Μόνος. Αποφάσισε να μείνει μόνος. Όχι. Δεν το αποφάσισε εκείνος. Δεν το ονειρεύτηκε. Δεν το θέλησε. Επιβολή. Ναι. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Επιβολή, μια πράξη βιασμού από Ερινύες μεθυσμένες, από τη δύναμη του σκοταδιού.
Μοναξιά. Αυτή, θα ήταν η διέξοδος, από την σπείρα της ολέθριας καταστροφής, που καρτερικά έστηνε σχέδια ανατίναξης όλων όσων αγαπούσε. Εμπόλεμη κατάσταση, σε κάθε τόπο, σε κάθε χρόνο, σε κάθε Τώρα και Αργότερα. Ανεφοδίαστος, καθώς ήταν αποφάσισε να ταξιδέψει μόνος. Με το κορμί γυμνό. Απελευθερωμένο, από καλοντυμένες συμβάσεις και ακριβούς επιθετικούς προσδιορισμούς.
Έφτασε εκεί, που είχε ονειρευτεί. Ψηλά. Πάντα ονειρεύονταν με το κεφάλι ψηλά και με τα χέρια ανοιχτά. Διάπλατα, για να αγκαλιάζουν εκείνο το θαλασσινό αγέρι, που του είχε χαϊδέψει κάποτε τους ώμους. Τότε τον διαβεβαίωνε, πως η Νηνεμία, θα τον συντρόφευε για μια Ζωή. Για ποια ζωή; Πλάνη. Συνειδητοποίηση.
Μόνος. Στέκεται μόνος. Όρθιος. Υποθέτω, όχι για πολύ. Πίσω του πέτρες τρέχουν σαν βολίδες. Θέλουν να τον ξεπεράσουν. Ένας άτυπος αγώνας δρόμου είχε ξεκινήσει. Αδιέξοδο. Μπροστά του ξεχύνεται η θάλασσα. Το αιώνιο. Ο τερματισμός απειροποιείται. Σκέψεις. Εκείνος συνεχίζει να αναμένει. Απρόβλεπτη η επόμενη κίνηση. Αναμονή. Για την αφορμή, την ώθηση, την έλξη, την γέννηση της πράξης. Οι πέτρες συνεχίζουν την κατήφορο. Οπλίζονται με ξεχασμένα αγκάθια. Η αναμονή παγώνει. Ο Χρόνος μετατοπίζεται, αρχίζει να στροβιλίζεται και ο κόσμος αργά και βασανιστικά χάνει την τέλεια ύπαρξη του. Απέναντι ο Ορίζοντας παίζει προκλητικά με την ίριδα των κυμάτων. Για λίγο. Πάντα για λίγο. Από μια γραμμή γεννιέται η ψευδαίσθηση. Το Μέλλον. Εκείνο, μετά την πρώτη βαθιά ανάσα αρχίζει, να γελάει εριστικά. Ζωγραφίζει με μανία στις νεφέλες απροσδιόριστα στιγμιότυπα. Οι νεφέλες αποκτούν γρήγορη ταχύτητα και η ταχύτητα δημιουργεί τα πρώτα σύννεφα. Εκείνα πυκνώνουν. Οι άνεμοι ξεσπούν σε αστραπές. Οι πέτρες συνεχίζουν να τρέχουν. Μεταμορφώνονται σε στόματα, που καραδοκούν, για μια σταγόνα βροχής μήπως και ξεδιψάσουν. Άφαντο το γάργαρο νερό. Καταπίνουν λάσπη. Γεύση πικρή, που μοιάζει με χολή.
Εκείνος μόνος. Όχι πια. Έκανε, για συντροφιά του το Χάος.
Η απρόβλεπτη κίνηση κατακτά τον χώρο, που της αναλογεί. Εκείνος παρατηρεί. Αυτήν την φορά, με το κεφάλι χαμηλά και τα με χέρια μαζεμένα στη θέση της καρδιάς. Δεν έμεινε κανένας γλάρος, για να αφουγκραστεί το πέταγμα της δικής του Ψυχής. Τα πόδια του αρχίζουν να βυθίζονται από των κυμάτων την ορμή. Η άμμος υποχωρεί. Βρίσκει την δύναμη, για να ανατρέψει την ισχύ των αστρικών κανόνων. Δεν ήθελε να γίνει μάρτυρας της Αναγέννησης. Το δικό του σπέρμα είχε τελειώσει, όταν είχε αποφασίσει μόνος, για την πορεία της Ζωής του. Ντράπηκε. “Μέγα αμάρτημα ο ερμαφρόδιτος τρόπος της εξέλιξης”. Αυτό σκέφτηκε, καθώς γυρνούσε το στέρνο του αντίκρυ στις πέτρες. Εκείνες είχαν καταφθάσει. Ψήλωσαν απότομα. Άρχισαν, να ξερνούν, ότι είχαν καταπιεί. Μια ανελέητη επίθεση ξεκίνησε. Όλες εκείνες οι πέτρες κατασπάραξαν βέβηλα το γυμνό του κορμί. Εκείνο, που φρόντιζε να το λούζει με μύρα στις ατελείωτες στιγμές της μοναξιάς του. Νόμιζε, πως θα εξαγόραζε φθηνά την Αγιοσύνη με τούτην την προσήλωση στην προσομοίωση. Μια τελειότητα, που ο Μέγας Κανόνας την καταδικάζει σαν Ύβρη.
Εκείνο το σώμα, εκείνος, πέφτει αμαχητί.
Κανένα μύρο δεν απέμεινε, για την τελευταία προσευχή.
Ναι. Ξέρω τι θα σκεφτείς.
Αυτό το τέλος είναι μακάβριο πολύ, όμως αυτό το τέλος, ήταν η δική του επιλογή.