Οι προθήκες πολυκαταστημάτων σε χώρες όπως η Γαλλία, αρχίζουν να παρουσιάζουν έλλειψη τροφίμων και αυτό είναι πηγή ανησυχιών για το κέντρο λήψης αποφάσεων στις Βρυξέλλες. Δεξαμενές σκέψης σκύβουν στο πρόβλημα και προσπαθούν να εξηγήσουν τι μέλλει γενέσθαι1.
H Ε.Ε. μπορεί να εγκρίνει οποιοδήποτε μέτρο βιωσιμότητας για την παραγωγή γεωργικών τροφίμων κρίνει σκόπιμο, αλλά πρέπει να είναι σε θέση να τα αιτιολογεί όταν επηρεάζουν το διεθνές εμπόριο. Η ΕΕ μπορεί να επιβάλει πρότυπα στα εισαγόμενα γεωργικά προϊόντα διατροφής για λόγους υγείας των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών – ιδίως όταν τα πρότυπα αποσκοπούν στην προστασία των προαναφερθέντων εντός της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η σκέψη είναι μια από τις αρχές που πρεσβεύει η ΕΕ και πολλές δεξαμενές σκέψης έχουν καταναλώσει τόνους μελάνι υπενθύμισης και υποστήριξης.
Η φιλοδοξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) να καταστήσει την παραγωγή γεωργικών τροφίμων πιο βιώσιμη περιλαμβάνει την προώθηση μιας παγκόσμιας πράσινης μετάβασης. Το διεθνές εμπόριο θα πρέπει να συμβάλει στην προώθηση του μετασχηματισμού των συστημάτων τροφίμων. Δεδομένου ότι η συμπερίληψη προτύπων βιωσιμότητας στις διμερείς εμπορικές συμφωνίες συνεπάγεται συμβιβασμούς και ενδέχεται να μην αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα σε εύλογο χρονικό διάστημα, η επιλογή μονομερούς δράσης έχει τραβήξει όλο και περισσότερο τα φώτα της δημοσιότητας στην ΕΕ, με τα λεγόμενα «μέτρα κατόπτρου (καθρέφτη).
Αυτό εγκυμονεί κινδύνους δημιουργίας νέων εμποδίων στο εμπόριο, που, ως μονομερής δράση είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει δυσαρέσκεια μεταξύ των εμπορικών εταίρων της ΕΕ και μπορεί να αποτελέσει μόνο ένα βήμα στη συνολική προσπάθεια της ΕΕ να προωθήσει τη βιωσιμότητα στην παραγωγή γεωργικών τροφίμων, όχι μόνο στην ΕΕ, αλλά και παγκοσμίως.
Το διακύβευμα είναι κοινή ανησυχία. Τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα και διαδικασίες είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων, για τη στήριξη της βιώσιμης γεωργίας και της παραγωγής τροφίμων παγκοσμίως.
Ο πόλεμος Ρωσίας Ουκρανίας ασκεί αντίκτυπο στην επισιτιστική ασφάλεια και θα έπρεπε να συνιστά απάντηση της ΕΕ και σε διεθνές επίπεδο.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μια χώρα γνωστή ως «ο σιτοβολώνας της Ευρώπης», εγείρει φόβους για παγκόσμια επισιτιστική κρίση, επιδεινώνοντας περαιτέρω τις υπάρχουσες προκλήσεις επισιτιστικής ασφάλειας παγκοσμίως. Πολλά εξαρτώνται από την ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, σε μια σειρά από ταχέως εξελισσόμενα σενάρια. Και κυρίως να μην άγονται και φέρονται πίσω από το αμερικάνικο όνειρο του ολέθρου. Μέχρι σήμερα λανθασμένες κινήσεις παρατηρούνται από όλες τις πλευρές και η κατάσταση που επιδεινώνεται δεν αφήνει πολλά περιθώρια για εφησυχασμούς.
Το φανερό πλέον σενάριο είναι ο αντίκτυπος στον παγκόσμιο εφοδιασμό τροφίμων και την επισιτιστική ασφάλεια. Πολλοί πιστεύουμε ότι ο πόλεμος της Ρωσίας θα προκαλέσει σοβαρή παγκόσμια επισιτιστική κρίση. Ο πόλεμος έρχεται σε μια εποχή που το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων πάλευε ήδη να θρέψει τον αυξανόμενο πληθυσμό του με βιώσιμο τρόπο, υπό την πίεση που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή και την πανδημία Covid-19. Υπενθυμίζουμε ότι η Σύνοδος κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για τα συστήματα τροφίμων 2021 που έγινε στις 18-11-2021 αφορούσε τη διαδικασία, τις προκλήσεις και πως θα φεύγαμε προς τα εμπρός2
Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνεται η εξάρτηση από προϊόντα του διδύμου Ουκρανία – Ρωσία σε στρατηγικά προϊόντα του διατροφικού τομέα:
Επισημαίνουμε δυο σημεία έντονης ανησυχίας:
1. Στο εσωτερικό της ΕΕ οι περισσότερο αδύναμες χώρες, θα πληρώσουν βαρύ τίμημα πείνας, έναντι των πιο εύπορων. Σε αυτές τις χώρες είμαστε και εμείς.
2. Η επακόλουθη κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας προκαλεί κρίση πείνας η οποία πλήττει σκληρότερα τους φτωχότερους, όπως υποστηρίζει σε δελτίο του ο ΟΗΕ, ήδη από τις 14 Μαρτίου 2022. 3
Πολλές περιοχές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές από αυτές τις δύο χώρες για τον βασικό τους εφοδιασμό τροφίμων. Η Ρωσία και η Ουκρανία, μαζί, προμηθεύουν πάνω από το 50 % των εισαγωγών δημητριακών στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ενώ οι χώρες της Ανατολικής Αφρικής εισάγουν το 72 % των σιτηρών τους από τη Ρωσία και το 18 % από την Ουκρανία.
Σε παράρτημα ανακοίνωσης της Κομισιόν στις 23/3/224 υποστηρίζει ότι αντιμετωπίζει την οικονομική προσιτότητα των τροφίμων στην ΕΕ και τις ειδικές βραχυπρόθεσμες προκλήσεις για τους παραγωγούς που έχουν υψηλό κόστος εισροών με πολύ σκεπτικισμό. Σημαντική μείωση των εξαγωγών και της παραγωγής βασικών αγαθών και από τις δύο χώρες, που προκλήθηκε από τον πόλεμο και όχι τις οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία, οι οποίες, σκόπιμα, δεν στόχευαν τον αγροτικό τομέα. Συνολικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι «έως και 25 εκατομμύρια τόνοι σιταριού θα πρέπει να αντικατασταθούν για να καλυφθούν οι παγκόσμιες ανάγκες σε τρόφιμα την τρέχουσα και την επόμενη σεζόν».
• μια παγκόσμια άνοδος των τιμών των προμηθειών τροφίμων και των εισροών που απαιτούνται για την παραγωγή αγροδιατροφής (λιπάσματα και ενέργεια), οι οποίες ήταν ήδη σε επίπεδα ρεκόρ πριν από τον πόλεμο.
• η διεθνής απάντηση στα παραπάνω, η οποία θα μπορούσε είτε να ενισχύσει τις επιπτώσεις της κρίσης (κυρίως με ασυντόνιστες απαγορεύσεις εξαγωγών ή κερδοσκοπικά μέτρα) είτε να τις μετριάσει (εφαρμόζοντας διδάγματα από την επισιτιστική κρίση 2007-2008).
Το μήνυμα δεν επιδέχεται αργοπορία: Οι αρχές πρέπει να πάρουν μέτρα διασφάλισης και αύξησης της παραγωγής αγροτικών προϊόντων.
1 https://www.europejacquesdelors.eu/publications/grape-2-a-narrow-path-for-eu-agri-food-mirror-measures
2 https://www.europarl.europa.eu/thinktank/en/document/EPRS_BRI(2021)696208
3 https://news.un.org/en/story/2022/03/1113882
4 https://ec.europa.eu/info/sites/default/files/food-farming-fisheries/key_policies/documents/safeguarding-food-security-reinforcing-resilience-food-systems.pdf