Σήμερα που η προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης και της μείωσης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας των Εθνικών κρατών έχει αρχίσει να αμφισβητείται παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναφορά σε τομείς που ανεπτύχθησαν συλλογικά στο πέρασμα των αιώνων όπως η επιστήμη. Η παρατηρούμενη σήμερα παγκοσμιοποίηση αποτελεί για πολλούς μία επιθυμητή διεργασία η νομοτελειακή πορεία της οποίας είναι δύσκολο να ανακοπεί ενώ για άλλους διαταράσσει τη καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων και αποτελεί τη πηγή πολλών από τα τρέχοντα βάσανα και προβλήματα της εποχής μας. Ενώ όμως οι πληροφορίες, τα κεφάλαια και τα προϊόντα διακινούνται παγκοσμίως χωρίς σημαντικούς περιορισμούς δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη μετακίνηση των ανθρώπων όπου εντείνεται ο σκεπτικισμός στις δυτικές κοινωνίες για την αναγκαιότητα περιορισμού της διασυνοριακής κίνησης τους τουλάχιστον όσον αφορά τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Σε αντίθεση με τη μετακίνηση των ατόμων η διακίνηση της γνώσης απετέλεσε μία αναγκαιότητα και πραγματικότητα η οποία δια μέσου των αιώνων δημιούργησε αυτό που σήμερα ονομάζομε Ευρωπαϊκή επιστήμη και η οποία για πολλούς απετέλεσε ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα για τη Δύση το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά στην επικράτηση της ιδιαίτερα το 19ο και τον 20ο αιώνα οικονομικά , πολιτικά και στρατιωτικά σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Που όμως ξεκίνησε αυτό που σήμερα ονομάζομε Ευρωπαϊκή επιστήμη; Πως αυτή εξελίχθηκε δια μέσου των αιώνων φθάνοντας στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης της; Γιατί δημιουργήθηκε η επιστημονική επανάσταση το 17ο αιώνα στην Ευρώπη; Πώς εξελίχθηκε η δημιουργία και η μετάδοση των γνώσεων τους τελευταίους τρεις αιώνες και ποιοι νέοι θεσμοί δημιουργήθηκαν για τη προώθηση της; Ποιος χρηματοδοτούσε την ανάπτυξη της επιστήμης στην Ευρώπη; Τέλος πώς και πότε και πώς έγινε η μετάβαση από την Ευρωπαϊκή επιστήμη σε αυτό που σήμερα ονομάζομε παγκόσμια επιστήμης; Ερωτήματα που απαντώνται στα 13 ξεχωριστά κεφάλαια του τόμου αυτού γραμμένα από εξειδικευμένους επιστήμονες της ιστορίας των επιστημών. Αυτό που σήμερα ονομάζομε ευρωπαϊκή επιστήμη ξεκίνησε στις αρχαίες Ελληνικές πόλεις κατά την Ελληνική και Ρωμαϊκή αρχαιότητα οι οποίες βρισκόταν στα παράλια της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας και της νότιας Ιταλίας και συνεχίστηκε κατά την Ελληνιστική περίοδο σε περιοχές της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Στη διατήρηση και την επαύξηση των γνώσεων αυτών συνέβαλαν και οι Άραβες κατά τη διάρκεια της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. Αργότερα κατά το Μεσαίωνα η Ελληνική και Αραβική γνώση μεταβιβάσθηκε και εξαπλώθηκε στον Ευρωπαϊκό χώρο όπου σταδιακά προς τα τέλη του μεσαίωνα άρχισαν να δημιουργούνται και τα πρώτα πανεπιστήμια (12ος και 13ος αιώνας) και να διαδίδεται ευρύτερα. Έπρεπε να περάσουν όμως μερικοί αιώνες για την ανατροπή των θεωριών του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου και αυτό συνέβη κατά τη περίοδο της Αναγέννησης όταν ο Γαλιλαίος και ο Κοπέρνικος συνέβαλαν στην ανατροπή των αρχαίων δοξασιών για τον κόσμο και στη ριζική αλλαγή της υπάρχουσας κοσμοαντίληψης. Αρκετά αργότερα ο Νεύτωνας και ο Καρτέσιος διετύπωσαν τις θεωρίες τους με τις οποίες τέθηκαν νέες βάσεις στις επιστημονικές γνώσεις. Στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα όταν οι Ευρωπαϊκές χώρες γνώρισαν μία περίοδο οικονομικής ανάπτυξης παρουσιάσθηκε μία νέα οργάνωση της επιστημονικής γνώσης και δόθηκε σημαντική ώθηση στη δημιουργία και τη παραγωγή νέων γνώσεων όπου άρχισαν να δημιουργούνται νέα γνωστικά πεδία και νέοι επιστημονικοί κλάδοι. Η πρόοδος που παρουσιάστηκε στα μαθηματικά με την ανάπτυξη του λογισμού συνέβαλε στη μαθηματική έκφραση πολλών φυσικών φαινομένων που ήταν κάτι καινούργιο τότε και στη μαθηματικοποίηση της φύσης. Η ευκολία στη μετακίνηση των τότε επιστημόνων σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης (καθώς τα σύνορα των τότε Ευρωπαϊκών κρατών ήταν διαφορετικά από σήμερα) συνέβαλε στη εξάπλωση και στη διάδοση των επιστημονικών γνώσεων. Σταδιακά άρχισαν να δημιουργούνται τα επιστημονικά περιοδικά στα οποία δημοσιευόταν η παραγόμενη νέα γνώση και τα οποία στη πορεία εξειδικεύθηκαν σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Παράλληλα δημιουργήθηκαν οι πρώτες ακαδημίες επιστημών στο Παρίσι , στο Λονδίνο κ.α. Οι επιστήμονες την εποχή αυτή αναγκαζόταν να έχουν και κάποιο επάγγελμα για βιοπορισμό καθώς η ενασχόληση τους με την επιστήμη δεν τους απέφερε κάποιο εισόδημα. Χαρακτηριστικά ο Νεύτωνας ήταν διευθυντής του νομισματοκοπείου ενώ ο Λαβουαζιέ συλλέκτης φόρων το οποίο και του στοίχησε τη ζωή κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Καθώς η οικονομία πολλών Ευρωπαϊκών κρατών όπως της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και των κάτω χωρών γνώρισε οικονομική άνθηση το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα τέθηκαν οι βάσεις για σειρά επιστημονικών ανακαλύψεων και σταδιακά η εποχή της κυριαρχίας του ευρυμαθούς λογίου έδωσε τη θέση της στη κυριαρχία ομάδων ειδικευμένων επιστημόνων. Η καινούργια γνώση και επιστήμη που αναπτύχτηκε σε κάποιες χώρες της Ευρώπης διαχύθηκε σταδιακά και σε άλλες κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου γίνεται αναφορά στην ανάπτυξη των επιστημών στη Ρωσία, τη Σκανδιναβία, τα Βαλκάνια (όπου οι συγγραφείς σχολιάζουν την αποστροφή της τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην επιστήμη και την εμμονή της στη μη επιστημονική παράδοση), την Ιβηρική χερσόνησο και την Ουγγαρία. Αναφορά όσον αφορά τη διάδοση της επιστήμης γίνεται και στο μοντέλο κέντρου-περιφέρειας όπου η γνώση που παράγεται σε κάποιο κέντρο π.χ. το Παρίσι διαχέεται στη περιφέρεια π.χ. τη Ρωσία ή τα Βαλκάνια. Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ευρωπαϊκή επιστήμη εξαπλώνεται στη Αμερική, στην Ασία και αλλού έτσι που από τα μέσα πλέον του 20ου αιώνα μιλάμε πλέον για παγκοσμιοποιημένη επιστήμη. Καθώς σήμερα οι παντός είδους Εθνικισμοί αναβιώνουν στην Ευρώπη και οι λαοί αναζητούν την Εθνική τους ταυτότητα το βιβλίο αυτό μας υπενθυμίζει ότι η σημερινή επιστήμη φέρνει τη σφραγίδα της Ευρώπης σαν σύνολο και όχι μεμονωμένων κρατών ασχέτως εάν οι απαρχές της ανιχνεύονται στην Ανατολική μεσόγειο της Ελληνικής και της Ρωμαϊκής περιόδου.
*Ο κ. Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει στο ΤΕΙ Κρήτης και είναι επιστημονικός συνεργάτης του ΜΑΙΧ.
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο για την και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.