Η παλιά αντίληψη, που θεωρούσε τη μητρότητα ασύμβατη με τις σπουδές και την επαγγελματική σταδιοδρομία μίας γυναίκας, φαίνεται πως σταδιακά ανατρέπεται. Η μελέτη των στοιχείων για τις γεννήσεις στη χώρα επιβεβαιώνει ότι σήμερα οι γυναίκες, οι οποίες έχουν ανώτατη μόρφωση και είναι εργαζόμενες επιδιώκουν να γίνουν μητέρες. Είναι χαρακτηριστικό πως τα τελευταία χρόνια η ομάδα με το συγκεκριμένο «προφίλ» είναι η μοναδική κοινωνική ομάδα, στην οποία καταγράφεται σταθερή αύξηση των δεικτών γονιμότητας. Αντίστοιχα, φαίνεται να εμπεδώνεται ως συνειδητή και η επιλογή της μητρότητας μετά τα 35 έτη, καταρρίπτοντας ένα ακόμη στερεότυπο, αυτό της «μεγαλοκοπέλας» και της … «προσεχώς στο ράφι».
«Από το 2010, η γονιμότητα μειώνεται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, όχι όμως μεταξύ των γυναικών άνω των 35 ετών, όπου διατηρείται. Επιπλέον, οι δείκτες γονιμότητας όχι μόνο δεν μειώνονται, αλλά αντίθετα αυξάνουν μεταξύ των απασχολούμενων γυναικών με τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά την περίοδο 2010-2015. Αντίθετα στο παραπάνω διάστημα μειώνεται η γονιμότητα των μη απασχολουμένων γυναικών χαμηλού μορφωτικού επιπέδου» λέει σε συνέντευξη στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας και πρόεδρος του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρα Τραγάκη, η οποία έχει κάνει έρευνα για τη γονιμότητα στην Ελλάδα, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
«Σταδιακά διαφαίνεται μια αναστροφή της αρνητικής μέχρι τώρα συσχέτισης της γονιμότητας με τη γυναικεία απασχόληση και μόρφωση. Η τάση αυτή εντείνεται τα χρόνια της οικονομικής ύφεσης», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια, εξηγώντας πως η αναγνώριση αυτής της εξέλιξης υποδηλώνει έμμεσα και πολιτικές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη στήριξη ή και ανάκαμψη της γεννητικότητας στην Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά τις ηλικιακές τάσεις της γεννητικότητας σημειώνει ότι «οι γυναίκες στην Ελλάδα επιλέγουν το πρότυπο “λίγα και αργά”, κάνοντας λίγα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, αφού κατά μέσο όρο αποκτούν το πρώτο παιδί μετά το 30ο έτος ηλικίας».