Η ετυμολόγηση λέξεων προκύπτει από την μελέτη αρχαίων κειμένων μέσα στα οποία αναφέρονται αυτές. Π.χ.: Η λέξη Ωκεανός. “Τα Αργοναυτικά” (Ορφ. 108) αναφέρουν ότι η Αργώ επέρασε τον πορθμόν (“στεινόν ρέεθρον”) και έμπεσε Ωκεανώ. Ο Ωκεανός είναι επακριβώς το μέγα προαιώνιον ύδωρ το οποίον ρέει κυκλοτερώς περί την γην: «ωκεανός δε, δια του ωκέως (δια)νύειν κύκλω την γην». (Αγαθήμερος, Γεωγραφίας Υποτυπώσεις). Ο Ωκεανός είναι η μεγάλη “έξωθεν” θάλασσα. Ετυμολογείται εκ του ωκύς/ ταχύς + νάω/ρέω, δηλ. ο ρέων τα ύδατά του ταχέως πέριξ της γης. Και πράγματι, όλοι οι μεγάλοι Ωκεανοί συγκοινωνούν μεταξύ τους σαν ένα πελώριο ποτάμι: «ουδέ βαθυρρείταο μέγα σθένος Ωκεανοίο, εξ ου πέρ πάντες ποταμοί και πάσα θάλασσα» (Ραψ. Φ. 196, Ιλιάς).
Ετσι ακριβώς τον περιγράφει και ο Δελφικός Υμνος προς τον Απόλλωνα: «μέγας Ωκεανός, ος (ο οποίος) πέριξ γαν (γην) υγραείς (υγρές) αγκάλας αμπέχει». Γι’ αυτό τα επίθετα τα οποία προσδιορίζουν τον ωκεανό είναι ιδιαιτέρως μεγαλοπρεπή: Αφνειός (= εύπορος, πλούσιος), Ακάμας, Βαθυδίνης, Βαθυρρείτης, Βαθυκύμων, Βαρυχής, Γαιήοχος, Ευρύς, Εύρροος, Ευρύπορος, Αψόρρος = «ο κύκλω περινοστών την γην και αψ πάλιν επί αυτά αφικούμενος».
Τρεις χιλιάδες Ωκεανίδες τον διακονούν. Ο Ωκεανός (λέξις διεθνώς ελληνική, ΟCEAN, OCEANO, OZEAN και με πλήθος σχετικά παράγωγα) ονομάζεται και ωγήν, με γενικότερη σημασία την πάσαν θάλασσαν: «ωγήν ωνομάζεται ο ωκεανός, και το όνομα σημαίνει αυτόν τον ωκεανόν, τον μη έχοντα γη στερεάν ή την θάλασσαν γενικώτερον». (Αθανάσιος Σταγειρίτης – Ωγυγία).
Προσωποποιημένος ο Ωκεανός είναι υιός του Ουρανού και της Γης και σύζυγος της Τηθύος (τήθη = τροφός). Γι’ αυτό η Τηθύς όταν δεν σημαίνει γη, καθορίζει την θάλασσα! Είναι η μάνα θάλασσα της Ελληνικής Μυθολογίας, η τροφός πάντων (τήθος = στρείδι, όστρακον).