Η φτώχεια στην Αργεντινή έπληττε το 40,9% του πληθυσμού το πρώτο εξάμηνο του 2020, ένα από τα χειρότερα ποσοστά που έχουν καταγραφεί ποτέ στη χώρα, ανακοίνωσε χθες, Τετάρτη, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (Indec).
Η ανέχεια, το επίπεδο της φτώχειας στο οποίο κάποιος δεν μπορεί να καλύψει τις βασικές του διατροφικές ανάγκες, αφορά το 10,5% του πληθυσμού.
Στο τέλος του 2019 το ποσοστό της φτώχειας στην Αργεντινή ήταν 35,5% και το ποσοστό της ανέχειας 8%.
Σε ετήσια βάση ο αριθμός των προσώπων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας αυξήθηκε κατά 5,5 μονάδες και αυτών που ζουν στην ανέχεια κατά 2,8 μονάδες.
Σύμφωνα με την Indec, το 56,3% των ατόμων κάτω των 14 ετών είναι φτωχά.
«Σιγά σιγά πλησιάζουμε σε ένα σημείο που ο μισός πληθυσμός δεν θα είναι σε θέση να καλύπτει με τα εισοδήματά του το καλάθι με τα βασικά προϊόντα. Είναι πολύ ανησυχητικό διότι υπάρχει ένα πολύ αυξημένο ποσοστό παιδιών και εφήβων» που είναι φτωχοί, δήλωσε ο οικονομολόγος Ρικάρντο Αρονσκίντ.
Το πρώτο εξάμηνο του έτους το μέσο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα των φτωχών νοικοκυριών ήταν 25.759 πέσος (περίπου 320 δολάρια), αλλά το καλάθι με τα βασικά προϊόντα έφτανε τα 43.785 πέσος (545 δολάρια), μια απόκλιση 41,2%, σύμφωνα με την Indec.
«Όταν λέμε σε ανέχεια, εννοούμε ανθρώπους που δεν έχουν αρκετά χρήματα για να αγοράσουν τρόφιμα. Όμως αυτά τα τρόφιμα προσφέρονται από το κράτος», εξήγησε ο Αρονσκίντ. «Το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Αργεντινής τρέφεται από το κράτος».
Η κεντροαριστερή κυβέρνηση του προέδρου Αλμπέρτο Φερνάντες προσέφερε άμεση επιδότηση σε 9 εκατομμύρια ανθρώπους και χρηματοδοτεί προγράμματα κοινωνικών συσσιτίων.
Αν «δεν εφαρμοστούν δημόσιες πολιτικές, θα χρειαστεί να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια για να μειωθεί» η φτώχεια, εκτίμησε ο οικονομολόγος.
Ο πληθωρισμός στην Αργεντινή ξεπερνά το 40%, ενώ η οικονομία της είναι σε ύφεση από το 2018. Η πανδημία του κορονοϊού έπληξε σφοδρά την οικονομία της χώρας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά πως το ΑΕΠ της Αργεντινής θα μειωθεί φέτος κατά 9,9%.
Εξάλλου άνοδο παρουσιάζει και η ανεργία, η οποία έφτασε το δεύτερο τρίμηνο του 2020 το 13,1%, το υψηλότερο ποσοστό εδώ και 15 χρόνια.