Δεν είχε στεγνώσει ακόμα το αίμα από τους σκοτωμένους Έλληνες, θύματα των βαρβάρων κατακτητών της πατρίδας μας των Γερμανών και ο εμφύλιος σπαραγμός είχε πάρει πλέον τεράστιες διαστάσεις σε όλη την πολυβασανισμένη Ελλάδα μας.
Οι ‘’εθνοσωτήρες’’, γύριζαν από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη και σκότωναν, έδερναν, ανελέητα πολλές φορές, μέχρι θανάτου, τους Έλληνες που είχαν διαφορετικά πιστεύω από εκείνους. Οι χαφιέδες, που μπόλικοι υπήρχαν σε κάθε περιφέρεια, φρόντιζαν και κατονόμαζαν τους εχθρούς της πατρίδας μας, έτσι τους αποκαλούσαν τους κομμουνιστές και πήγαιναν έπειτα συστημένοι οι εθνοσωτήρες και αφού τους έδερναν, τους έπαιρναν αλυσοδεμένους από τα σπίτια τους και τους πήγαιναν στην πλατεία του εκάστοτε χωριού και τους βασάνιζαν ανελέητα, προς γνώση και συμμόρφωση των υπολοίπων.
Τώρα, όσοι κομμουνιστές πρόλαβαν έφυγαν κρυφά από τα χωριά τους γιατί ήξεραν τι τους περίμενε αν έπεφταν στα χέρια των αδίστακτων δολοφόνων κι έπαιρναν τα βουνά και τα λαγκάδια για να σωθούν. Έτσι και το Λενιώ, η ηρωίδα της σημερινής μας ιστορίας, είκοσι χρονών κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, πήρε τα βουνά γιατί ο πατέρας της ήταν σεσημασμένος αριστερός. Όταν άρχισε ο πόλεμος στην αιματοβαμμένη Πίνδο μας, πολέμησε τους εχθρούς της πατρίδας μας και δεν γύρισε ποτέ στο σπίτι του, κοντά στην Αγλαΐα την γυναίκα του και την κόρη του τη Λενιώ. Σκοτώθηκε τους είπαν, κάπου στα σύνορα της Αλβανίας, όπως σκοτώθηκαν και χιλιάδες άλλοι Έλληνες και άφησαν τα κόκαλά τους και τα σώματά τους που πολλά έγιναν βορά των κοράκων και των όρνεων.
Η μάνα της Λενιώς, η Αγλαΐα, ήξερε τι την περίμενε κι εκείνη και την κόρη της, έκανε πέτρα την καρδιά της και εξηγώντας στη Λενιώ τι είναι και τι κάνουν οι ‘’άνθρωποι’’ αυτοί, την παρότρυνε να φύγει από το χωριό να γλυτώσει από βέβαιο θάνατο ή και αν δεν την σκότωναν θα την ταπείνωναν με διάφορους τρόπους δέρνοντάς της ανελέητα μπροστά στους χωριανούς. Αυτό έκαναν οι ‘’σωτήρες’’ του έθνους, τότε, εκείνη την πέτρινη εποχή.
Το Λενιώ, περισσότερο για να γλυτώσει από τον εξευτελισμό κι όχι γιατί φοβήθηκε μην την σκοτώσουν, πήρε τα κακοτράχαλα μονοπάτια των αιματοβαμμένων Αγράφων δίχως να ξέρει που θα κατέληγε ο διωγμός της αυτός. Ευελπιστούσε όμως ότι θα κατάφερνε να προσπεράσει τα βουνά και να φτάσει στον απέραντο κάμπο της Θεσσαλίας που μπροστά της απλωνότανε.
«Βρε να γλυτώσω από το κρύο και από την παγωνιά κι έπειτα θα δω τι θα κάνω» μονολογούσε ενδόμυχα μόνη της.
Τέλος, ο ήλιος είχε γύρει αρκετά και αν δεν βιαζότανε να κατέβει πιο κάτω από τις πλαγιές των βουνών που περιπλανιότανε μπορεί και να πάγωνε από το πολύ κρύο.
«Πρέπει να κάνω γρήγορα» έλεγε και συγχρόνως παρακαλούσε την Πολυεύσπλαχνη Παναγία μας να τη λυπηθεί και να την καθοδηγεί Εκείνη που πρέπει να πάει ώστε να παραμείνει ζωντανή.
Μεταξύ των άλλων παρακλήσεων, σηκώνοντας τα πάντα δακρυσμένα μάτια της προς τον ουρανό Της ζητούσε να λυπηθεί τη μανούλα της, που κι Εκείνη έχασε αναίτια το παιδί της, το Χριστό μας, από τους βάρβαρους και γνωρίζει πόσο πονάει μια μάνα χάνοντας το παιδί της.
Η ρόμπα της είχε σχεδόν σκιστεί από τα κλαδιά των θάμνων όμως η γύμνια της δεν την ένοιαζε, μήτε την ένοιαζε που και τα πόδια της έτρεχαν αίμα και είχαν πρηστεί. Το μόνο που ήθελε ήταν να καταφέρει να παραμείνει ζωντανή. Το δόλιο το Λενιώ έτρεμε από το φόβο της βλέποντας ότι ο ρήγας τ’ ουρανού που είχε γύρει πάρα πολύ και η σκιά των βουνών είχε σχεδόν σκεπάσει τις πλαγιές και τα μονοπάτια τους.
«Σε λίγο…» έλεγε και ξανάλεγε μόνη της «θα σουρουπώσει και τι θα απογίνω που δεν θα βλέπω προς τα που πηγαίνω; Ω Θεέ μου…» έλεγε «βοήθησέ με την άμοιρη».
Τέλος, η μάγισσα νύχτα άρχισε σιγά – σιγά να απλώνει το μαύρο μαγνάδι της σκεπάζοντας ολόκληρη τη γη, ενώ τ’ αστέρια ανάρια – ανάρια έκαναν την εμφάνισή τους ψηλά στο δώμα τ’ ουρανού.
«Δεν μπορώ…» έλεγε «να συνεχίσω. Πρέπει να βρω ένα μέρος να στρεχιάσω να περάσω τη βραδιά κι άμα φέρει ο Θεός τη μέρα και είμαι ζωντανή να συνεχίσω την άγνωστη στράτα μου».
Είχε όμως διψάσει πολύ, το στόμα της είχε στεγνώσει και τα κόκκινα σαν κεράσια χείλη της είχαν τώρα ξεραθεί κι έμοιαζαν σαν την διψασμένη γη. Η πείνα δεν την ένοιαζε.
«Θ’ αντέξω…» έλεγε «πρέπει όμως να βρω λίγο νερό να πιώ, αλλιώς θα πεθάνω από την δίψα».
Που να βρει όμως νερό; Και μα το θαύμα, λίγο πιο κάτω από εκεί που όρθια ακόμα συλλογιζότανε, ακούει το ελαφρύ κελάρυσμα του νερού που κύλαγε σε ένα ρυάκι, που μέσα στην απόλυτη σιγαλιά ακούονταν σαν ουράνια μουσική.
«Σ’ ευχαριστώ Παναγία μου» είπε και κατηφόρισε σκοντάφτοντας πάνω στους θάμνους, ώσπου κάποια στιγμή έφθασε στο ρυάκι που κύλαγε γάργαρο σαν το κρούσταλλο νερό.
«Ω Θεέ μου!» είπε ενδόμυχα κι έσκυψε να πιεί νερό ευχαριστημένη.
Εφόσον ήπιε νερό και έπλυνε λίγο το λερό πρόσωπό της και τα χέρια της, κοίταξε γύρω της μήπως βρει κάποια γωνιά απάνεμη να στρεχιάσει και να περάσει τη νύχτα της. Με λαχτάρα κοιτάζει γύρω της και σε μια απάνεμη γωνιά στον όχλο του ρυακιού διακρίνει ένα δέντρο.
«Εκεί θα στρεχιάσω» είπε και σιγά – σιγά έφθασε στην ρίζα του πλατάνου – γιατί πλάτανος ήταν το δέντρο – έκανε το σταυρό της κι έγειρε να κοιμηθεί. Κι έτσι κουρασμένη που ήτανε πρέπει να κοιμήθηκε αμέσως γιατί όπως είχε γύρει έτσι ακριβώς την είδαν τα ρόδα της αυγούλας, ενώ η δροσούλα της έλουζε ανάλαφρα τα ολόξανθα, αχτένιστα μαλλιά της. Ξύπνησε, σηκώθηκε, προσευχήθηκε, έκανε το σταυρό της, ευχαρίστησε το Μεγαλοδύναμο που η αυγούλα τη βρήκε ζωντανή κι έπειτα από λίγο, εφόσον δρόσισε λίγο το πρόσωπό της, πλάθοντας όνειρα για την παραπέρα ζωή της έφυγε.
«Αφού γλύτωσα απόψε από το κρύο…» έλεγε «και δεν πέθανα να γίνω τροφή των άγριων θηρίων του βουνού, ο Θεός θα με βοηθήσει να βγούνε αληθινά τα όνειρα που κάνω για την παραπέρα βασανισμένη μου ζωή». Τέλος, φίλησε το γέρο πλάτανο που την φιλοξένησε και παίρνει ένα μονοπάτι που οδηγούσε – έτσι έδειχνε – προς τα χωριά του κάμπου της Θεσσαλίας. Πόσες ώρες περπατούσε το δόλιο το Λενιώ δεν ήξερε ενώ ο ήλιος πάνω στο χρυσό άρμα του είχε ανεβεί σχεδόν στην μέση τ’ ουρανού.
«Μεσημέριασε…» είπε «πρέπει κάπου να μείνω γιατί δεν μπορώ να περπατάω ντάλα μεσημέρι».
Το καλό ήταν ότι κατά διαστήματα συναντούσε διάφορες πέτρινες ή μαρμάρινες βρυσούλες κι έπινε νερό. Η πείνα όμως της έκαιγε τα σπλάχνα. Για να την κορέσει έκοβε διάφορα χόρτα, ιδίως γαλατσίδες, ένα χόρτο που ευδοκιμεί σε κείνα τα μέρη και που είναι γιομάτο γάλα κι αρκετά νόστιμο και με αυτόν τον τρόπο και την ανείπωτη θέληση να κρατηθεί στη ζωή περπατούσε ώσπου ο ανοιξιάτικος ήλιος λούζοντάς την με τις χρυσές ακτίνες του ήταν σαν να της έλεγε: «κουράστηκες πολύ, είναι ώρα να βρεις κάποιον δροσερό ίσκιο να ξεκουραστείς». Στην συνέχεια κοιτάζει γύρω της και βλέπει λίγο πιο πέρα έναν πολύ μεγάλο πλάτανο και πήρε το δρόμο να πάει να ξεκουραστεί. Φτάνοντας κοντά στον πλάτανο είδε ότι ακριβώς μπροστά του ήταν ένας μεγάλος βράχος που έκρυβε σχεδόν ολόκληρο τον κορμό μου.
«Εκεί, πίσω από το βράχο» είπε «θα στρεχιάσω να ξεκουραστώ, κάτω από τον παχύ ίσκιο του».
Όταν βρέθηκε δίπλα στον κορμό του πλατάνου έμεινε άφωνη με αυτό που αντίκρισε και άρχισε να τρέμει από τον φόβο της.
«Ω Θεέ μου» ξεφώνισε έπειτα από λίγο, όταν είχε πλέον συνέλθει από τον φόβο της. «Τι είναι τούτο πάλι που βλέπω; Ω Παναγία μου βοήθησέ με» είπε ενδόμυχα, ενώ τα ματωμένα πόδια της έτρεμαν σαν τα φύλλα της λεύκας. Τι είδε όμως και φοβήθηκε τόσο πολύ το Λενιώ θα το μάθουμε στις επόμενες αράδες της ιστορίας μας.
Όπως αναφέραμε στην αρχή του διηγήματός μας, οι εθνοσωτήρες σκότωσαν και ταπείνωσαν εκατοντάδες συνανθρώπους μας γυρίζοντας στα διάφορα χωριά. Σ’ ένα άλλο χωριό, μακριά από το χωριό της Λενιώς, ένας νέος άνθρωπος, ο Διαμαντής, λίγο έλειψε να γίνει θύμα των αιμοχαρών Μάηδων, αλλά έτσι σβέλτος που ήταν τους ξέφυγε και πήρε τα βουνά και τα όρη να γλυτώσει από το μίσος που για κείνον έτρεφαν οι χαφιέδες και ο λόγος δεν ήταν άλλος από τα διαφορετικά του πιστεύω. Κι εφόσον πέρασε τα πάνδεινα τριγυρίζοντας σαν αγρίμι στα βουνά για αρκετές μέρες, πολύ περισσότερες από αυτές της Λενιώς, κατέληξε σε κείνον τον πλάτανο που το Λενιώ διάλεξε να ξεκουραστεί εκείνο το ζεστό μεσημέρι. Αυτόν τον νέο είδε το Λενιώ και παρά λίγο να πάθη συγκοπή. Εκείνος ο πλάτανος είχε μια μεγάλη κουφάλα στον κορμό μου, δημιούργημα μάλλον πολλών χρόνων. Εκεί είχε βρει καταφύγιο ο Διαμαντής για αρκετές μέρες, τρώγοντας γαλατσίδες και κορφές από χόρτα όπως έκανε και η Λενιώ, σαν τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, κι έκανε όνειρα για την παραπέρα ζωή του αρκεί να γλύτωνε από τους διώκτες του.
Οι δύο νέοι, αμίλητοι και φοβισμένοι, κοιτάζονταν στα μάτια για αρκετά δευτερόλεπτα και κάποια στιγμή πήρε την πρωτοβουλία ο Διαμαντής και λέει στο Λενιώ με φωνή τρεμάμενη:
«Ποια είσαι; Που πηγαίνεις; Γιατί είσαι μόνη σου; Ποιος πόνος σε έφερε εδώ;» και το Λενιώ για να μην παρατείνει την αγωνία του, πλησίασε κοντά του, τον χαιρέτησε δίνοντάς του το χέρι της, που ο χαιρετισμός αυτός σημαίνει ‘’είμαι φίλος σου δεν θα σου κάνω κακό’’, και κάθισε πλάι του.
Είπαν πάρα πολλά οι δύο νέοι για την ζωή τους, για τις οικογένειές τους και για την περιπέτεια και τις δοκιμασίες που πέρασαν τριγυρίζοντας στα βουνά προκειμένου να σωθούν από το μίσος… ποιανών; Από το μίσος των αδερφών τους, των Ελλήνων. Τέλος συμφώνησαν να ανεβούνε μαζί τον ‘’Γολγοθά’’ που τους περίμενε αλλά πριν φύγουν έδωσαν έναν όρκο. Ορκίστηκαν στον γέρο πλάτανο ότι όσο είναι μαζί δεν θα προδώσει ο ένας τον άλλο ότι κι αν συμβεί στο διάβα τους. Συμφώνησαν επίσης να κρύψουν στον φιλόξενο πλάτανο κάποιο προσωπικό τους αντικείμενο, έτσι ώστε, όταν κάποια μέρα θα σταματούσε ο εμφύλιος σπαραγμός και θα γύριζαν στα χωριά τους, να περάσουν από το μέρος αυτό και να πάρει ο καθένας το αντικείμενο που έχει αφήσει. Έτσι όποιος περάσει πρώτος δεν θα ξέρει με σιγουριά ότι ο άλλος ζει, αλλά ο δεύτερος, αν δει ότι το αντικείμενο του άλλου λείπει θα μπορεί να τον αναζητήσει. Η Λενιώ άφησε ένα μικρό σταυρό που ήταν δώρο του μακαρίτη του πατέρα της και ο Διαμαντής ένα μικρό χαϊμαλί που του είχε δώσει η γιαγιά του όταν γεννήθηκε και είδε το φως του ήλιου για να τον φυλάει από τις βασκανίες και τα μοχθηρά μάτια των κακών και ζηλόφθονων ανθρώπων. Εφόσον τα έκρυψαν καλά σε κάποια γωνιά της κουφάλας του πλατάνου ξεκίνησαν το δύσκολο δρόμο τους.
Πέρασαν πάρα πολλά βάσανα, κακουχίες, πείνα, πόνο κι ένα σωρό άλλα δεινά, κυνηγημένα και τα δυο σαν τα αγρίμια στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι μα κάποια αποφράδα μέρα, δίχως να καταλάβουν πως, χώρισαν κυνηγημένα από τ’ ασκέρια των εθνοσωτήρων και ο μεν Διαμαντής βρέθηκε μετέπειτα σε μια πολιτεία της Πολωνίας ενώ το Λενιώ στην Τασκένδη, πολιτεία της Σοβιετικής Ένωσης. Εκεί, μαζί με πολλούς άλλους Έλληνες και Ελληνίδες πέρασαν λίγα χρόνια δουλεύοντας σε εργοστάσια ώσπου ήρθε κάποτε η πολυπόθητη μέρα της επιστροφής τους στην πατρίδα. Σε όλα δε τα χρόνια από τότε που χωρίστηκαν δεν έφευγε ποτέ ο ένας από τη σκέψη του άλλου.
Στη συνέχεια, πρώτος πήγε στο χωριό του ο Διαμαντής και η πρώτη κίνηση που έκανε ήταν να δανειστεί ένα άλογο από κάποιον γείτονά του για να πάει στο γέρο – πλάτανο να δει αν ο σταυρός της Λενιώς έλειπε, πράγμα που θα σήμαινε ότι είναι ζωντανή και πήγε και πήρε το σταυρό της όπως είχαν συμφωνήσει να κάνουν. Η λαχτάρα του βέβαια δεν περιγράφεται με λόγια.
«Τι θα αντικρίσω άραγε» έλεγε στον πηγαιμό του και στην σκέψη ότι δεν θα βρει το σταυρό της Λενιώς φτερούγιζε από χαρά η ψυχή του ενώ η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που θα έλεγε κανένας ότι ήθελε να δραπετεύσει από το στήθος του.
Όταν έπειτα από δύο μέρες έφθασε επιτέλους στο πολυπόθητο μέρος, με θρησκευτική ευλάβεια και καταϊδρωμένος από την αγωνία του έσκυψε πάνω από την κρυψώνα και ανασηκώνοντας την πέτρα της είδε με μεγάλη του λύπη και πόνο ότι ήταν εκεί ο σταυρός της Ελένης. Τότε ξέσπασε σε λυγμούς κι ώρες έκλαιγε φέρνοντας διάφορες εικόνες στο μυαλό του που τάχα θα είχαν συμβεί. Πότε έβλεπε το Λενιώ σκοτωμένο και πεταμένο σε κάποια ρεματιά, πότε ακρωτηριασμένο, πότε με ένα μάτι όπως πολλοί από το παραπέτασμα γύριζαν και άλλες πολλές εικόνες περνούσαν από το μυαλό του. Δεν έλειπαν όμως και οι καλές εικόνες από τη σκέψη του. Σε κείνες τις εικόνες τη Λενιώ την έβλεπε ολοζώντανη, πεντάμορφη σαν νεράιδα να έρχεται να πάρει το σταυρό της, κλαίοντας και αγωνιώντας όπως εκείνος, πότε την έβλεπε στο τραίνο της επιστροφής για την πατρίδα και άλλες όμορφες εικόνες.
Πήρε το χαϊμαλί του και έφυγε από το πολυαγαπημένο εκείνο μέρος, το ποτισμένο με τα ποτάμια δάκρυα του και γύρισε στο χωριό στεναχωρημένος αφάνταστα, ενώ τα μύχια της ψυχής του ένοιωθε πως τα έκαιγε μια μικρή φλόγα που έλεγε πως ήταν η φλόγα της ελπίδας.
Τέλος το Λενιώ, έπειτα από δύο μήνες αγωνίας για τον Διαμαντή γύρισε επιτέλους στο χωριό της και όπως ήταν αναμενόμενο πήρε και κείνη ένα άλογο από το γείτονά της και με λαχτάρα ανείπωτη, πότε κλαίοντας και πότε σιγοτραγουδώντας, πλάθοντας συγχρόνως μύρια όνειρα και με γιομάτη την ψυχή με ανάμεικτα συναισθήματα έφθασε στο πολυπόθητο μέρος. Εφόσον έκλαψε πάρα πολύ πάνω από την κρυψώνα, φοβισμένη αφάνταστα σαν πληγωμένο ζαρκάδι, πήρε κάποια στιγμή την μεγάλη απόφαση να σηκώσει την μικρή πέτρα. Χρόνια καρτερούσε με λαχτάρα να έρθει αυτή η στιγμή!
Όταν είδε με τα κατακόκκινα από το πολύ κλάμα μάτια της ότι το χαϊμαλί του Διαμαντή έλειπε, γονάτισε, φίλησε το χώμα και με αναφιλητά είπε:
«Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου σ’ ευχαριστώ» και συνέχισε χορεύοντας σαν νεράιδα κάτω από τον γέρο πλάτανο και τραγουδώντας τρελή από τη χαρά της.
Τώρα τι απόγιναν εκείνα τα τυραννισμένα παιδιά και ποια συνέχεια είχε η περιπέτεια που και οι δύο έζησαν, ο συγγραφέας το κρατάει μυστικό. Εσείς αγαπητοί μου αναγνώστες δώστε όποια συνέχεια θέλετε. Δώστε όποιο τέλος σας ικανοποιεί. Θα σας αποκαλύψω όμως ότι στην κουφάλα εκείνου του γέρο πλάτανου έχτισαν ένα εικονοστάσι και για το νερό που έτρεχε στις ρίζες του, κάποιος ή κάποιοι έφτιαξαν μια μαρμάρινη βρυσούλα ώστε περνώντας οι διαβάτες να πίνουν και να σβήνουν τη δίψα τους.
ΤΕΛΟΣ
* συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων