Το ΓΕΓΟΝΟΣ της Γέννησης του Θεανθρώπου αφηγείται ο ευαγγελιστής Ματθαίος στα δύο πρώτα κεφάλαια του ευαγγελίου του.
Οι ερμηνευτές τονίζουν ότι στα κεφάλαια αυτά ο Ματθαίος ερμηνεύει θεολογικά το μυστήριο της Θείας ενανθρωπήσεως και τα ιστορικά στοιχεία, τα οποία αναφέρει, έχουν δευτερεύουσα σημασία. Το πρώτο κεφάλαιο έχει χαρακτήρα θεολογικό και σχετίζεται με την πίστη της Παλαιστινής χριστιανικής κοινότητας. Το δε δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζει ως θέμα τη σύγκρουση του βασιλιά Ηρώδη προς το νεογέννητο χριστιανικό Μεσσία. Η σύνθεση των δύο κεφαλαίων εξηγείται εκ του γεγονότος ότι ο ευαγγελιστής είχε υπόψη του, εκτός της γενεαλογίας, κι άλλες γενικότερες γνωστές παραδόσεις περί της γέννησης και της βρεφικής ηλικίας του Ιησού.
Τα θέματα του πρώτου κεφαλαίου του Ματθαίου.
α. Το πρώτο θέμα είναι ο γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού (α, 1-17).
Με τον κατάλογο αυτόν, κατά τον ευαγγελιστή, διαπιστώνεται ο Ιησούς κληρονόμος στο θρόνο του βασιλέα Δαβίδ, ο οποίος πραγματοποίησε την υπόσχεση που δόθηκε από τον Θεό στον Αβραάμ. Η γενεαλογία ανήκει στην παράδοση της ιουδαϊκής εκκλησίας. Στην Π. Διαθήκη, οι προφήτες αναφέρονται στο πρόσωπο του Δαβίδ και τονίζουν ότι ο Θεός φανερώνει την αγάπη και την πιστότητα στον εκλεκτό λαό του και συνάπτει «διαθήκη αιώνιο» μαζί του (Ησ. 53,3). Οι ερμηνευτές τονίζουν ότι στο κεφ. 1, ο ευαγγελιστής Ματθαίος επιδιώκει να δείξει με τη γενεαλόγηση του Ιησού ότι πρόκειται για πραγματικό άνθρωπο, έναν Ιουδαίο, ο οποίος αρχίζει τη νέα μεσσιανική εποχή για την ιουδαϊκή ιστορία και για τον κόσμο. Ο Ιησούς βέβαια, είναι τέλειος άνθρωπος και στο πρόσωπό Του είναι ενωμένες οι δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως (Δ Οικουμενική Σύνοδος).
Ο ίδιος ο Ιησούς, όταν έρχεται για να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δόθηκαν στον Δαβίδ, τονίζει ότι είναι μεγαλύτερος από εκείνον “είναι ο Κύριός Του” (Ματθ. 22, 42-45).
Μεταγενέστερα, αντιαιρετικοί συγγραφείς και εκκλησιαστικοί πατέρες, εξηγώντας το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως, αναφέρουν και τονίζουν την ανθρώπινη καταγωγή του Ιησού. ¹
Ο αείμνηστος ερμηνευτής Παν. Τρεμπέλας, αναφέρει ότι η γενεαλογία (α, 1-17) του ευαγγελιστή Ματθαίου αποτελεί ενωτικό σημείο μεταξύ της Π. Διαθήκης και της Κ. Διαθήκης. ²
β. Το δεύτερο θέμα του κεφ. 1 (1, 18) αναφέρεται στην υπερφυσική γέννηση του Ιησού από τη Μαρία και το Άγιο Πνεύμα ως εκπλήρωση της προφητείας του Ησαΐα 7, 14, δηλαδή των επαγγελιών της Π. Διαθήκης. Ο ευαγγελιστής αφηγείται τη σχέση του Ιωσήφ με τη Μαρία και εξηγεί ότι η νομική πατρότητα του Ιωσήφ οφείλεται στη θεία επέμβαση. Ο προφήτης Ησαΐας είχε προφητεύσει ότι θα γεννηθεί από την Παρθένο Μαρία και το όνομά Του θα είναι Εμμανουήλ, που σημαίνει ότι ο Θεός θα είναι μαζί μας (Ματθ. 1, 23). Ο ευαγγελιστής με την εκ Παρθένου γέννηση του Θεανθρώπου θέλει να δηλώσει και να τονίσει τον ανακαινιστικό και λυτρωτικό χαρακτήρα του χριστιανισμού. ³
Οι ερμηνευτές αναφέρουν ότι ο Ματθαίος ερμηνεύοντας το κεφ. 7 του Ησαΐου ακολουθεί εκκλησιαστική παράδοση, όπως και ο ευαγγελιστής Λουκάς (1, 26-38). Ο ευαγγελιστής στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου αναφέρει την προστασία και κηδεμονία της Μαριάμ από τον Ιωσήφ μέχρι τη γέννηση του Υιού της και ονομάζει τον πρωτότοκο Υιό της, Ιησού, που σημαίνει σωτήρας.
Με την εκπλήρωση λοιπόν των προφητειών, διαπιστώνουμε τη συνέχεια «της οικονομίας του Θεού» στις δύο Διαθήκες: ό,τι πραγματοποιείται στην Κ. Διαθήκη, έχει προαναγγελθεί στην Π. Διαθήκη. Οι επαγγελίες του Θεού περί της ελεύσεως του Μεσσία ξεκινούν από το πρώτο βιβλίο της Π. Διαθήκης. Οι ερμηνευτές της Π. Διαθήκης, τονίζουν ότι η πρώτη μεσσιανική προφητεία είναι το γνωστό πρωτευαγγέλιο, που επαγγέλλεται τη λύτρωση του πεπτωκότος ανθρώπινου γένους από τον Μεσσία Χριστό.
Κεφάλαιο δεύτερο.
Τα θέματα του δευτέρου κεφαλαίου, προσλαμβάνουν πολεμικό και απολογητικό χαρακτήρα. Αναλυτικά το περιεχόμενο του κεφ. 2 έχει ως εξής: Ο ευαγγελιστής αναφέρεται πρώτα στον τόπο της γέννησης και ονομάζει τη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Κατόπιν περιγράφει το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στο οποίο γεννιέται ο Μεσσίας. Αναφέρει ότι ο Ηρώδης ήταν ο βασιλιάς της περιοχής της Ιουδαίας και εκπροσωπούσε την πολιτική εξουσία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μετά ο ευαγγελιστής ομιλεί για τους Μάγους, οι οποίοι είχαν φθάσει στα Ιεροσόλυμα από τις χώρες της Ανατολής και αναζητούσαν το μέρος, όπου είχε γεννηθεί ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Ο Ηρώδης πληροφορείται το γεγονός και συγκαλεί τις θρησκευτικές αρχές του Ιουδαϊσμού, τους αρχιερείς και γραμματείς, για να μάθει πού γεννιέται ο βασιλεύς των Ιουδαίων.
Οι γραμματείς της Ιουδαϊκής θρησκείας, μελέτησαν τις προφητείες και είπαν στον Ηρώδη ότι γεννιέται στη Βηθλεέμ.
Τότε ο Ηρώδης προσκαλεί τους Μάγους και τους αναφέρει το μέρος της γέννησης του Μεσσία. Ο βασιλιάς, τους προτρέπει μετά την προσκύνηση του θείου βρέφους να επιστρέψουν, διότι επιθυμεί και ο ίδιος να προσκυνήσει αυτό. Οι Μάγοι καθοδηγούμενοι από τον αστέρα, έφθασαν στο σπίτι, όπου ήταν η Μαρία με το Θείο βρέφος και προσκύνησαν αυτό. Άγγελος όμως Κυρίου φανερώνεται στους Μάγους και λέγει σ’ αυτούς τους διαλογισμούς του Ηρώδη. Συμβουλεύει και καθοδηγεί αυτούς να επιστρέψουν απ’ άλλο δρόμο στην πατρίδα τους.
Διαπιστώνουμε λοιπόν στην αφήγηση των γεγονότων της γέννησης του Ιησού ότι, ο Ματθαίος παρουσιάζει το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον να είναι εχθρικό και πολεμικό. Οι ερμηνευτές τονίζουν ότι η ιδιάζουσα κατάσταση στο κεφ. 2 του Ματθαίου είναι η του διωγμού. Οι έννοιες που εκφράζουν τη μεσσιανικότητα του Ιησού στο πρώτο κεφάλαιο, στο δεύτερο συγκρίνονται προς διεκδικητές παρόμοιας ιδιότητας ή αξιώματος.
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος αντιπαραθέτει τον Ιησού ως τον αληθινό Μεσσία προς τον Ηρώδη, ο οποίος εκπροσωπεί τους δημαγωγούς της εποχής του, που διεκδικούσαν το ρόλο του Μεσσία. Ο ευαγγελιστής ασκεί κριτική και στον Ιουδαϊσμό, που δεν κατάλαβε και δεν δέχθηκε τον Μεσσία που ήλθε στον κόσμο. Αυτή την εχθρική στάση της ιουδαϊκής θρησκευτικής ηγεσίας προς τον Μεσσία της εκκλησίας, παρουσιάζει ο Ματθαίος από τους πρώτους στίχους του κεφ. 2, στην αφήγηση περί προσκύνησης των Μάγων από την Ανατολή και της απόπειρας του Ηρώδη να φονεύσει το θείο βρέφος.
Με την αφήγησή του λοιπόν, περί Μάγων και περί Ηρώδη, τονίζει ο ευαγγελιστής ότι το κακό άρχισε με τον ίδιο τον ιδρυτή της δυναστείας. Ο Ηρώδης λοιπόν και οι Ιουδαίοι στράφηκαν κατά της νέας θρησκείας· αντίθετα, οι Μάγοι εκπρόσωποι του ειδωλολατρικού κόσμου, δείχνουν με την προσκύνηση του βρέφους Ιησού την πίστη και την εύνοιά τους προς τη νέα Θρησκεία.
Σημειώνουμε επίσης ότι η προσκύνηση του θείου βρέφους από τους σοφούς Μάγους της Ανατολής είναι γεγονός που εκφράζει την παγκοσμιότητα της σωτηρίας.
Ο ευαγγελιστής τονίζει ότι η σωτηρία της βασιλείας του Θεού είναι παγκόσμιος, αφορά όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο τους Ισραηλίτες, αλλά και τους εθνικούς. Η διδασκαλία αυτή εκφράζεται σε πολλά θαύματα, τα οποία αναφέρει ο ευαγγελιστής, όπως στο θαύμα της θεραπείας της θυγατρός της Χαναναίας γυναικώς, που ο Ιησούς θαυμάσας την πίστη της, την έσωσε από τις δαιμονικές δυνάμεις. (Ματθ. 15,22).
Ο συμβολισμός των δώρων των Μάγων.
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει ότι οι Μάγοι ήλθαν στην οικία όπου ήταν η Μαρία με το θείο βρέφος, είδαν το παιδίον με την μητέρα του, και αφού έπεσαν κατά γης το προσκύνησαν. Ανοίξαντες δε τα θησαυροφυλάκιά τους, προσέφεραν σ’ αυτό τα δώρα, χρυσό, λίβανο και σμύρνα (2, 11).
Ο Ι. Χρυσόστομος δίνει διπλή συμβολική σημασία στα δώρα των Μάγων. Ο εκκλ. Πατέρας τονίζει ότι οι Μάγοι πρόσφεραν το χρυσό για να τιμήσουν τον Χριστό ως το νέο Βασιλιά του κόσμου, το λιβάνι για να τιμήσουν αυτόν ως Θεό, και τη σμύρνα για να τιμήσουν τη θυσία Του υπέρ των ανθρώπων (στ. 766).
Η δεύτερη συμβολική σημασία είναι η εξής: Παρομοιάζει τα δώρα με τις μεγάλες αρετές που αναφέρει ο απ. Παύλος, την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη (Α Κορ. 13,13). Οι τρεις Μάγοι βλέποντες το θείο βρέφος, άνοιξαν τους θησαυρούς της καρδιάς τους και πρόσφεραν την πίστη που λάμπει σαν χρυσός, την ελπίδα που μυρίζει σαν λιβάνι, και την αγάπη που ενώνει και συσφίγγει σαν σμύρνα τα μέλη της εκκλησίας (στ. 768). 4
Υποσημειώσεις:
1. Επιφανίου, κατά αιρέσεων, βιβλ. Ι. MPG 41,456 C.
2. Παν. Τρεμπέλα: Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον, Αθήναι 1951, σελ. 27.
3. Σάββα Αγουρίδη: Ματθαίος ο Ευαγγελιστής, Αθήνα 2000, σελ. 24.
4. Ιωάν. Χρυσοστόμου: Εις την γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ομιλία, MPG 61, στ. 763-768.
* Δρ. Θεολογίας