Οι δεισιδαιμονίες, σε όλους τους λαούς της γης, από καταβολής κόσμου, πιστεύω ότι είναι τόσες πολλές που δεν πρέπει να υπάρχει αριθμός που να δείχνει πόσες ακριβώς είναι, αλλά και πόσοι άνθρωποι πιστεύουν σ’ αυτές.
Άλλες τόσες είναι και οι προκαταλήψεις, οι φοβίες κι ένα σωρό άλλα φανταστικά κατασκευάσματα του ανθρώπινου νου, που πολλές φορές κάνουν τη ροή της ζωής μας πολύ δύσκολη, γιομάτη αμφιβολίες και φόβο όσον αφορά το μέλλον μας.
Τώρα, τα γεγονότα της ιστορίας μας, αγαπητοί μου φίλοι, διαδραματίστηκαν σ’ ένα χωριό κοντά στο δικό μου, κάπου στην ορεινή Ρούμελη, όταν ήμουν πολύ μικρός. Τα θυμάμαι όμως πολύ καλά που τα έλεγαν οι μεγαλύτεροι από μένα σε διάφορες συναθροίσεις τους, ειδικότερα στα καφενεία του χωριού. Διαφωνούσαν όμως πολλές φορές μεταξύ τους και για την αξιοπιστία της όποιας δεισιδαιμονίας αλλά και για τον τρόπο που διαδραματίζονταν ορισμένα γεγονότα που διαπράττονταν από τους βάρβαρους – κατά την δική μου γνώμη – ανθρώπους.
Τώρα, ποια είναι τα γεγονότα που διέπραξε εκείνος ο βάρβαρος άνθρωπος που πίστευε στις δεισιδαιμονίες, στα μάγια και στα φαντάσματα και σε ένα σωρό άλλα αλλόκοτα κι ακατανόητα πράγματα, για να γλυτώσει από ένα κακό που πίστευε ότι θα συμβεί στην οικογένειά του, θα το μάθουμε αμέσως στις επόμενες αράδες.
Η Βασιλική – έτσι την έλεγαν ηρωίδα του διηγήματός μας – γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 αλλά δεν πρόλαβε να τη δει ο πατέρας της γιατί έπεσε θύμα και κείνος του εμφυλίου σπαραγμού, όπως χιλιάδες άλλα Ελληνόπουλα σκοτώθηκαν αναίτια από Έλληνες και για ξένα συμφέροντα. Τέλος πάντων.
Η μητέρα της Βασιλικής, μικρομάνα όπως ήταν, χήρα, μη έχοντας που αλλού να στρεχιάσει εφόσον ο άνδρας της είχε σκοτωθεί, έφυγε από το χωριό του άνδρα της που πριν περίπου ένα χρόνο πήγε νυφούλα και γύρισε πάλι στο πατρικό της σπίτι. Ο πατέρας της δε και η μητέρας της την δέχτηκαν με μεγάλη χαρά και η αλήθεια είναι -έτσι ομολογούσαν οι χωριανοί – ότι τις αγκάλιασαν με πόνο ψυχής και τις δύο, κόρη και εγγονή. Η Βασιλική όμως, από τις πρώτες μέρες της ζωής της έδειχνε ότι ήταν ένα παιδί πάρα πολύ ντελικάτο και φιλάσθενο. Συχνά πυκνά έκανε πυρετό, έβηχε συνέχεια και παρέμενε κίτρινο όπως ήταν από τη μέρα που είδε το φως του ήλιου. Το πρόσεχε όμως η μητέρα του, το έντυνε πολύ καλά, ενώ για να μην το βρει το κακό που σιγά – σιγά πίστευε ότι θα συμβεί το βάπτισε της πρώτες μέρες κιόλας να μη φύγει από τη ζωή αβάπτιστο. Κάθε μέρα η δόλια η Λόλα – έτσι την έλεγαν τη μάνα – έκλαιγε και παρακαλούσε το Μεγαλοδύναμο να τη λυπηθεί και να γιάνει το κοριτσάκι της να το χαρεί. Έβλεπε όμως ότι μήτε οι προσευχές μήτε οι παρακλήσεις στους Αγίους και τα τάματα δεν έφερναν το ποθητό αποτέλεσμα. Ναι, το κρατούσαν οι Άγιοι στη ζωή το παιδάκι της αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που το έκλαιγε σαν πεθαμένο κρατώντας το στην αγκαλιά της γιατί έμοιαζε ότι την επόμενη στιγμή θα ξεψυχούσε. Αυτό το μαρτύριο η δόλια η Λόλα έκανε τη ζωή της αφόρητη λέγοντας πολλές φορές με πόνο ψυχής:
«Αν είναι Θεέ μου να το πάρεις το κοριτσάκι μου στον παράδεισο, όπως πάρα πολλά άλλα παιδιά έχει πάρει η χάρη σου, πάρε το και μη το τυραννάς άλλο» και συνέχιζε:
«Μη μ’ αφήσεις όμως Θεέ μου μόνη κι έρημη σε τούτο τον άκαρδο κόσμο. Πάρε με και μένα μαζί με το παιδί μου να βρούμε την λύτρωση κοντά σου. Τι να την κάνω τη ζωή – έλεγε – δίχως το κοριτσάκι μου Μεγαλοδύναμε;»
Τώρα, παππούς και η γιαγιά η αλήθεια είναι – έτσι έλεγαν οι χωριανοί – ότι την εγγονούλα τους, τη δόλια τη Βασιλική την υπεραγαπούσανε. Ήταν όμως άνθρωποι που πίστευαν στις δεισιδαιμονίες, στα μάγια, στο κακό μάτι, στη βασκανία, στην γλωσσοφαγιά και σ’ ένα σωρό άλλες προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Πρώτα – πρώτα, όταν είδαν ότι το κοριτσάκι ήταν φιλάσθενο, η γιαγιά του, που ήξερε κι από μάγια – έτσι έλεγαν – και που πίστευε ότι στην εγγονούλα της είχαν κάνει μάγια πριν ακόμα γεννηθεί, εκτός από κάτι ασυνήθιστες τελετές που κάθε τόσο έκανε διαβάζοντας διάφορα ξόρκια, τις νύχτες δε που ήταν πανσέληνος έβγαινε έξω από το σπίτι γυμνή και καλούσε τα κακά πνεύματα στο αλώνι της, που ήταν λίγο πιο πάνω από το σπίτι τους.
Τώρα τι τα ήθελε κι αν πήγαιναν κοντά της αυτή μόνο ήξερε. Πάρα πολλοί έλεγαν ότι την είχαν δει και τρόμαξαν οι άνθρωποι, που έκτοτε, όχι μόνο δεν ξαναπήγαν στο σπίτι τους αλλά μήτε και πλησίασαν σ’ αυτό.
Το είχε δε φορτώσει το κακόμοιρο το κοριτσάκι με διάφορα πράγματα που πίστευε ότι διώχνουν τη βασκανία, το κακό μάτι κλπ. Όλα τα ‘’θαυματουργά’’ κείνα πράγματα όπως είναι ψίχουλα από κριθαρένιο ψωμί για να μην βγάλει κριθαράκι στα πάντα τσιμπλιασμένα ματάκια της, παλιούρι, τρίχες από λύκο, κομμάτι από φιδοπουκάμισο – το λεγόμενο λέπι – κι ένα σωρό άλλα αντικείμενα, όλα μαζί τα είχε τυλίξει μέσα σε ένα χαϊμαλί που μήτε όταν το έπλεναν το παιδί δεν του το έβγαζαν από το λαιμό του, που του το είχαν κρεμασμένο με τρίχες βέβαια από ουρά λύκαινας.
Έτσι περνούσαν οι μέρες της δόλιας τη Βασιλικής, πολύ δύσκολες και το χειρότερο… δεν το άφηναν το κοριτσάκι, όταν μεγάλωσε κάπως κι άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα, να βγει έξω στην αυλή του σπιτιού να παίξει το άμοιρο όπως όλα τα παιδάκια αυτό κάνουν. Ο παππούς από την δική του μεριά, δεν είχε αφήσει σπηλιά για σπηλιά να μην την έχει εξερευνήσει, αποζητώντας διάφορα ανήλιαγα χόρτα όπως είναι το σκορπίδι, το νεραϊδόχορτο, ο αμάραντος κλπ, εκτός βέβαια από τα γνωστά χόρτα όπως είναι το χαμομήλι, το τσάι, η αγριάδα κλπ που τα έβραζε όλα μαζί και τα έδινε πολλές φορές με το ζόρι στο παιδί να τα πίνει για να βρει την υγεία του. Έτσι πίστευε εκείνος. Όταν δε άκουγε κουκουβάγια να θλίβεται κοντά στο δικό του σπίτι… ήταν το δόλιο το πουλί καταδικασμένο σε θάνατο. Θα το σκότωνε οπωσδήποτε αν εντόπιζε που είχε πλεγμένη τη φωλιά του. Αυτό βέβαια μπορεί να κρατούσε πολλές βραδιές παρακολούθησης ώσπου να βρει την φωλιά. Όταν εντόπιζε που ήταν η φωλιά, σκότωνε ένα ποντικό. τον γιόμιζε με δηλητηριασμένους σπόρους και τον άφηνε στην φωλιά… αλάνθαστο θανατηφόρο δόλωμα.
Στην εκκλησία όμως πήγαιναν κάθε Κυριακή κι άναβαν και πολλά κεριά, κάνοντας εκτός από μεγάλο σταυρό και μετάνοιες. Η γιαγιά δε της δόλιας της Βασιλικής, όταν ο παπάς έλεγε το Ευαγγέλιο γονάτιζε και δεν σήκωνε τα μάτια της ώσπου να τελειώσει το Ευαγγέλιο.
Τώρα, ένας κάτοικος της Αθήνας που είχε γεννηθεί στο χωριό της Βασιλικής, ο πατέρας του τα καλοκαίρια πήγαινε στο χωριό του, γιατί χωριό του έλεγε ότι ήταν, να κάνει τις διακοπές του. Το πατρικό του σπίτι όμως ήταν πολύ κοντά στη σπίτι της Βασιλικής. Είχε κι ένα παιδί ο ‘’Αθηναίος’’ – έτσι τον αποκαλούσαν – που γεννήθηκε ένα δύο χρόνια πιο μπροστά από την Βασιλική, στην Αθήνα και όπως ήταν φυσικό κι αναμενόμενο, όταν η Βασιλική άρχισε να περπατάει, το πρώτο κιόλας καλοκαίρι, την είδε και θέλησε να την πλησιάσει την γειτονοπούλα του να παίξουν μαζί. Κι αυτό έκανε ο μικρός Βασίλης – έτσι τον έλεγαν το γείτονά της. Παράδοξα ο παππούς και η γιαγιά τον άφηναν το μικρό Βασίλη να ανοίγει και να περνάει την σιδερένια εξώπορτα της αυλής, κάτι που σε άλλα παιδιά δεν το επέτρεπαν και με μεγάλη της χαρά η Βασιλική έπαιζε μαζί του ώρες ολόκληρες. Αυτή η χαρά όμως των παιδιών δεν κράτησε για πολλά χρόνια, δυο χρόνια κράτησε δυστυχώς. Ένα απάνθρωπο γεγονός τα χώρισε τα παιδιά μια για πάντα, μη γνωρίζοντας αν ποτέ αντάμωναν πάλι. Ποιο είναι αυτό, θα το μάθουμε πιο κάτω στο διήγημά μας.
Την τελευταία χρονιά, πριν ο μικρός Βασίλης φύγει από το χωριό για την Αθήνα, ο πατέρας του πρότεινε στους οικείους της Βασιλικής, την μητέρα, τον παππού και τη γιαγιά, να πάρουν ένα μικρό σκυλάκι στην Βασιλική να της κάνει συντροφιά, διαβεβαιώνοντάς τους ότι η συντροφιά των ζώων, ειδικότερα των σκύλων κάνει πολύ καλό στους ανθρώπους και ιδιαίτερα στα παιδιά.
Ο άνθρωπος ήταν κτηνίατρος και… μα το θαύμα… τους έπεισε και πήραν ένα σκυλάκι στην Βασιλική και κοντά στην Βασιλική μαζί του έπαιζε και ο μικρός Βασίλης. Έτσι πέρασε εκείνο το καλοκαίρι, πολύ πιο ευχάριστο για τα δύο παιδιά και πολύ περισσότερο για την Βασιλική. Η αλήθεια είναι -έτσι μολόγαγαν οι χωριανοί – ότι η Βασιλική το λάτρεψε το σκυλάκι της, τον Αζόρ, έτσι τον είχαν ονοματίσει και σιγά – σιγά όλη η συμπεριφορά του κοριτσιού άλλαξε προς το καλύτερο, κάτι βέβαια που η μητέρα της το χαιρότανε πάρα πολύ αλλά και όλοι οι χωριανοί το έβλεπαν το κοριτσάκι γιατί και μιλούσε πιο καθαρά και κάπως τα κίτρινα μαγουλάκια της τώρα κοκκίνιζαν λίγο. Το μεγάλο κακό όμως δεν άργησε να έρθει…
Ήταν – έλεγαν – μια μουντή, χειμωνιάτικη μέρα του Δεκέμβρη. Ο χειμώνας είχε εγκατασταθεί για τα καλά στην ορεινή περιοχή της Ρούμελης, ενώ το χιόνι είχε κατέβει πολύ χαμηλά και το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Ο Αζόρ, το άτυχο κείνο μικρό σκυλάκι, κουλουριασμένο όπως ήταν μέσα σε κάποιο μισογκρεμισμένο χαγιάτι μάλλον κρύωνε πολύ κι εκτός από το να γαυγίζει για αρκετή ώρα – ποιος ξέρει – ίσως ζητώντας λίγη ζεστασιά, έκανε το μέγα σφάλμα να ουρλιάξει το κακόμοιρο το ζώο. Τι ήταν να το κάνει αυτό; Μόλις το άκουσε ο παππούς της Βασιλικής, με ύφος φονιά ή πιο σωστά με ύφος λυσσασμένου λύκου, δίχως να πει λέξη στην γυναίκα του και στην μητέρα της Βασιλικής που εκείνη κρατούσε στα γόνατά της την κορούλα της καθισμένη κοντά στο αναμμένο τζάκι, βγαίνει έξω από το σπίτι, αρπάζει την κλαδευτήρα, που τότε στα χωριά την πολυχρησιμοποιούσαν για την κοπή ξύλων, πηγαίνει στο χαγιάτι, αρπάζει τον μικρό Αζόρ από το σβέρκο, όπως αρπάζει ο πεινασμένος αετός το όποιο θήραμά του, τον σηκώνει αρκετά ψηλά και δίχως οίκτο τον δόλιο τον Αζόρ τον έκοψε σε κομμάτια. Η Βασιλική, στο κλάμα του Αζόρ, αμέσως ελευθερώνεται από την αγκαλιά της μητέρας της και πετάγεται έξω. Βλέποντας δε τον παππού της να κόβει σε κομμάτια τον δόλιο τον Αζόρ βάζει τα κλάματα, φωνάζοντας στην δική της γλώσσα:
«Όσι παππού… όσι το Αζορ… μη παππού… μη…»
Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται με λόγια. Βάζει τα κλάματα και η μητέρα της Βασιλικής προσπαθώντας να συνεφέρει το κοριτσάκι της που είχε λιποθυμήσει από το πολύ κλάμα.
Τέλος η Βασιλική, όταν συνήλθε κάπως, βλέποντας τον παππού της να στέκεται σε μια γωνία λίγο πιο πέρα βάζει τα κλάματα πάλι, τρέμοντας σαν φύλλο της λεύκας.
Εν τω μεταξύ, ακούγοντας όλη αυτή την φασαρία οι γείτονες και όλοι οι χωριανοί, μαζεύτηκαν στο σπίτι ο ένας κατόπιν του άλλου, οι γυναίκες κλαίοντας, γιατί νόμιζαν ότι έπαθε κάποιο κακό η Βασιλική, λέγοντας διάφορα λόγια.
Τέλος, όταν μάθανε τι είχε προηγηθεί, πολλοί χωριανοί, τον παππού, κείνον τον εγκληματία, του έλεγαν διάφορα λόγια που δεν γράφοντα. Άδικα περίμενε η δόλια η μάνα να συνέλθει κάπως η κορούλα της. Δίχως λόγο πολλές φορές έτρεμε, έκλαιγε και δεν ήθελε να αντικρίσει τον παππού της. Στην ερώτηση πολλών χωριανών γιατί το έκανε αυτό ο ψυχρός κείνος δολοφόνος, ατάραχος έλεγε:
«Για το καλό της εγγονής μου το έκανα και για κανέναν άλλο λόγο…» προσπαθώντας μάλλον να δικαιολογήσει το αποτρόπαιο έγκλημά του.
«Έτσι δεν λέγανε οι πρόγονοί μας, ότι άμα ουρλιάζει ο σκύλος κάποιος από τους οικείους του θα πεθάνει;» και συνέχιζε,
«Για να μην πεθάνει κανένας από την οικογένειά μου και περισσότερο η Βασιλική μου σκότωσα εκείνο το παλιόσκυλο, να πέσει πάνω του το κακό, να στρέψει σε κείνο και σε κανέναν άλλο ο θάνατος που σίγουρα θα ερχόταν. Αυτά δε μας έμαθαν οι πρόγονοί μας; Ε; αυτό όλοι το ξέρουμε. Τι το κακό έκανα;»
Τέλος, η Βασιλική δεν έλεγε να συνέλθεις από τον εφιάλτη που έζησε και για να γλυτώσει το παιδί της, η δόλια η μάνα αναγκάστηκε κι έφυγε από το χωριό της και πήγε κι εγκαταστάθηκε στο πιο ορεινό από το δικό της χωριό, στο χωριό του μακαρίτη του άνδρα της, κοντά στην πεθερά της γιατί ο πεθερός της είχε σκοτωθεί και κείνος στον εμφύλιο σπαραγμό.
Η Βασιλική έζησε, μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε δική της οικογένεια αλλά ποτέ δεν ξαναείδε τον φίλο της τον Βασίλη, γιατί, όταν έμαθε το θλιβερό τέλος του Αζόρ ο πατέρας του, δεν τον ξαναπήγε ποτέ στο χωριό του για διακοπές. Όταν δε έμαθε η Βασιλική, έπειτα από λίγα χρόνια, τον θάνατο του παππού της δεν πήγε να τον ξεπροβοδίσει και μήτε τον συγχώρησε ποτέ.
*Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
είναι συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων