Στα τέλη του Μάη, κάθε χρόνο ο νους µου γυρίζει πίσω, στις δύσκολες µέρες ογδόντα τόσα χρόνια πριν, που οι πρόγονοί µας αγωνιζότανε για να µείνει το νησί µας ελεύθερο από τους Γερµανούς κατακτητές.
Σελίδες πολλές έχουν γραφτεί για την Μάχη της Κρήτης, την µη αναµενόµενη γενναία αντίσταση των ντόπιων, τον αγώνα των συµµάχων καθώς και την πανωλεθρία του επίλεκτου τµήµατος του Γερµανικού στρατού, της αφρόκρεµάς του, του σώµατος των αλεξιπτωτιστών. ∆εν θέλω να µιλήσω σήµερα για τις µάχες, τις εκτελέσεις, τις καταστροφές. Σήµερα θέλω να µοιραστώ µαζί σας µερικές σκέψεις µου για τούτο το µεγάλο γεγονός που οι συνέπειές του φτάνουν ακόµα µέχρι τις ηµέρες µας.
Στα µέσα της 10ετίας του 1980 µάθαµε ότι βρέθηκε ένα χαµένο ντοκουµέντο. Έκπληκτοι διαβάσαµε ότι το καλοκαίρι του 1945 ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Π. Βούλγαρης συγκρότησε µια επιτροπή για να καταγράψει τις καταστροφές που είχε υποστεί η Κρήτη από τους Γερµανούς. Η επιτροπή αποτελούνταν από τον Νίκο Καζαντζάκη, από τους πανεπιστηµιακούς καθηγητές Ιωάννη Κακριδή και Ιωάννη Καλλιτσουνάκη καθώς και τον φωτογράφο Ιωάννη Κουτουλάκη, ως άτοµα υψηλού κύρους που θα εγγυούνταν για την εγκυρότητα των στοιχείων που θα συνέλεγαν, Από τις 29 Ιουνίου ως τις 6 Αυγούστου του 1945 οι της επιτροπής επισκέφτηκαν 76 πόλεις και χωριά συνοµίλησαν µε δεκάδες ανθρώπους κάθε φύλλου, ηλικίας, οικονοµικής και κοινωνικής κατάστασης. Κατέγραψαν δολοφονίες αµάχων, ακόµα και µωρών, ξεθεµέλιωµα σπιτιών, καταστροφή δηµοσίων αγαθών και οτιδήποτε άλλο σκαρφίστηκε η φαντασία και ο φανατισµός των «πολιτισµένων αρίων κατακτητών µας». Η έκθεση όµως για 38 χρόνια παρέµενε χαµένη. Όσοι γνώριζαν γι αυτήν την έψαχναν µε αγωνία, αλλά µαταίως. Ώσπου το 1983 βρέθηκε τυχαία ένα αντίγραφό της 110 σελίδων στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ηρακλείου. Το έγγραφο αυτό το είχε στείλει ο Παντελής Πρεβελάκης για να συµπεριληφθεί στο υλικό του αρχείου του Νικολάου Καζαντζάκη που φυλασσόταν στο Μουσείο. Είναι γνωστό ότι Καζαντζάκης και Πρεβελάκης αλληλογραφούσαν για πολλά χρόνια. Μέσα σ αυτό το πλαίσιο της γραπτής συνοµιλίας των δυό ανδρών η «Έκθεσις της κεντρικής επιτροπής διαπιστώσεως ωµοτήτων εν Κρήτη» είχε σταλεί και στον Ρεθεµιώτη συγγραφέα για τυχόν παρατηρήσεις.
Στην έκθεση αυτή που µετά το 1983 εκδόθηκε και έγινε ευρύτερα γνωστή διάβασα για πρώτη φορά ένα περιστατικό που ακόµα και σήµερα µε συνεπαίρνει και µε συγκινεί:
«Επιστρέφοντας από Κάντανο, στον δρόµο, προς Κακόπετρο», θυµάται ο Κ. Κουτουλάκης, «είδαµε στο πλάι του δρόµου να στέκει ένας χωρικός, να κρατεί ορθό ένα δοκάρι και να µας εκάνει νόηµα να σταµατήσουµε. Αµα πλησίασε το αυτοκίνητο, έριξε το δοκάρι και σταµάτησε αναγκαστικά το αυτοκίνητο.
– Ήρθετε, λέει, να καταγράψετε για το αίµα που χύθηκε… έχετε κ’ επαέ να σηµειώσετε κατιτίς…
– Τί;
– Τέσσερις γιούς µου σκοτώσανε… Οι δυο τελευταίοι, ήσανε δίδυµα…
– Πώς σε λένε;
– ∆εσποτάκη… µα επειδή είστε κουρασµένοι, περάσετε κι από το σπίτι να πάρετε ένα νερό…
Το σπίτι του ήταν εκεί δίπλα σε µιαν κατηφοριά. Μπαίνουµε µέσα, τί να δούµε, ένα τραπέζι, µ’ όλα του Θεού τα καλά και στη γωνιά µια γυναίκα µαυροφορεµένη µ’ ένα κοριτσάκι µικρό στην ποδιά της, να κάθεται να κλαίει…
– Ιντα ’ναι δά τουτα’νά; ιντα κλαις; Οι αθρώποι δεν ήρθανε για να τως εχαλάσεις την καρδιά ντως. Ελευτερωθήκαµε, για όχι; Εξέχασές το; Ετσά ’ναι η λευτεριά, σε µας ήλαχε να δώσωµε τα παιδιά µας… άλλος τα σπίθια ντου, άλλος ήδωκε τα λιόφυτά ντου… πως σου απόµεινε µόνο η κοπελιά, εγώ θα σου κάµω κι άλλους γιούς…
Εκεί είδα τον Καζαντζάκη να κλαίει. Μέσα στ’ αυτοκίνητο µας ήλεγε κι ήκλαιγε ακόµη, είδετε; Αυτή είναι η κρητική ψυχή, την ελευθερία την έχει θρησκεία… Ένας τέτοιος λαός υποδουλώνεται ποτέ;»
Καταλάβαινα το αίσθηµα του συγγραφέα που του έφερνε δάκρυα στα µάτια. Η µεγαλοσύνη τούτου του λαού, θαρρώ είναι απροσµέτρητη.
Και σκεφτείτε την έκπληξή µου όταν µέσα από µια σειρά συµπτώσεων έµαθα ότι το κοριτσάκι στην ποδιά της µάνας που έκλαιγε, ήταν µια γυναίκα που ζούσε κοντά µου και που θα µπορούσα αν παρατούσα την συστολή που ξαφνικά µε κυριάρχησε να την γνωρίσω και να την κουβεντιάσω. Να µάθω για την δική της µατιά για τον δικό της πόνο. Να θρηνεί η ίδια για τέσσερα αδέλφια χαµένα στον ανθό της νιότης τους και να µεγαλώνει σ ένα σπίτι χαροκαµένο. ∆ύσκολη συνθήκη. Κάποια πράγµατα δεν ξεχνιούνται και σε σηµαδεύουν παντοτινά.
∆εν προσπάθησα καν, τότε που θα µπορούσε, να την συναντήσω. Περίµενα να γίνει κάποιο τυχαίο γεγονός. Ώσπου πριν 2 µήνες έµαθα το δυσάρεστο νέο: Η κυρία Ολυµπία ∆εσποτάκη ∆ρακακάκη άφησε τον κόσµο τούτο. Τότε µετάνιωσα για όλες τις αναβολές και τις δικαιολογίες που είχα βρει για να µην κάνω κάτι που κατά βάθος το ήθελα πολύ. Και συνειδητοποίησα ότι όλοι κουβαλάµε κάποιες ιστορίες που έχοµε χρέος να τις διασώσουµε και να τις µεταδώσουµε στους νεώτερους. Κι ότι δεν πρέπει ν αφήνωµε τον χρόνο να πηγαίνει χαµένος. Το τώρα είναι η κατάλληλη στιγµή. Αργότερα, δεν ξέρωµε τι θα συµβεί.
Αρχές του Ιούνη του 1941 έγινε και η εκτέλεση των αµάχων στο Κοντοµαρί. Με αφορµή το φεστιβάλ «Ηµέρες µνήµης» που διοργανώνει ο τοπικός Πολιτιστικός Σύλλογος βρέθηκα σ αυτό το κοντινό µας µαρτυρικό χωριό δυο τρείς φορές. Στην πρώτη επίσκεψή µου πριν την έναρξη των εορτασµών, περπάτησα στα σοκάκια του χωριού και χάζεψα. Πολλά ερειπωµένα σπίτια και µαγαζιά-οι ταµπέλες µε τις µισοσβησµένες επιγραφές σου δείχνουν µια διαφορετική κοινωνία – αλλά και καινούργιες οικοδοµές, ανακαινισµένες και περιποιηµένες. Τις φροντισµένες αυλές µε τους ανθισµένους µπαξέδες που υµνούσαν την άνοιξη.
Τότε σε κείνη την πρώτη επίσκεψη αιστάνθηκα πολύ µοναξιά. Πέραν από την πλατεία και µακριά από το µοναδικό καφενείο-έδρα και κέντρο του Συλλόγου-το χωριό έµοιαζε άδειο. Και στην παρατήρησή µου για τις όµορφες αυλές η απάντηση ήταν: «Μην νοµίζεις. Στο χωρίο δεν µένουν πια πολλοί. Το καλοκαίρι ζωντανεύουµε λίγο µε αυτούς που έρχονται για διακοπές και µε τους ξένους. Όµως το χωριό δυστυχώς, ερηµώνει».
Αυτό λίγο άλλαξε την βδοµάδα της γιορτής καθώς και την βραδιά της 1ης του Ιούνη που οι εορτασµοί κορυφώθηκαν µε τις µικρές σκηνές. Έτσι ονοµάστηκε µια περιπατητική βόλτα µέσα στο χωριό µε µικρές ενδιάµεσες στάσεις όπου οµάδες καλλιτεχνών παρουσίαζαν ένα, µικρής διάρκειας πρόγραµµα, Η εικόνα εκείνο το βράδυ ήταν τελείως διαφορετική. Τα στενάκια ζωντάνεψαν και πολύχρωµες παρέες γέµισαν τον τόπο µε φωνές και γέλια. Το χωριό άλλαξε όψη. Οι άνθρωποι του έδωσαν άλλη πνοή. Τι κρίµα να φθίνει ένα µέρος που µέχρι πριν µερικά χρόνια ήταν ακµαίο και ζωντανό, σκεφτόµουν.
Και θυµήθηκα κάτι που είχα ακούσει όταν συζητούσα παλιότερα για το ολοκαύτωµα των χωριών του Κέντρους στο Ρέθυµνο. Κέντρος είναι ένα βουνό νοτιοδυτικά του Ψηλορείτη. Εκεί οι Γερµανοί στα διάστηµα του Αυγούστου του 1944 έκαψαν, ανατίναξαν ξεθεµέλιωσαν εννιά χωριά και σκότωσαν τον ανθό του ανδρικού πληθυσµού. Στην παρουσίαση του σχετικού βιβλίου της δηµοσιογράφου Εύας Λαδιά αναφέρθηκε τότε κάτι που όταν το πρωτάκουσα µου φάνηκε υπερβολικό και εξεζητηµένο, αλλά σήµερα όσο το σκέφτοµαι τόσο µου φαίνεται σωστό. Οι δολοφονίες εκείνες στην Κατοχή σηµάδεψαν τα χωριά και είναι η αιτία της σηµερινής συρρίκνωσής τους. Η εκτέλεση του µεγαλύτερου µέρους του νέου ανδρικού πληθυσµού υπέγραψε την θανατική καταδίκη και του τόπου. Γιατί µετά τον θάνατό τους οι απαρφανισµένες οικογένειες ψάχνοντας τρόπο να ταΐσουν τα παιδιά τους και να επιβιώσουν, σκορπίστηκαν στους πέντε ανέµους. Οι χαροκαµένες µανάδες πήραν τους δρόµους για να βρουν το κατάλληλο σπιτικό που να τους βοηθούσε να συνεχίσουν και τα παιδιά µεγάλωσαν σε άλλους τόπους και δεν ξαναγύρισαν παρά µόνο περιστασιακά στον τόπο γέννησής τους. Ενώ αν δεν συνέβαιναν όλοι τούτοι οι άδικοι θάνατοι δεν θα εξαναγκαζόταν κανείς στην άτυπη αυτή εσωτερική µετανάστευση και τα παιδιά που θα έµεναν πίσω θα ήταν τα ίδια που θα κρατούσαν ζωντανό τον τόπο και θα έκαναν την σερµαγιά της επόµενης µέρας.
Μεταφέρω και το παρακάτω απόσπασµα από την έκθεση ωµοτήτων. Έχει ενδιαφέρον, το πώς µας έβλεπαν οι απέναντί µας:
«Το βέβαιον είναι ότι το µίσος των Γερµανών το εδοκίµασεν ιδιαιτέρως η Ελληνική Μεγαλόνησος. ∆εν υπάρχει πόλις ή χωρίον που να µην εληστεύθη, να µην ηγγαρεύθη, να µην πενθεί ολίγους ή πολλούς τυφεκισµένους και οµήρους αποσταλέντας εις την Γερµανίαν…… Χιλιάδες όλαι κατοίκων -άνδρες, γέροντες, γυναίκες, και παιδιά- έζησαν επί έτη εις σπήλαια… Περισσότερον από όλα όµως, το µίσος των κατακτητών, εξήπτετο από την αδάµαστον στάσιν του Κρητικού λαού, από της πρώτης ηµέρας της κατοχής µέχρι της τελευταίας… Χαρακτηριστικόν είναι ότι εις τον αγώνα έλαβον µέρος και οι ιερείς και αι γυναίκες και τα παιδιά ακόµη».