Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Η φωλιά

Στην εκκλησιά βρίσκει το δάκρυ μου φωλιά. Στο σπίτι και στη γειτονιά είναι της γέννησής μου η φωλιά, εκεί είναι το απάγκιο μου, είναι το ταίρι μου και τα παιδιά. Στη κοινωνία βρίσκει η ζωή μου απέναντι τους φίλους και τ’ αδέλφια μου. Και στη δουλειά, βρίσκει την χρήση της η μαστοριά, το μεράκι μου κι’ η προκοπή.

Κ’ ύστερα λένε πως μόνο τ’ αγρίμια τα πουλιά και τα μερμήγκια φτιάχνουν φωλιές. Και τι’ ναι άραγε οι φωλιές, είναι εκεί που έκρυψε καλά το θησαυρό του ο καθείς. Eίναι εκεί που βρίσκεις τη γαλήνη, τη θαλπωρή και την φροντίδα, και αφού την βρείς, αν έχεις γνώση θα την κρατήσεις ζωντανή. Αν τύχει και θελήσεις να την φτιασιδώσεις, να την κάνεις πιο πλούσια με πιο πολλές ανέσεις και πιο γυαλιστερή, κι’ ανίσως γελαστείς, ανίσως μια στιγμή σκεφτείς πως θησαυρός δεν είναι αυτός που έχεις, μα ένας άλλος που λάμπει και πάς να τον αναζητήσεις; Ανίσως και θελήσεις από φωλιά να την κάνεις βιτρίνα για τους έξω και δεν σκεφτείς και δεν νοιαστείς τους μέσα και τον εαυτό σου; Τότες ψεύτικη θα γίνει κι’ από φωλιά, βασανιστήριο θα γίνει και ο ίδιος θα γυρνάς σαν τα πλοία που δεν άραξαν ποτέ και σάπισαν στη θάλασσα ψάχνοντας συνέχεια για ναύλο.

Αυτά μας είπε ο Παπαγιώργης και δεν ήτανε παππάς, όχι δεν ήταν, το επίθετό του ήταν. Φαίνεται κι η ζωή πως κάνει τα δικά της παιχνίδια. Σου λέει δεν έγινες παππάς να κηρύττεις; Θα σε κάνω εγώ. Θα σου δώσω το λοιπόν ένα επίθετο να σε συνοδεύει, να δώ θα γίνεις ή δεν θα γίνεις σοφός; Και έγινε. Ξύπναγε πρωί της Κυριακής για την εκκλησιά και κάθε μέρα αχάραγα για τους αγρούς. Έδενε το κάρο με το μουλαράκι και μια και δυό για το χωραφάκι του, μια στο ένα και μια στο άλλο. Είχε διάφορα χωραφάκια, κομμάτια τα έλεγε και κάθε μέρα, έφερνε στην κυρά του κάτι από τα γεννήματα της γής για το φαγητό τους. Το κρασί του και το λάδι ήταν εξασφαλισμένα γι αυτόν και την κυρά του την Παπαγιώργαινα.

Το αλεύρι δεν έλειπε και μια φορά την εβδομάδα, άντε δυο αν είχαν επισκέψεις από τα εγγόνια, ζύμωνε η γιαγιά η Λίνα, η γιαγιά η Παπαγιώργαινα το ψωμί που χρειάζονταν. Δεν ανησυχούσε για μεταλλαγμένες τροφές ο Παπαγιώργης, τα γενήματά του δεν έκρυβαν τέτοιους κινδύνους και νοθείες. Αν περίσσευε και τίποτα το πουλούσε ο στους γειτόνους και έτσι έκανε και κάποιες οικονομίες που τις έλεγε κομπόδεμα. Το κομπόδεμα πάλι το χρησιμοποιούσε για κανένα ψάρι μια φορά την εβδομάδα όταν περνούσε ο ψαράς. Άμα είχε και καλό περίσσεμα, θα αγόραζε και μια δυο φορές το χρόνο ένα βιβλίο για να το διαβάζει ξανά και ξανά όλο τον επόμενο χρόνο, μέχρι να πάρει καινούργιο. Βέβαια δεν πήγαινε έτσι στην πόλη, ντυνόταν καλά. Έβαζε νερό στην λεκάνη, έπλενε καλύτερα το πρόσωπό του, φόραγε το πουκάμισο γι αυτές τις περιπτώσεις, σακάκι τραγιάσκα και ευθεία για την πόλη. Άλλοι στην ηλικία του είχαν καμπουριάσει, είχαν γείρει από τα γεράματα, αλλά αυτός στέκονταν σαν κυπαρίσσι. Δεν έτρωγε αν δεν έκανε προσευχή με το κεφάλι μια χαμηλά και μια προς τον ουρανό και μια βαθειά μετάνοια, όσο του επέτρεπαν τα χρόνια για να κάνει τον σταυρό του.

Ε, πώς να μην είναι κυπαρίσσι, αφού ολο τον ουρανό κοιτάζει και του λέει, δεν ξέρω πότε θα με πάρεις, αλλά θα με πάρεις στητό όπως με γύμνασες τόσα χρόνια. Αν του γυρεύανε καμιά συμβουλή, έψαχνε από την Αγία γραφή. Θες στην Παλιά, θες στην Καινή, θές στους Αποστόλους εύρισκε νουθεσία κι ορμήνεια να δώσει. Αυτός ήταν ο κυρ Γιώργης ο Παπαγιώργης. Και το τσαρδάκι του μόνος του το έχτισε με την κυρά του την Παπαγιώργαινα όταν ακόμα ήταν νέοι. Με λάσπη, άχυρα, ξύλα και καρφιά, με σκληρά υλικά, έφτιαξαν αυτό το οικοδόμημα, αλλά και το αγνό οικοδόμημα που ήταν κι οι δυό τους. Τα σκληρά υλικά ήταν οι πίκρες οι στεναχώριες που ποτέ δεν τις βαρυγκώμησαν, γι’ αυτό και φτιάξαν αγνό οικοδόμημα. Κι οι στεναχώριες ήταν αγνές όχι βρώμικες σαν του σήμερα, σκληρές αλλά αγνές.

Κάποια στιγμή σκέφτηκα την ρουτίνα του, κάθε μέρα στο χωράφι, μια φορά την εβδομάδα ψάρι, δυο φορές το χρόνο βιβλίο, δεν είναι ανιαρή η ζωή του; Αναρωτήθηκα.
Μέχρι που ήρθε η δική μου ρουτίνα να μου απαντήσει. Δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό να ζείς έτσι, σαν να είσαι μες την φτώχια. Εμείς προτιμούμε να χρεωνόμαστε για να αποκτούμε αυτά που μας κάνουν να φαινόμαστε ίδιοι με τους γύρω μας και με αυτά να καλύπτεται η φτώχια που έχουμε πέσει όλοι και είναι κοινό μυστικό. Είναι κοινό μυστικό πως όλοι φτωχύναμε από αρετές, από αγάπη πρωτίστως για τον εαυτό μας, και το δάκρυ μας στις δύσκολες στιγμές δεν βρίσκει φωλιά γιατί χάσαμε τον δρόμο της εκκλησιάς. Δεν μπορούμε να καλλιάσουμε με την ευτυχία, δεν μπορούμε. Αλλού είναι, αλλού την αναζητούμε και όταν τέλος πάντων την συναντάμε, της ζητάμε παράλογα πράγματα. Έλεγξα την ρουτίνα του Παπαγιώργη για να καλύψω την σύγχρονη ρουτίνα των νέων ανθρώπων. Οι οποίοι καταφεύγουν σε ό,τι έχει ένταση για να ξεδώσουν από την ανία και να πάψουν να ακούνε τις φωνές μέσα τους, που τους ειδοποιούν ότι επίκειται σύγκρουση.
Κάποτε, μας διηγείται ένας σοφός της αρχαιότητας, περπατούσαν τρείς κοπέλες και είδαν μέσα σε ένα πηγάδι μια άλλη κοπέλα. Η Ευτυχία φώναξαν και οι τρείς μαζί. Η μια από τις κοπέλες, ζήτησε από την Ευτυχία να της χαρίσει πολλά λεφτά και αμέσως γέμισε λεφτά και έφυγε χαρούμενη και τρις ευτυχισμένη. Η δεύτερη κοπέλα ζήτησε από την Ευτυχία να της χαρίσει την τέλεια ομορφιά, έτσι κι έγινε. Η κοπέλα μεταμορφώθηκε σε μια πανέμορφη γυναίκα που ομορφότερη δεν υπήρχε και έφυγε και αυτή ευτυχισμένη. Η Τρίτη βοήθησε την Ευτυχία να βγεί από το πηγάδι, κίνησε να φύγει και η ευτυχία την ακολούθησε. Γιατί η Ευτυχία ακολουθεί την Αρετή.

Η Ευτυχία μπήκε στο πηγάδι για να δεί ποιος έχει την σύνεση να την κάνει να τον ακολουθήσει. Αλλά εμείς ματαίως ζητούμε από την ευτυχία, κινητά, τάμπλετ, τηλεοράσεις, έπιπλα, χρήματα, εξωτερική ομορφιά και με όλα αυτά να ξεχωρίζουμε από τους άλλους και ευτυχία δεν ζητούμε.
Παρασυρόμεθα από τον ενθουσιασμό των άλλων, που μπορεί να είναι και πλαστός και ακολουθούμε πράγματα που φαινομενικά κάνουν ευτυχισμένους τους άλλους, επειδή δεν γευτήκαμε γεύσεις αληθινής ευτυχίας σαν του Παπαγιώργη. Αν δοκιμάζαμε μπορεί να μας άρεσαν καλύτερα από τις μεταλλαγμένες και να αναζητούσαμε αυτές τις αγνές τις μόνιμες και να απορρίπταμε τις εφήμερες.

Αυτές οι φωλιές σαν του Παπαγιώργη δεν υπάρχουν πια και ίσως η σύγχρονη κοινωνία, για να μην ντροπιάζεται, τις εξαφανίσει εντελώς ακόμη και από αυτούς τους τελευταίους ρομαντικούς που τις αναζητούν.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα