» László Krasznahorkai (μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι, εκδόσεις Πόλις)
Στη Διόρθωση του Τόμας Μπέρνχαρντ, ο σαρανταδυάχρονος Ρόιτχαμερ, μετά από τριετή μελέτη, κατασκευάζει σε διάστημα επίσης τριών ετών το οικοδόμημα που θεωρούσε πως ταίριαζε στην αδερφή του, τον επονομαζόμενο «κώνο», όμως εκείνη, η αδερφή του, μόλις το αντίκρισε ολοκληρωμένο, πέθανε, κι εκείνος, ο Ρόιτχαμερ, αφού πρώτα κληροδότησε το οικοδόμημα στο κράτος, θέτοντας τον όρο να εγκαταλειφθεί στη φύση, αυτοκτόνησε, κάποια χρόνια μετά, στο μυθιστόρημα του Κρασναχορκάι, Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ, κάπου στην κεντρική Ευρώπη, ένας άλλος φυσικός επιστήμονας, καθηγητής αυτός με αντικείμενο εξειδίκευσης την πλέον ταπεινή μορφή χλωρίδας, με σπουδαία φήμη να τον ακολουθεί, αηδιασμένος απ’ όλα, παραδομένος στη ματαιότητα της έρευνας, εγκαταλείπει την πόλη, αφού πρώτα επιχειρήσει να εξαφανισθεί γραφειοκρατικά, ρευστοποιεί την περιουσία του και πηγαίνει στο προάστιο Βάτα, όνομα και πράγμα, όπου στο κέντρο τους υπάρχει μια κατασκευή από λαμαρίνες, το οικοδόμημα που του ταιριάζει, παραδομένο από καιρό στη φύση, το κατάλληλο, με λίγες μόνο επεμβάσεις, κρησφύγετο από τον κόσμο.
Την ίδια στιγμή, ο βαρόνος Μπέλα Βένκχαϊμ, που για χρόνια ζούσε στο Μπουένος Άιρες, γόνος μιας αριστοκρατικής οικογένειας, θα βρεθεί μπλεγμένος σε χρέη προς το καζίνο, η φυλάκιση σε σχέση με το σκάνδαλο μοιάζει να είναι το μικρότερο κακό, θα καταφέρει, όπως οι άτακτοι γόνοι καταφέρνουν, να ξεφύγει από τη δυσάρεστη αυτή θέση, χάρη στην επέμβαση της οικογένειας, η πληρωμή του χρέους, το κλείσιμο της υπόθεσης, ο όρος που του τίθεται από τους σωτήρες συγγενείς και διαχειριστές της περιουσίας είναι να εγκαταλείψει την Αργεντινή, να επιστρέψει στη Μαδρίτη, να πάψει να κηλιδώνει το οικογενειακό όνομα, και εκείνος, πάντοτε αμίλητος, σε μια φαινομενική τουλάχιστον κατάσταση απάθειας, υπακούει, περνάει ώρες στο γραφείο του δωματίου του σβήνοντας και σκίζοντας επιστολόχαρτα, θυμάται τον νεανικό του έρωτα, πριν εγκαταλείψουν την Ουγγαρία μετά από όσα συνέβησαν τότε, θα στείλει εν τέλει την επιστολή, όμως αμέσως θα μετανιώσει για την παρόρμησή του αυτή, θα βιαστεί να συντάξει μια δεύτερη, απολογητική της πρώτης, θα απαιτήσει, ναι, αυτός ο αμίλητος και άβουλος άνθρωπος θα απαιτήσει, να επιστρέψει εκεί, όπου η φήμη του ήδη προηγείται, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, κυβερνητικών και αντιπολιτευτικών, έχουν καταστήσει την επικείμενη άφιξή του ως το πλέον σημαντικό γεγονός, οι τοπικές αρχές εποφθαλμιούν την περιουσία του, ορέγονται επενδύσεις, ετοιμάζουν μια μεγαλειώδη υποδοχή, μια υποδοχή αντάξια ενός βαρόνου ευπατρίδη.
Στον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή αυτής της ιστορίας ο Κρασναχορκάι τοποθετεί έναν ιμπρεσάριο, που καθόλου δεν αγαπάει τη μουσική, κι όμως είναι υπεύθυνος να συντονίσει τη φάλτσα ορχήστρα για μια και μοναδική παράσταση, αυτό εξηγεί στους μουσικούς, τη στιγμή που τρώει ένα μήλο, το οποίο λάμπει στο φως του ήλιου, επισημαίνοντάς τους πως αν και εκείνος γνωρίζει τα πάντα, εκείνοι, οι μουσικοί, οφείλουν να του ομολογήσουν ακόμα και την πλέον ελάχιστη λεπτομέρεια, τι χορδές χρησιμοποιούν, για παράδειγμα, τι όνειρα βλέπουν ή σε τι ελπίζουν, παρότι κάτι τέτοιο καμία σημασία δεν έχει, γιατί κάθε ελπίδα θα διαψευστεί, και αν κάποιος αποχωρήσει άμεσα θα αντικατασταθεί, διότι εγώ είμαι απλώς εκείνος που εδώ επιτηρεί τα πάντα, εγώ είμαι εκείνος που δεν δημιουργεί, αλλά απλώς παρίσταται πριν από κάθε μία φωνή, διότι εγώ είμαι εκείνος που, μα τον Θεό, περιμένει μονάχα να τελειώσουν όλα αυτά.
Ο βαρόνος Μπέλα Βένκχαϊμ διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας για λίγους μήνες το 1875, κι αυτό το νήμα συνωνυμίας μόνο τυχαία δεν τοποθετείται εδώ από τον συγγραφέα, όπως και κανένα άλλο άλλωστε, καθώς η τυχαιότητα εδώ δεν υφίσταται, τα πάντα είναι προσχεδιασμένα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, και είναι ένα μόνο από τα νήματα που καθιστούν και αυτό το μυθιστόρημα του Κρασναχορκάι πρωτίστως πολιτικό, κάτι μάλλον αναπόφευκτο από τη στιγμή που η πλοκή λαμβάνει χώρα στη σημερινή Ουγγαρία, που διαθέτει ίσως την πλέον ακροδεξιά κυβέρνηση του δυτικού κόσμου, υπό τον πρωθυπουργό Κόρμπαν, κυβέρνηση που προήλθε μέσα από εκλογική διαδικασία και που η πολιτική της δεν θα μπορούσε να σταθεί αν δεν είχε έρεισμα στην κοινωνία, κάτι στο οποίο αν και στενάχωρα σκληρό οφείλει κανείς να σταθεί και να το επισημάνει, τη στιγμή που στα κλειστά σύνορα βρίσκονται εγκλωβισμένοι εκατοντάδες μετανάστες, ο ρατσισμός επελαύνει, οπλισμένες φασιστικές ομάδες περιπολούν, το βιωτικό και μορφωτικό επίπεδο είναι σε συνεχή πτώση, δικαιώματα και ελευθερίες υπό εξαφάνιση, η υποδοχή που ετοιμάζεται για τον βαρόνο δείχνει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που λειτουργούν και σκέφτονται, όχι μόνο οι αρχές αλλά και μεγάλο μέρος του πληθυσμού, διατεθειμένοι να ωραιοποιήσουν την κατάσταση για χάρη του υψηλού επισκέπτη, απομακρύνοντας από τους δρόμους άστεγους και ζητιάνους, εκκενώνοντας ιδρύματα και προετοιμάζοντας εκδηλώσεις χαρούμενες, και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αυτή την αναμενόμενη αντίδραση του κρατικού μηχανισμού και της τοπικής κοινωνίας για να δείξει το σαθρό υπόβαθρο και την επικράτηση του φαίνεσθαι, τον τρόπο με τον οποίο ο πληθυσμός ασχολείται με τα κοινά, τον ρόλο των δημοσιογράφων, την επίδραση της ποπ κουλτούρας, τον ιδεατό και ανέφικτο έρωτα, τη σχέση πατέρας κόρης και τόσα άλλα ακόμα.
Είναι εντυπωσιακό το πόσο σύγχρονο και συνάμα παλιακό δείχνει αυτό το μυθιστόρημα, ο τρόπος με τον οποίο το μεταμοντέρνο συνομιλεί με το κλασικό, γεγονός που επιβάλλει μια άχρονη αναγνωστική πρόσληψη, έτσι κάπως, σκέφτεσαι, ήταν πάντοτε τα πράγματα, και κάπως έτσι, σκέφτεσαι, θα συνεχίσουν να ‘ναι, και πάντοτε θα υπάρχουν εκείνοι που σαν τον καθηγητή της ιστορίας αυτής θα καταφεύγουν κάποια στιγμή αηδιασμένοι στον αναχωρητισμό, έχοντας χάσει κάθε πίστη και προσδοκία ανθρώπινη, την ίδια στιγμή που στον σταθμό του τρένου το πλήθος κρατώντας σημαιάκια θα περιμένει να υποδεχτεί κάποιον σωτήρα, έναν σύγχρονο μεσσία, σε μια σκηνή που από μόνη της προκαλεί το γέλιο, ένα γέλιο όμως που αποδεικνύεται βιαστικό και πικρό, που σε δεύτερο χρόνο γίνεται ένας κόμπος στον λαιμό, γέλιο που αποτελεί το έσχατο, θαρρείς, καταφύγιο μπροστά σε μια συνθήκη που προκαλεί θλίψη και τρόμο, τέτοιο είναι το χιούμορ στο οποίο καταφεύγει ο συγγραφέας, ο τρόπος του να μιλήσει για όσα συμβαίνουν στη χώρα του, γιατί μπορεί ο χρόνος, παρότι εμφανώς και με ακρίβεια προσδιορισμένος, να φαντάζει αόριστος και παντοτινός, όμως ο τόπος είναι διαρκώς παρών, η Ουγγαρία, με τα τροποποιημένα ονόματα των προαστίων, είναι πανταχού παρούσα. Η Ουγγαρία δεν μοιάζει διόλου μακρινή στον αναγνώστη.
Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ είναι πάνω και πέρα απ’ όλα ένα εντυπωσιακό μυθιστόρημα από το οποίο τίποτα δεν λείπει και κανένα κείμενο παρουσίασης δεν θα μπορούσε να σταθεί αντάξιο υποκατάστατο της αναγνωστικής εμπειρίας, μυθιστόρημα στο οποίο ο Κρασναχορκάι καταφέρνει, παρότι φαινομενικά χρησιμοποιεί τα ίδια γνώριμα και στα υπόλοιπα μυθιστορήματά του υλικά, να μην επαναληφθεί, όμως, το να σταθεί κάποιος μόνο στις τεχνικές αρετές του μυθιστορήματος, επικεντρώνοντας ίσως την αναφορά του στον τρομακτικής δεξιότητας μακροπερίοδο λόγο, θα αδικούσε την ιστορία, καθώς Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ είναι ένα από τα μυθιστορήματα εκείνα στα οποία μορφή και περιεχόμενο στέκουν ισάξια, υπηρετώντας το συγγραφικό όραμα, και απαντούν εμφατικά στο κίβδηλο ερώτημα για το αν γράφεται σπουδαία λογοτεχνία στις μέρες μας.
Ξεχωριστή μνεία για τον άθλο της μετάφρασης στη Μανουέλα Μπέρκι αλλά και στον Δημήτρη Αθηνάκη για την επιμέλεια.