» Denis Johnson (μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης – εκδόσεις αντίποδες)
Είδα ένα όνειρο τις προάλλες, εκδοχή ενός γνώριμου μοτίβου, στο οποίο συνομιλώ με κάποια φωνή χωρίς φύλο για κάποιο βιβλίο. Τις περισσότερες φορές μοιάζει με άσκηση διαχείρισης θυμού όλο αυτό, η φωνή χλευάζει βιβλία και συγγραφείς που αγαπώ, εγώ επιχειρηματολογώ λίγο πριν εκραγώ και ξυπνήσω τελικά μέσα στη νύχτα. Τις προάλλες το σενάριο ήταν διαφορετικό. Η φωνή μου ζήτησε να της προτείνω ένα καλό μυθιστόρημα. Κι εγώ, χωρίς να το σκεφτώ, της πρότεινα το βιβλίο του Τζόνσον, αυτό με την γοργόνα στον τίτλο από τους αντίποδες, συμπλήρωσα. Το επόμενο βράδυ, ξαπλώνοντας πάλι, η σκέψη της φωνής να επιστρέφει κατηγορώντας με πως την κορόιδεψα, καθώς αντί για μυθιστόρημα της πρότεινα διηγήματα, με έκανε να γελάσω, αλλά η σκέψη της φωνής δεν ήταν αρκετή για να την ονειρευτώ. Είχαν περάσει κιόλας κάμποσες μέρες που είχα διαβάσει τα διηγήματα της συλλογής, όταν είδα το όνειρο αυτό. Κρατούσα ακόμα σημειώσεις και σημείωνα σκόρπιες σκέψεις, μακριά ακόμα από ένα κείμενο που θα με ικανοποιούσε. Μου φάνηκε ενδιαφέρον το όνειρο αυτό. Περιείχε μια αλήθεια που ένιωθα μα δεν είχα εκφράσει με λόγια, την αίσθηση, δηλαδή, πως το κάθε διήγημα αντηχούσε μέσα μου σαν πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Από εκεί, ένιωσα, έπρεπε να πιάσω το νήμα. Δοκιμάζοντας να εξηγήσω την αίσθηση αυτή ίσως να εντόπιζα τις αρετές των διηγημάτων του Τζόνσον.
Σήμερα το πρωί με κυρίευσε μια τέτοια θλίψη για την ταχύτητα της ζωής – την απόσταση που έχω διανύσει από τη νιότη μου, την ανθεκτικότητα των παλιών λαθών, τα καινούργια λάθη, την ευχέρεια της ήττας να ανανεώνεται διαρκώς βρίσκοντας νέες μορφές- που παραλίγο να τρακάρω. Καθώς έβγαινα από το αυτοκίνητο για να πάω στο μέρος όπου κάνω αυτή τη δουλειά στην οποία δεν νιώθω ότι είμαι και τόσο καλός, άρπαξα τον χαρτοφύλακά μου τόσο άγαρμπα που άδειασα τα μισά πράγματα πάνω στα πόδια μου και τα μισά έξω στο πάρκινγκ, και την ώρα που πάλευα να τα συμμαζέψω άφησα τα κλειδιά στο κάθισμα και κλείδωσα την πόρτα από την ασφάλεια -όπως κάνουν οι γέροι- και τα κλειδιά έμειναν μέσα στο τζιπ.
Διάβασα ξανά το πρώτο διήγημα, προσπάθησα να εντοπίσω τα σημεία εκείνα στα οποία η απλή οπτική επαφή με την κάθε γραμμή έμοιαζε να λειτουργεί όπως το νερό σε συμπυκνωμένο χυμό. Δεν τα κατάφερα να ξεφύγω από παρατηρήσεις που μου φάνηκαν κλισέ: επενδύει στους χαρακτήρες του / δεν περισσεύει λέξη / αποτελούν προσχέδια μυθιστορημάτων. Καμία από αυτές τις παρατηρήσεις δεν με ικανοποιούσε και κυρίως καμία από αυτές δεν εξηγούσε πώς κατάφερνε ο Τζόνσον να δημιουργεί αυτή την αίσθηση. Βρήκα δύο ενδιαφέροντα στοιχεία στο σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα στο αφτί της έκδοσης, αντιγράφω απευθείας από τις σημειώσεις μου: υπήρξε μαθητής του Κάρβερ / δεν έγραψε αποκλειστικά μικρή φόρμα. Και όχι μόνο δεν έγραψε αποκλειστικά σε μικρή φόρμα αλλά τη σπουδαιότερη διάκριση την έλαβε για το μυθιστόρημά του Δέντρο από καπνό. Ο Τζόνσον δεν υπήρξε στρατευμένος στη μικρή φόρμα, όπως ο δάσκαλός του, και αν στον Κάρβερ υπάρχουν στιγμές που περιμένεις να ανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί ένας χαρακτήρας από προηγούμενο διήγημα, στον Τζόνσον η αυτονομία των διηγημάτων είναι εμφανής, επομένως η μυθιστορηματική αίσθηση δεν έγκειται σε αυτό το στοιχείο, δεν είναι το σύνολο των διηγημάτων που αφήνει την αίσθηση της ανάγνωσης ενός μυθιστορήματος, αλλά το κάθε διήγημα ξεχωριστά.
Σηκώθηκα και βγήκα στον διάδρομο. Δεν θα πω ψέματα πως σκεφτόμουν οτιδήποτε, μόνο αισθανόμουν, μια μεταλλική γεύση στο στόμα, μια ακατανίκητη αδυναμία, κυρίως στα πόδια, ένα βουητό στους κροτάφους και πίσω απ’ τα μάτια. Έπιασα το παλιομοδίτικο πόμολο, για μερικές στιγμές όμως δεν μπορούσα να κουνήσω τα δάχτυλά μου.
Η ανάγκη του αφηγητή να πει την ιστορία αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην αφήγηση της ιστορίας αυτή καθ’ εαυτήν. Τον Τζόνσον οι ιστορίες τον απασχολούν έντονα, η ανάγκη του να της γράψει είναι εμφανής. Εκεί παίζεται το παιχνίδι της τέχνης, στον αδιέξοδο αυτό μονόδρομο. Ο Τζόνσον γνωρίζει πού κατευθύνθηκαν οι ήρωές του μετά το δείπνο, πώς νιώθουν όταν παίρνουν το λεωφορείο για τη δουλειά τους, πόσες φορές μέσα στην ημέρα σκέφτονται την αυτοκτονία, αν πλένουν τα δόντια τους σχολαστικά κάθε βράδυ, πόσο αδιάφορα τους μοιάζουν όλα, πότε πίνουν το πρώτο ποτό της ημέρας. Ο Τζόνσον γνωρίζει όλες τις απαντήσεις και ο αναγνώστης το αισθάνεται αυτό. Και κάπως έτσι η κάθε ιστορία μετατρέπεται σε στερεοσκοπική εικόνα, αποκαλύπτοντας πλευρές και γωνίες αρχικά αθέατες· άλλωστε, το γεγονός πως μόλις το ένα ένατο ενός παγόβουνου είναι ορατό, δεν σημαίνει πως και το δέος που προκαλεί είναι τόσο. Η επιρροή του Κάρβερ στα διηγήματα του Τζόνσον είναι ορατή. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς: η επιρροή του Κάρβερ είναι ορατή στην πλειοψηφία των Αμερικανών διηγηματογράφων· και πώς να μην ήταν άλλωστε; Όμως ο Τζόνσον δεν αναπαράγει απλώς το καρβερικό στυλ -όχι πως θα ήταν απλό και εύκολο κάτι τέτοιο- αλλά, πατώντας πάνω στον βρόμικο ρεαλισμό και την αποφορά του αμερικανικού ονείρου, επιχειρεί πιο περίπλοκες συνθέσεις, οικοδομώντας τους δικούς του καθεδρικούς ναούς και τα καταφέρνει.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποτελεί κοινό τρόπο αφήγησης και στα πέντε διηγήματα της συλλογής, δημιουργώντας την αίσθηση πως είναι το ίδιο εγώ πίσω από την κάθε ιστορία, ένα εγώ που προσπαθεί να δημιουργήσει την κατάλληλη κρυψώνα και στην “ασφάλειά” της να διηγηθεί τη δική του ιστορία. Ο αφηγητής συγγραφέας, που βιώνει τη ματαιότητα της γραφής, τις δυσκολίες και τις προκλήσεις της επίσης, αποτελεί ένα διαχρονικά επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη μυθοπλασία που αγαπώ· αυτός ο ιδιότυπος εγκιβωτισμός του συγγραφέα και του έργου του, αυτή η αίσθηση κρυφοκοιτάγματος στο γραφείο του συγγραφέα εν ώρα εργασίας. Οι χαρακτήρες του Τζόνσον δεν διαθέτουν τίποτα το ηρωικό ή το αντιηρωικό, εκτός από την καθημερινή μάχη της ίδιας της ύπαρξης, δεν θέλγουν με τη συμπεριφορά τους αλλά ταυτόχρονα δεν εγείρουν και την κατακραυγή, αυτό είναι που κάνει τους χαρακτήρες αυτούς τόσο αληθοφανείς, τόσο ρεαλιστικούς, παρά τη γεωγραφική -και όχι μόνο- απόσταση που τους χωρίζει από τον Έλληνα αναγνώστη.
Αν η φωνή με ρωτήσει αν μου αρέσουν τα διηγήματα, θα της απαντήσω πως σπάνια κάτι τέτοιο συμβαίνει, όταν όμως συμβεί είναι πολύ ωραία, όπως συνέβη όταν διάβασα τη Γενναιοδωρία της γοργόνας, δηλαδή.