Ο «εξευρωπαϊσµός της Τουρκίας» αποτελεί επιδίωξη της ευρωπαϊκής πολιτικής από τον 18ο αιώνα.
Μια επιδίωξη ακατάπαυστα αισιόδοξη και µονίµως αποτυχηµένη.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90 και των αρχών του 2000 και εµείς στην Ελλάδα είχαµε αυτό το νεφέλωµα αντιλήψεων.
Μετά τα υβριδικά γεγονότα στον Έβρο, οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας πέρασαν µια µεγάλη κρίση και περιπέτεια, που όλη τη σηµειολογία του καβγά την άλλαξαν οι φονικοί σεισµοί στην Τουρκία.
Η αναµενόµενη επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα δεν κρύβει ίσως υψηλές προσδοκίες.
Ούτε επιτρέπει και πολλές αυταπάτες.
Στηρίζω όµως απόλυτα τον απευθείας διάλογο των δύο ισχυρών ηγετών.
∆εν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν οι κύριοι Μητσοτάκης και Ερντογάν από το να συναντιούνται και να συζητούν.
Ο Ερντογάν βέβαια είναι απρόβλεπτος, αλλά έχω εµπιστοσύνη στην ελληνική διπλωµατία ότι έχει προετοιµαστεί κατάλληλα.
Σε όλα τα διεθνή φόρα και σε όλους τους τοµείς, ο Έλληνας πρωθυπουργός κ. Κυρ. Μητσοτάκης έχει ξεκαθαρίσει ποιο θέµα συζητάµε µε την Τουρκία και τι δεν συζητάµε καθόλου.
Συνεπώς, µάλλον ο Ερντογάν δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες, γιατί και ο Μητσοτάκης έχει εσωτερικό ακροατήριο και τον παρακολουθεί λέξη µε λέξη.
Σύµφωνα µε µια µελέτη του ∆ιεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών (IISS) µε τίτλο ‘‘Αναταράξεις στην Ανατολική Μεσόγειο’’, η Ελλάδα είναι σε µια πολλαπλά δύσκολη γειτονιά.
Γι’ αυτό πρέπει να είµαστε σοβαροί και εµείς και οι Τούρκοι.
Με θέµατα εθνικής κυριαρχίας δεν καλαµπουρίζει κανείς.
Στη µελέτη που παρουσίασε το ∆ιεθνές Ινστιτούτο αναλύθηκε ο ρόλος των ΗΠΑ και των άλλων δυτικών παικτών, τα ενεργειακά σχέδια και ο ανταγωνισµός.
Όπως όλοι καταλαβαίνουν, τα πράγµατα δεν είναι καθόλου απλά και η ανάλυση που γίνεται από την ελληνική ηγεσία είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική.
Κανείς δεν πορεύεται µόνος στην πολλαπλά “δύσκολη” γειτονιά.
Στο ίδιο παζλ µπαίνει και το Κυπριακό που είναι το πρώτο θέµα αιχµής για την ελληνική διπλωµατία.
Συνεπώς τίποτα δεν καθιστά την Τουρκία λιγότερο γείτονα.
Η γεωγραφία µερίµνησε.