Την είδα στο ημίφως του κήπου. Σάββατο του Λαζάρου επέστρεψε από το κομμωτήριο η πεθερά. Κι αν κρατούσε λαμπάδα, θα έπαιρνα όρκο πως ο Πέτρος Γαϊτάνος είχε έρθει για επίσκεψη.
«Μη πεις κουβέντα», ξεστόμισε. Η αποτυχία στο χρώμα των μαλλιών ήταν εμφανής. Κοιτάχτηκε στα πεταχτά στον μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού και χάθηκε στο διάδρομο για τα ενδότερα, ξεστομίζοντας σε ήχο πλάγιο τέταρτο, ήπιες κατάρες για την άχρηστη κοπελίτσα που είχε μετατρεψει τα μαλλιά της σε θάμνο. Τα μαλλιά της όμως δεν ήταν θάμνος. Για όλη την Μεγάλη Εβδομάδα η πεθερά θα παρέμενε ένα κινούμενο αμπαζούρ σε χρώμα κάτι μεταξύ μουστάρδας και βρεφικής διάρροιας.
Κι έτσι πέρασε η Κυριακή των Βαΐων. Βουβά. Μόνο διάσπαρτα ρεψίματα από το δύσπεπτο της σκορδαλιάς διέκοπταν την σιωπή της δυσθυμίας της. Και η αλανιάρα τσιπούρα στο πιάτο της, σχεδόν άθικτη. «Τι πα να πει αλανιάρα;», ρώτησε ο μικρός. Αλλά το βλέμμα της που καρφώθηκε απότομα στο δικό μου, έκοψε κάθε μου διάθεση να δώσω εξηγήσεις για το ποιόν μιας τσιπούρας ελαφρών ηθών.
Τη Μεγάλη Δευτέρα βρήκε νέο θύμα. Κυριάκος. «Τι έχει πάθει ετούτος;» αναρωτιόταν. «Με τέτοια ξινισμένα μούτρα, ή που ξέρει πως θα χάσει στις εκλογές, ή που δεν θέλει κατά βάθος να τις κερδίσει. Κι εκείνα τα χέρια του… έλεος πια. Μας ζάλισε. Ας τα βάλει στις τσέπες μπας και περάσει πιο εύκολα για άνετος», σημείωνε. Χαμογελούσα εγώ, με τα δικά μου χέρια σταυρωμένα σε θέση άμυνας. Γιατί ηξερα καλά πως είχε έρθει η γνώριμη περίοδος, που τα έβαζε με όλους και όλα.
Μεγάλη Τρίτη, ούτε οι κυβερνητικές υποσχέσεις για καταβολές εισφορών, συντάξεων κι επιδομάτων κατάφεραν να της φτιάξουν τη διάθεση. Ρητορικές ερωτήσεις ιδεολογικού περιεχομένου ταλάνιζαν την σκέψη της. Θύμα της ημέρας: Αλέξης. «Κι αν τελικά αυτός δεν κάνει αριστερή πολιτική τόσο καιρό, τότε τι κάνει; Δεξιά. Κι αν κάνει δεξιά πολιτική, γιατί διαμαρτύρεται η Ν.Δ. Τη δουλειά της, της παίρνει; Που δεν του έφτασε ότι δεν μπορεί να ταΐσει την χώρα του, πήγε να γίνει και νονός των Σκοπίων. Και πες μου τώρα εσύ. Κοιμάται ήσυχος τα βράδια;» ρωτούσε με ύφος που απέτρεπε κάθε μου πόθο για απάντηση. Τα ερωτήματα παρέμεναν ρητορικά κι εκείνη τα βράδια σίγουρα δεν κοιμόταν ήσυχη. Όλη τη βδομάδα των Παθών, ένας σουρεάλ συνδυασμός νυχτικού με αμπαζούρ ξενυχτούσε στη βεράντα, παρόλο το ψυχρό αεράκι μιας άνοιξης ιδιαζόντως δύσθυμης.
Το έντονο κρεπάρισμα εμφάνισε τα πρώτα δείγματα υποχώρησης την Μεγάλη Τετάρτη. Εκκλησία, ειδήσεις και μετά ο Ιησούς από την Ναζαρέτ. Μαλλιά να στάζουν “Ιορδάνεια” νερά και μάτια στο χρώμα της Ουράνιας Γαλήνης, ήρθε και μαλάκωσε ο θυμός της. Θύμα της ημέρας για λίγο μόνο: Πολάκης. «Κρίμα στα Σφακιά», σιγομουρμούρησε κι αφέθηκε πάλι στην γλυκύτητα του Ιωσήφ, την αμφιβολία του Πιλάτου κι εκείνη την μουσική υποκρουση που σε κάνει να περιμένεις το Καλό και το Κακό ταυτόχρονα.
Μεγάλη Πέμπτη ο καιρός μαλάκωσε, αλλά η σκόνη, της κάθησε στον λαιμό. Όπως όλα εκείνα τα ασθμαίνοντα δημοσιογραφικά μικρόφωνα χωμένα σε καλαμαράκια και σουπιές. «Καθείς με το μελάνι του», σημείωσε φέρνοντας μου χαμόγελο για τον επιτυχημένο της συνειρμό, τόσο πλατύ, που αποφάσισα για κακή μου τύχη, να της ανεβάσω το ηθικό. «Μέχρι την Ανάσταση θα είναι μια χαρά τα μαλλιά», την καλόπιασα. Αλλά δεν άργησε να με αποστομώσει. «Εσύ κοίτα να έχει μείνει καθόλου τσουρέκι μέχρι τότε, και άσε κατά μέρος τα γλυκανάλατα σχόλια. Που ούτε μια νηστεία δεν είσαι άξιος να φέρεις εις πέρας».
Μεγάλη Παρασκευή, άφησα κατά μέρος τα γλυκανάλατα σχόλια, άφησα ήσυχο και το τσουρέκι και την παρακολούθησα να Αποκαθηλώνει τον θρήνο της, να κορυφώνει το Δράμα της και να Ενταφιάζει τον θυμό της. Μεγάλο Σάββατο πια, η μπούκλα ήρθε και ηρέμησε. Κι ο ήλιος μαλάκωσε την αποτυχημένη απόχρωση.
Ετσι την είδα πάλι, στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Φτυστή ο Γαϊτάνος αυτή την φορά. Να αδημονεί για την μεταφορά της Ανέσπερης Φλόγας και για το αν η μαγειρίτσα θα είχε χυλώσει επιτυχώς.
Οπως και πέρυσι.