Το αγιοκέρι που κρατώ
στο χέρι μου και λυώνει,
καυτές στάζουνε πάνω του
“σταγόνες προσευχής”
γι’ αυτό, δεν με πληγώνει.
Μάτια δικά μας
ικεσίας ταπεινά, με της Παρθένας
σμίγουν, μάτια γλυκά…
Χείλη δικά της, ακίνητα, βουβά,
συνομιλούν με τα δικά μας νοητά…
Γιατί μια φλόγ’ απλή μα θαυμαστή,
που καίει πάνω, στο κερί
ανθρώπων πρόσωπα, φωτίζει
γαληνεύει…
Κι όλες τις άγιες μορφές,
Χριστού, Αγίων, Παναγιάς,
μπορεί και ζωντανεύει…
Ψυχή βαριά και πληγωμένη
και μια καρδιά πουν’ λαβωμένη,
κοιτά τη φλόγα, προσδοκά,
να βρει γαλήνη, γιατρειά…
Νιώθει πως θα’ ρθει η στιγμή
το “θαύμα” να φανερωθεί
και πάλι, θ’ ανασαίνει…
Πόθοι και όνειρα κρυφά,
που μοιάζαν τόσο μακρινά,
μια φλόγα μαγική κεριού
πάντα στο χέρι ενός πιστού,
μπορεί και τ’ ανασταίνει!…