντεταγμένοι οι… “επικεφαλιστές”, συντεταγμένα και τα συμπεράσματά τους. Ο Μίμης όμως επιφυλασσόταν. Και τι πως επιφυλασσόταν όμως. Οποτε προσπαθούσε, να αναφέρει ένα σημείο κάποιου άρθρου ή βιβλίου, συγκρίνοντας το και με άλλες πηγές, εκείνοι τον αγνοούσαν επιδεικτικά, διότι κατ’ αυτούς, οι επικεφαλίδες ήταν ξεκάθαρες σε αντίθεση με τη μελέτη του Μίμη η οποία ήταν πολύπλοκη και θολή.
Δίκιο είχαν, σκέφτηκε πριν δεκαπέντε χρόνια ο Μίμης, και δεν ξαναπάτησε τα πόδια του στα καφενεία.
Μόνος του στη μοναξιά του πορτατίφ, δίπλα στις στοίβες των βιβλίων του αναλογίζεται τι λάθος έκανε.