Ευλογημένα ατίθασα νιάτα
δίχως έννοιες μα και σκέψεις κακές.
Σαν παραζάλη τα χρόνια περάσαν
κι οι θύμησες, αναλάμπουν καυτές.
Σ’ ένα κόκκινο χαλί επατούσα
κι όλ’ η ζωή απλωνόταν μπροστά.
Μα συνεχώς απ’ τα πόδια τραβούσαν
τ’ άγρια θεριά του χρόνου κρυφά.
Ξεκάθαρα η εικόνα το λέει
εγώ ήμουν που τα ‘ζησε αυτά.
Το θυμάμαι που σταθήκαμε νέοι
σ’ ένα άγαλμα -γελώντας- κοντά.
Φιλαράκια μαζί σε μια αγκαλιά
στην ξεφτισμένη κορνίζα γελούσαν.
Στην προκυμαία στο κύμα μπροστά
το βοριά που είχε αψηφούσαν.
Τι γίναν όλοι; πού πήγαν
Αν με δουν θα γνωρίσουν ποιά είμαι;
Στο μέτωπο χαρακιές αλλοιώνουν τη νιότη.
Μόνο τα μάτια μιλάνε.
Μ’ ένα βλέμμα καθαρό, μα θλιμμένο.
Κι η ψυχή μου αν και κομμάτια
βρίσκει το θάρρος να ζει.
Πανέμορφο θα διαβάσω λίγο στούς Κρητικούς παλμούς