Ξύπνησε μες τα μαύρα μεσάνυχτα. Ένοιωσε το βαρύ πέπλο να βαραίνει την ανάσα του. Τον κυρίεψε ο φόβος. Ήτανε μόνος. Απόλυτη σιωπή.
Ταυτίστηκε με τη νύχτα κι ένοιωσε συμπάθεια κι ήθελε να της πιάσει την κουβέντα, να ξορκίσει τους φόβους του.
– Σ’ αρέσει έτσι που είσαι μαύρη, σιωπηλή; τη ρωτά.
– Ωραία είναι, του απαντά.
– Με κοροϊδεύεις; Σα να μου λες ότι είναι ωραία που είμαι γέρος και μόνος.
– Δεν ήσουν κάποτε παιδί, έφηβος, νέος; Δεν μεγάλωσες;
– Ασφαλώς κι έγινε έτσι. Αλλά τι προσπαθείς να μου πεις;
– Θέλω να σου πω αυτό που πρέπει να γνωρίζεις και να λες ωραία είναι. Πριν κάποιες ώρες
θυμήσου, το λυκαυγές, το χάραμα, το ξημέρωμα, την ανατολή. Πόσοι το χάρηκαν; Θυμήσου το καταμεσήμερο, το κορύφωμα της μέρας, τέλος εργασίας. Ανάπαυση. Θυμήσου το δειλινό, το ηλιοβασίλεμα. Τι μαγεία! Θυμήσου το σούρουπο, το βράδυ, τ’ αστέρια, το φεγγάρι. Άλλες δραστηριότητες, άλλη διάθεση. Κι ήρθα μετά εγώ η νύχτα. Είμαι ο χρόνος που έκανα την πορεία μου. Ωραία ήταν, ωραία είναι. Κουβαλάω την ομορφιά. Ωραία είναι και τώρα που συναντήθηκα μαζί σου.
– Ναι, αλλά εσύ περιμένεις να διαδεχθείς το λυκαυγές, το χάραμα, το ξημέρωμα, το πρωί, το μεσημέρι. Πόσο φως… Εγώ τι, θα ξαναγεννηθώ;
– Μπορεί.
– Όχι ασάφειες, θέλω σίγουρα να το ξέρω.
– Δεν ωφελεί να το ξέρεις. Ωφελεί μόνο να λες ωραία είναι.
– Το είπες όταν ήσουν παιδί; Το είπες όταν ήσουν νέος, ζωντανός, δραστήριος, που γεύτηκες όλες τις χαρές του κόσμου; Το είπες όταν ήσουν μεσήλικας γεμάτος εμπειρίες;
– Όχι. Γιατί όταν ήμουν μικρός ήθελα να μεγαλώσω και να κάνω πράγματα που έκαναν οι μεγάλοι. Όταν μεγάλωσα, ήθελα να ήμουν νέος, γιατί δεν έκανα αυτά που ήταν για την ηλικία μου. Και βέβαια ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα παραμεγαλώσω, κοινώς θα γεράσω και θα γίνω σαν εσένα.
– Γι’ αυτό να λες, ωραία είναι. Η κάθε ηλικία όταν ξέρεις και μπορείς να τη ζεις, να τη χαίρεσαι. Όπως και η κάθε ώρα της μέρας και της νύχτας ωραία είναι, γιατί κάτι έχει να σου προσφέρει.
Ξεχάστηκε με την κουβέντα αλλά και ανακουφίστηκε. Γαλήνεψε. Μέχρι που ήρθε το ξημέρωμα. Η νύχτα έγινε μέρα. Ο γέρος δεν ξαναγεννήθηκε, αλλά ήταν η πρώτη φορά που είπε, ωραία είναι. Κάπου εκεί χτύπησε το τηλέφωνο.
– Παππού τι κάνεις, έλα το μεσημέρι να φάμε.
– Νάτην η χαρά μου. Ωραία είναι. Να το δικό μου ξημέρωμα.
Για όλους υπάρχει ένα ξημέρωμα. Η επόμενη μέρα η συνέχεια. Ακόμα και γι’ αυτούς που δεν υπάρχουν παιδιά κι εγγόνια, υπάρχει μια συνέχεια. Ένα βιβλίο… ένα ποίημα… ένα δέντρο… ένα έργο τέχνης, μια σοφία…. κάτι…
Όπως και να ‘ναι η ζωή αρκεί να λες… ωραία είναι κι έτσι.