Μέχρι και σήµερα δεν έχει διαλευκανθεί τόσο στον τόπο µας όσο και αλλού η επιστηµολογική ταυτότητα των προγραµµάτων, µε αποτέλεσµα οποιαδήποτε περιβαλλοντική δραστηριότητα (φυσικής, χηµείας, βιολογίας, γεωλογίας, γεωγραφίας, λαογραφίας, ιστορίας, κοινωνιολογίας κ.ά.) να «χρεώνεται» στο χώρο της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Π.Ε.)
Συνηθίζεται επίσης να χαρακτηρίζονται ως προγράµµατα και µάλιστα αδιαµαρτύρητα και χωρίς καµιά αντίσταση από τα εξοικειωµένα, στην Π.Ε., µέλη της ερευνητικής ή πανεπιστηµιακής κοινότητας, θέµατα φυσικής οικολογίας ή κλιµατολογίας ή ωκεανογραφίας ή και άλλα θέµατα από γνωστικές περιοχές των αµιγώς περιβαλλοντικών επιστηµών. Το χειρότερο είναι ότι υπάρχουν περιπτώσεις καθηγητών στα πανεπιστήµια που εκλέχθηκαν για το έργο τους στην Π.Ε., ενώ στην πραγµατικότητα εκπόνησαν κάποιες «εργασίες», µονοδιάστατου, θεµατικά, περιβαλλοντικού περιεχοµένου. Ασφαλώς πρόκειται για σοβαρή και «τραγική» παρεξήγηση, η οποία υποσκάπτει επιστηµολογικά, αλλά και επιστηµονικά το κύρος και την αξιοπιστία του θεσµού της Π.Ε. Γιατί όπως έχει διασαφηνιστεί από πολλούς ερευνητές της Π.Ε., άλλο ζήτηµα είναι η Π.Ε. και άλλο οι Περιβαλλοντικές Επιστήµες. Ωστόσο, µπορεί να υφίστανται πολλά κοινά (θεµατικά κυρίως) σηµεία επαφής ανάµεσά τους. Όµως, επιτέλους πρέπει να σταµατήσει η (πιθανόν) σκόπιµη τάση, στάση και διάθεση πολλών ερευνητών (κυρίως των Φυσικών Επιστηµών) να εντάσσουν το ερευνητικό και συγγραφικό τους έργο (επί παντός επιστητού) στο χώρο της περιβαλλοντικής αγωγής και εκπαίδευσης.
Αρκεί να γραφτεί για την ακρίβεια και βασιµότητα της ηθεληµένης και σκόπιµης αυτής κατάστασης, που ανατρέπει τον πολυ-επιστηµονικό και διεπιστηµονικό χαρακτήρα της Π.Ε., ότι στα περισσότερα παιδαγωγικά τµήµατα των πανεπιστηµίων του τόπου µας, η Π.Ε. είναι ενταγµένη θεµατικά στο γνωστικό χώρο των Φυσικών Επιστηµών, µε αποτέλεσµα οι περισσότεροι απόφοιτοι των παιδαγωγικών τµηµάτων, που αύριο θα υπηρετήσουν τη φιλοσοφία και µεθοδολογία των προγραµµάτων Π.Ε. να θεωρούν ότι η Π.Ε. ταυτίζεται π.χ. µε τη Βοτανική. Μπορούµε όµως το πρόβληµα αυτό να το «παρατηρήσουµε και αντίστροφα», αν σκεφτούµε ότι στον τόπο µας ελάχιστα είναι τα τµήµατα (πλην της Ιατρικής ίσως) που δεν περιλαµβάνουν στα προγράµµατά τους την Π.Ε. Έτσι Π.Ε. διδάσκονται φοιτητές οικονοµικών, πολυτεχνικών, φιλοσοφικών, δασολογικών, θεολογικών και άλλων τµηµάτων.
Πριν λοιπόν πανηγυρίσουµε γι’ αυτή τη γενίκευση και εξέλιξη της τάσης για Π.Ε., ας σκεφτούµε πάλι ότι αρκετοί από τους απόφοιτους αυτούς νοµίζουν ότι ΠΕ είναι η ρύπανση (µόνο) του περιβάλλοντος ή η αειφορική (µόνο) προσέγγιση των οικονοµικών θεµάτων ή και άλλες µονοδιάστατες, θεµατικά, κατευθύνσεις. Επίσης, ας είµαστε βέβαιοι ότι αρκετοί από τους απόφοιτους των τµηµάτων αυτών θεωρούν ότι η ιστορική, κοινωνιολογική, αρχιτεκτονική και οικονοµική διάσταση (µόνο) των «αυθαιρέτων κτισµάτων» (για παράδειγµα), «αρκεί» για να εντάξει τη δραστηριότητα αυτή στη φιλοσοφία και µεθοδολογία της Π.Ε. Ωστόσο, χρειάζεται να γίνει κατανοητό και αποδεκτό από όλα τα µέλη της συνερευνώσας κοινότητας (σπουδαστών-εκπαιδευτικών- ερευνητών-γονέων) ότι οποιοδήποτε θέµα, είτε αυτό της ρύπανσης, είτε της φτώχιας στον Τρίτο Κόσµο, είτε του ρατσισµού, είτε των µεταλλαγµένων προϊόντων, είτε της αυθαίρετης δόµησης, είτε και άλλων θεµάτων, µπορεί να θεωρηθεί ως πρόγραµµα Π.Ε., αν αυτό πολυ-επιστηµονικά και διεπιστηµονικά διερευνά (µε βιωµατικές όµως µεθοδολογικές πρακτικές) τις σχέσεις ανθρώπου-κοινωνίας- φύσης. ∆ίνω αυτή την έκταση και βαρύτητα στο ζήτηµα της επιστηµολογικής ταυτότητας των προγραµµάτων Π.Ε., γιατί θεωρώ ότι το πρωταρχικότερο και σηµαντικότερο ακόµη και σήµερα πρόβληµα της Π.Ε. είναι η σύγχυση που επικρατεί για το «τι είναι και τι δεν είναι Π.Ε.».
Ωστόσο δεν έχει κατανοηθεί πλήρως η αναγκαιότητα προσέγγισης και των γνωστικών και των συναισθηµατικών και των ψυχοκινητικών στόχων και πρακτικών, σε ένα πρόγραµµα Π.Ε. Έτσι, άλλα προγράµµατα Π.Ε. δίνουν έµφαση µόνο στο γνωστικό τοµέα µάθησης, άλλα µόνο στο συναισθηµατικό τοµέα (και είναι αρκετά), ενώ κάποια άλλα (τα λιγότερα) δίνουν έµφαση µόνο στον ψυχοκινητικό τοµέα. Όµως, ένα πρόγραµµα που δεν λαµβάνει υπόψη του, την αρµονική προσέγγιση και των τριών κατηγοριών στόχων, δεν είναι πρόγραµµα Π.Ε., όπως και ένα πρόγραµµα -κατά τα προηγούµενα- που λαµβάνει υπόψη του µόνο το φυσικό ή µόνο το κοινωνικό περιβάλλον και όχι την ολιστική σχέση ανθρώπου-κοινωνίας-φύσης δεν είναι πρόγραµµα Π.Ε. Είναι απλώς ένα πρόγραµµα (και ίσως και ποιοτικό από την πλευρά του) φυσικής, χηµείας, ιστορίας, κοινωνιολογίας ή οποιασδήποτε άλλης µονοδιάστατης γνωστικής περιοχής.
Όµως µε την ανακαλυφθείσα -από κάποιους- θεωρία του κονστρουκτιβισµού (ο ελληνικός όρος, εποικοδοµητισµός, φαίνεται γλωσσικά αδόκιµος) κυρίως για τις φυσικές, αλλά και άλλες επιστήµες, που διερευνά τις πρωτογενείς (εναλλακτικές) ιδέες και σκέψεις των παιδιών για τον κόσµο τους, οι οποίες χρειάζεται να αλλάξουν εννοιολογικά και να µεταβληθούν σε ιδέες που προσεγγίζουν το επιστηµονικό πρότυπο, επιχειρείται απ’ αυτούς να εντάξουν την τάση του κονστρουκτιβισµού, στις οικοπεριβαλλοντικές εκπαιδευτικές αντιλήψεις συµπεριφοράς και µάθησης. Όµως η προσπάθεια αυτή φαίνεται αποσπασµατική και µετέωρη, αν δεν συµπεριλάβει και όλα εκείνα τα συναισθηµατικά, κοινωνικά και πολιτισµικά στοιχεία που διαµορφώνουν την οικο-περιβαλλοντική ηθική και προβληµατική. Βεβαίως, κάποιες πτυχές του εποικοδοµητισµού, ως επιστηµολογικής και ψυχολογικής θεωρίας και πρακτικής, µπορούν να επηρεάσουν θετικά τις µεθοδολογικές προσεγγίσεις των προγραµµάτων Π.Ε., και κυρίως αυτές που αφορούν το γνωστικό τους τοµέα. Ωστόσο, νιώθω την αγωνία κάποιων συναδέλφων, κυρίως των Φυσικών Επιστηµών, για την «επικαιροποίηση» των προγραµµάτων Π.Ε. και το «µπόλιασµά» τους µε τις κονστρουκτιβιστικές λογικές. Όµως, η προσπάθειά τους θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιµη και αποτελεσµατική, αν υπηρετούσε µε συνέπεια και µε το ίδιο πάθος και τους δύο χώρους (και αυτούς των Φυσικών Επιστηµών, αλλά και αυτούς της Π.Ε.), και αν κατάφερναν να µη συγχέουν τους στόχους, τις αρχές και τις µεθόδους τους. Γιατί ολοφάνερα οι στόχοι, οι σκοποί και οι επιδιώξεις της Περιβαλλοντικής Αγωγής και Εκπαίδευσης είναι τελείως διαφορετικοί από αυτούς των Φυσικών Επιστηµών, στηριγµένοι στη συστηµική λογική και στην ολιστική- διεπιστηµονική προσέγγιση.
Επίσης κρίνω ως ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα την ένταξη των νέων επιστηµολογικών και µεθοδολογικών τάσεων του «στοχαστικού ακτιβισµού» και των «ευφάνταστων βιωµατικών στρατηγικών» στην Π.Ε., οι οποίες βασίζονται κυρίως στις αντιλήψεις του C. Rogers για τη σχέση του Curriculum µε τα προσωπικά ενδιαφέροντα των παιδιών και τις εµπειρίες που αυτά βιώνουν στις οµάδες εργασίας τους. Και ακόµη νιώθω ευτυχής όταν συµπορεύοµαι και µε άλλους ερευνητές που θεωρούν ότι η προσωπικότητα του δασκάλου-εµψυχωτή- επιµορφωτή χρειάζεται να εµπεριέχει τη γνώση των θεωριών δυναµικής των ανθρώπινων οµάδων, των θεωριών ανθρώπινης συµπεριφοράς, της φιλοσοφίας των ιδεών και άλλων ιστορικών, κοινωνιολογικών, φιλοσοφικών και ψυχολογικών στοιχείων που ο γράφων έχει εντάξει στο αντικείµενο της οικο-περιβαλλοντικής Ψυχολογίας, το οποίο προσφέρεται στους µετεκπαιδευόµενους δασκάλους του ∆ιδασκαλείου ∆.Ε. Πανεπιστηµίου Αθηνών από το 1996. Γιατί η γνώση, από τον εκπαιδευτικό της Π.Ε., φιλοσοφικών, επιστηµολογικών, ψυχολογικών και κοινωνιολογικών στοιχείων για τον άνθρωπο, τη φύση, την κοινωνία, την οικονοµία, την παραγωγή και τη σχέση τους µε το εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό γίγνεσθαι, καθιστά τα προγράµµατα Π.Ε. περισσότερο στέρεα, σοβαρά, «αξιοπρεπή» και αποτελεσµατικά, δικαιώνοντας έτσι τον κοινωνικό, πολιτισµικό και ηθικό τους χαρακτήρα.
Αισθάνοµαι επίσης την ανάγκη να συµµετάσχω στην προσπάθεια όλων εκείνων που αγωνιούν για το αν ένα πρόγραµµα Π.Ε. καλύπτει το γνωστικό και µεθοδολογικό τρίπτυχο: από-µέσα και για χάρη του περιβάλλοντος, που αποτελεί την πεµπτουσία κάθε «εναλλακτικής παιδαγωγικής δράσης» στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι. Το τρίπτυχο αυτό (που για τον γράφοντα αποτελεί το πιο ριζοσπαστικό σλόγκαν που έχει γραφτεί ποτέ για τη γνώση, τη µέθοδο, το σχολείο και την κοινωνία) οφείλει να ενταχθεί και στη «συνείδηση» όλων εκείνων που προσφάτως ανακάλυψαν το ιδεολόγηµα της αειφορικής ανάπτυξης. Για να µπορέσει έτσι η περιπόθητη και επιζητούµενη «αειφορία» να «βιωθεί» αληθινά, ουσιαστικά και πραγµατιστικά για όλους τους πολίτες της πλανητικής µας κοινωνίας, µέσω και της αµφίδροµης -ιστορικά- «σχέσης ατοµικού και συλλογικού», της οποίας η ανατροπή υπονοµεύει την κοινωνική πρόοδο.
Κρίνω, ακόµη, ως εντυπωσιακή την άποψη που θεωρεί ότι η οικοπεριβαλλοντική προβληµατική, µεθοδολογία και δράση χρειάζεται να επικεντρώνεται στις «µνήµες» των παιδιών και στις επισκέψεις τους σε φυσικά περιβάλλοντα που σχετίζονται µε τις αναµνήσεις τους. Μνήµες, εµπειρίες και παραστάσεις της παιδικής και εφηβικής ηλικίας (κάτι σαν φροϋδικό ανάλογο προσαρµοσµένο στη σχέση της µε την περιβαλλοντική συνείδηση), «τραυµατίζουν» θετικά, καίρια, αποτελεσµατικά και αποφασιστικά τις νεανικές συνειδήσεις για να µπορέσουν έτσι αυτές να «εθιστούν» εύκολα και αβίαστα στις µεθοδολογικές διαδικασίες και επιδιώξεις των προγραµµάτων Π.Ε. Και τούτο γιατί χρόνιοι πειραµατισµοί, µεθοδολογικές επινοήσεις και ψυχολογικοί ακροβατισµοί µου στο χώρο των προγραµµάτων Π.Ε., µε έχουν πείσει ότι το παραπάνω φροϋδικό (µε την απλή ψυχαναλυτική και µόνο έννοια του όρου) εύρηµα, συνιστά θετικό καταλύτη των προσδοκιών και επιδιώξεων της Π.Ε.
Τέλος, η έρευνα για τις µεθοδολογικές πρακτικές και τα µέσα αξιολόγησης των προγραµµάτων Π.Ε., στο επίπεδο της σχολικής µονάδας, δεν είναι ακόµη ούτε επαρκή ούτε πρόσφορα. Ο γράφων χρόνια τώρα εργάζεται στο µεθοδολογικό αυτό επίπεδο, και µια απόπειρα διαµόρφωσης ενός πλαισίου ολιστικής αξιολόγησης για προγράµµατα Π.Ε. στη σχολική µονάδα παρουσίασε τον Ιούνιο σε ∆ιεθνές Συνέδριο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που έγινε στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, αλλά και σε σεµινάρια επιµόρφωσης όλων των Υπευθύνων Νοµών και Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, που οργάνωσε το ΥΠΕΠΘ, τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, για την αξιολογική φάση των προγραµµάτων ΠΕ στη σχολική µονάδα, η εµπειρία µου από το σχεδιασµό, την εφαρµογή, την εποπτεία και την παρακολούθηση πολυάριθµων προγραµµάτων Π.Ε. σε όλους τους νοµούς της χώρας µας, αλλά και πέραν αυτής, έχει δείξει ότι το µεθοδολογικό-αξιολογικό αυτό στάδιο δεν είναι γνωστό, προσιτό και πρόσφορο στα µέλη των παιδαγωγικών οµάδων που συντονίζουν προγράµµατα Π.Ε. Γι’ αυτό και χρειάζεται περισσότερη πληροφόρηση, πειραµατισµός και έρευνα για το στάδιο της αξιολόγησης ενός προγράµµατος Π.Ε., για να καταστούν έτσι αξιόπιστες και έγκυρες όλες οι µεθοδολογικές του φάσεις.
Τις συνοπτικές αυτές παρατηρήσεις, διαπιστώσεις, κρίσεις και προτάσεις βασίζω σε ερευνητικά στοιχεία, αλλά και στην πολύχρονη γνώση και εµπειρία µου. Μάλιστα, νιώθω ιδιαίτερη ικανοποίηση, που ως µελετητής και ερευνητής της Π.Ε., αλλά και επιµορφωτής εκπαιδευτικών όλων των βαθµίδων της εκπαίδευσης, για 35 χρόνια, κατάφερα να εντάξω στη λογική της Π.Ε. και την έννοια της αγωγής. Για να µην περιορίζεται έτσι η Π.Ε. µόνο στο γνωστικό επίπεδο των εννοιών, που αφορούν κυρίως την ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ, αλλά να επεκτείνεται και στο συναισθηµατικό επίπεδο των στάσεων, συµπεριφορών και αξιών, το οποίο κυρίως αφορά την ΑΓΩΓΗ που βιώνεται ευκολότερα στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση.
Με άλλα λόγια, η Π.Ε. οφείλει να δίνει έµφαση και στην Αγωγή, µετατρέποντας έτσι τον όρο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ, στον ακριβέστερο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ.
Όµως, το θεσµό της Π.Ε. κάποιοι από εµάς (αλλά και από τους νεότερους) πόνεσαν, µελέτησαν, υπηρέτησαν, δοκίµασαν, «έψαξαν», εφάρµοσαν και αγάπησαν, αν και, όπως συµβαίνει µε όλες τις καινοτοµίες και τις εναλλακτικές παιδαγωγικές, κάποιοι «χρίστηκαν καθοδηγητές», µέσω κυρίως διοικητικών και συνδικαλιστικών πρακτικών, χωρίς ποτέ να έχουν αναπτύξει ένα πρόγραµµα Π.Ε. στα σχολεία τους. Επιπροσθέτως, το θεσµό αυτό αµφισβητήσαµε ως «παραδοσιακοί» γονείς ή «παραδοσιακοί» µαθητές, που ζητήσαµε «εδώ και τώρα», γρήγορα και πολλά οφέλη από την εφαρµογή προγραµµάτων Π.Ε. Ζητήσαµε δηλαδή τα προγράµµατα αυτά να είναι αποδοτικά, καλύπτοντας όλους τους στόχους που αυτά χάραξαν. Όµως, ένα σχολικό πρόγραµµα και µάλιστα εναλλακτικής παιδαγωγικής δράσης δεν είναι πάντα αποδοτικό, σε µια κοινωνία που κατευθύνεται σε «αντίθετες επιδιώξεις». Μένει όµως το «κέρδος» της µεθοδολογικής ελκυστικότητάς του για τα παιδιά, το χαµόγελο, η υπερηφάνεια, η χαρά και η αισιοδοξία που «αισθάνθηκαν» µέσα από τα προγράµµατα αυτά, αλλά και αυτή η ίδια η «δροσιά», η «ανάσα» και η «χάρη» που πρόσφεραν τα προγράµµατα Περιβαλλοντικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, στο -ακόµη και σήµερα- άκαµπτο, θεωρητικό και νοησιαρχικό εκπαιδευτικό µας σύστηµα.
*Ο ∆ρ. ΑΡΤΕΜΗΣ ΑΘΑΝΑΣΑΚΗΣ, M.Sc., M.Ed.
είναι Καθηγητής Φυσικών & Περιβαλλοντικών Επιστηµών
ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ
1. Αθανασάκης Α., Νέοι Προσανατολισµοί στην Εκπαίδευση, ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, 5, 1982.
2. Αθανασάκης Α., Η Περιβαλλοντική Αγωγή και Εκπαίδευση στο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστηµα, ΧΡ. ∆ΑΡ∆ΑΝΟΣ, Αθήνα 2010.
3. Αθανασάκης Α., ∆ιερεύνηση των επιστηµολογικών και µεθοδολογικών προβληµάτων που προέκυψαν κατά την πορεία εφαρµογής του θεσµού της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, Πρακτικά 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, Π.Ε.ΕΚ.Π.Ε., AOijva 1999.
4. Hammerman Ε. and Voelker Α., Research based objectives for Environmental Education, SCIENCE EDUCATION, 71, 1987.
5. Pike G., Selby D., Global Teacher – Global Learner, HODDER AND / STOUGHTON, London 1988.
6. Robotton J. and Hart P., Research in Environmental Education, К DEAKIN UNIVERSITY PRESS, Geelong 1993.
7. Sauvè L., Pour une reserche de type critique en education relative à l’ environnement, LES CAHIERS DU LAPRAP’S, 1997.
8. Whitmor D., Η χαρά της µάθησης, ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ, Αθήνα 1997.
9. UNESCO-UNEP, Strategies for the training of teachers in Environmental Education, 25, 1994.
10. Zelejny L.C., Educational inventions that improve environmental behaviour: A meta-analysis, THE JOURNAL OF ENVIRONMENTAL EDUCATION, 31, 1999.
∆ρ. ΑΡΤΕΜΗΣ ΑΘΑΝΑΣΑΚΗΣ*