Η σχετικά πρόσφατη (31-10-2024) επίσκεψη του Γερµανού προέδρου στη µαρτυρική Κάνδανο, ανέσυρε πάλι από την ιστορική µας µνήµη τα αδιανόητα εγκλήµατα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο· και µοιραία ξαναθέτει το ερώτηµα: πώς έφτασαν οι άνθρωποι σε αυτή την αποκτήνωση;
Μέσα από το βιβλίο «Οι ρίζες της Ναζιστικής βίας», του καθηγητή Enzo Traverso, προσπάθησα να παρακολουθήσω το φαινόµενο της ανελέητης βίας, την κορύφωση του οποίου ο Ευρωπαϊκός κόσµος έζησε «µέσα στο σπίτι του» κατά τη διάρκεια του πολέµου αυτού.
∆εν είναι φυσικά στις προθέσεις µου να ελαφρύνω το άγος που βαρύνει τη Γερµανία για το αιµατοκύλισµα του κόσµου, όµως πιστεύω ότι για να καταλάβουµε πώς ο άνθρωπος έφθασε σε αυτό το έσχατο σκαλί, θα πρέπει να εξετάσουµε το φαινόµενο της βίας από πολύ πιο παλιά, όπου και όπως αυτό εκδηλώθηκε.
Οι Ευρωπαίοι είχαν ξεκινήσει τους αποικισµούς των άλλων ηπείρων από πολύ παλιά και τους κορύφωσαν µε τους ιµπεριαλιστικούς πολέµους του 19ου αιώνα. Απ’ αυτούς τους επεκτατικούς πολέµους µόνο η Πρωσία (Γερµανία) είχε µείνει εκτός. Η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, είχαν οικοδοµήσει τις υπερπόντιες αυτοκρατορίες τους πάνω στη λογική ότι: «Ο µη ευρωπαϊκός χώρος ήταν χωρίς κυρίους, απολίτιστος ή ηµιπολιτισµένος, έδαφος προς αποικισµό, αντικείµενο κατάκτησης για τις ευρωπαϊκές δυνάµεις. Οι αυτόχθονες κατοικούσαν αλλά δεν κατείχαν τη γη. Είχαν την προσωρινή επικαρπία και βρίσκονταν εκεί, απλώς περιµένοντας να αντικατασταθούν από τους Ευρωπαίους, τους νόµιµους ιδιοκτήτες». Τα γραπτά των θεωρητικών των ιµπεριαλιστικών αποικισµών του 19ου αιώνα, διαπνέονταν από τον κοινωνικό δαρβινισµό (την άποψη δηλαδή ότι η φυσική επιλογή ισχύει και στις ανθρώπινες κοινωνίες και ότι η καταλληλότερη επιβιώνει τελικά), αλλά και από τον ευγονισµό, την ιατρική ανθρωπολογία και τη φυλετική βιολογία. Και όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες τα εφάρµοσαν στις αποικίες. Στη δυτική κουλτούρα του 19ου αιώνα, αποικιοκρατία, εκπολιτιστική αποστολή, δικαίωµα κατάκτησης και πρακτικές εξόντωσης ήταν συχνά συνώνυµα. Οι υπερπόντιες αποικίες λειτούργησαν ως ο «ζωτικός χώρος» των ευρωπαϊκών ιµπεριαλιστικών χωρών. Η ιδέα λοιπόν του «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) που αποτέλεσε κεντρικό σηµείο της πολιτικής του Χίτλερ, δεν ήταν καινούρια. Μόνο που τώρα, µε τον όψιµο ιµπεριαλιστικό του πόλεµο, στρέφονταν κατά ευρωπαϊκών χωρών. Θέλησε να δηµιουργήσει «ζωτικό χώρο» για τη Γερµανία σε βάρος των Σλάβων, τους οποίους θεωρούσε κατώτερους, «υπανθρώπους» και «φυλετικά ανεπιθύµητους».
Οι Εβραίοι ενσάρκωναν από αιώνες την εικόνα της ετερότητας µέσα στο δυτικό κόσµο. Για τους ναζιστές ήταν ο «άλλος» του δυτικού κόσµου. Το ανάλογο, κατά τους ιµπεριαλιστικούς πολέµους του 19ου αιώνα και παλαιότερα, ήταν ο ιθαγενής, ο «άλλος» του αποικισµένου κόσµου. ∆οκίµασε και αυτός ανάλογη µοίρα. Βέβαια, όπως είναι γνωστό, η δυσανεξία των ναζί στην ετερότητα επεκτάθηκε και σε άλλες οµάδες του πληθυσµού, όπως οι Τσιγγάνοι, οι Σλάβοι, οι έγχρωµοι, οι ψυχικά ασθενείς, οι ανάπηροι, οι οµοφυλόφιλοι, οι αντιφασίστες κ.ά. Έδιναν σ’ αυτούς τον χαρακτηρισµό του «υπανθρώπου», έννοια βασική της ναζιστικής ιδεολογίας και χαρακτήριζαν τις ζωές τους σαν «ζωές ανάξιες να βιωθούν». Ένας επί πλέον λόγος που οι Εβραίοι έγιναν στόχος του ναζιστικού πολέµου ήταν η ακλόνητη πίστη του Χίτλερ ότι οι Εβραίοι κατείχαν την εξουσία στη Σοβιετική Ένωση (σηµαντικότατου τµήµατος του επιδιωκόµενου ζωτικού χώρου), καθώς και ότι αποτελούσαν τον εγκέφαλο του διεθνούς κοµουνιστικού κινήµατος. Όλοι οι παραπάνω λοιπόν, έγιναν στόχος του ναζιστικού πολέµου. Ενός πολέµου που επεδίωκε συγχρόνως την κατάκτηση και την εξόντωση (πολιτική και φυλετική) µε ακραία βία και ωµότητα. Μεθόδους δοκιµασµένες ήδη από τις προαναφερθείσες ιµπεριαλιστικές χώρες, στις άλλες ηπείρους.
Εξ άλλου, επειδή το ναζιστικό καθεστώς εξελίχθηκε σε µια βιοµηχανία θανάτου, έχει ενδιαφέρον να δούµε πώς εξελίχθηκαν και οι πρακτικές του θανάτου. Ήδη από τη Γαλλική Επανάσταση, µε την καθιέρωση της γκιλοτίνας ως τρόπου εκτέλεσης, αποστασιοποιήθηκε ο δήµιος από τον µελλοθάνατο. Τώρα πλέον, ο φόνος εκτελείτο από ένα άψυχο εργαλείο και ο δήµιος, από κοσµικός βραχίονας µιας ελέω Θεού εξουσίας, µετατρέπονταν σε τεχνικό ή σε εργάτη της συσκευής. Αναφέρω την περίπτωση της γκιλοτίνας επειδή µ’ αυτήν η βιοµηχανική επανάσταση µπαίνει στο χώρο της θανατικής ποινής. Η µηχανοποιηµένη και σειριοποιηµένη εκτέλεση, παύει πλέον να είναι µια τελετουργία της ανθρώπινης οδύνης και γίνεται τεχνολογική µέθοδος θανάτωσης σε αλυσίδα, απρόσωπη, αποτελεσµατική, σιωπηλή και γρήγορη. Ενσωµατώνοντας το ναζιστικό καθεστώς την εξέλιξη της τεχνολογίας, έφθασε να δηµιουργήσει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ως «εργοστάσια θανάτου» µε τους θαλάµους αερίων, τα κρεµατόρια, την «εξολόθρευση µέσω της εργασίας» και άλλες «προηγµένες» τεχνικές µαζικής θανάτωσης. Αλλά και τις εξελίξεις της επιστήµης του management ενσωµάτωνε επίσης το καθεστώς σε αυτή τη µακάβρια διαδικασία. Εφάρµοσε τον τεϊλορισµό, τον καταµερισµό δηλαδή των εργασιών µε σκοπό την εξειδίκευση, την ταχύτερη παραγωγή (θανάτων), µε όσο το δυνατόν µικρότερο κόστος και µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητα. Σα να επρόκειτο, ας πούµε, για ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων του Χένρυ Φόρντ!
Ανάλογη ήταν η ενσωµάτωση της τεχνολογίας και στο στρατό. Ήδη από τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο η µυθική εικόνα του ήρωα στρατιώτη είχε υποχωρήσει µπροστά στη µαζικότητα του θανάτου που σκορπούσαν τα πολυβόλα, τα φλογοβόλα, τα χηµικά όπλα και κάτω από τις ερπύστριες των τανκς και τις βόµβες των αεροπλάνων, που έκαναν την εµφάνισή τους τότε. Ένας βετεράνος του Μεγάλου Πολέµου δήλωνε: «Η µάχη εκ του συστάδην δεν υπάρχει πια. Ο αντίπαλος παραµένει αόρατος. Το τελικό αποτέλεσµα όµως είναι ένας απίστευτα φονικός πόλεµος που διεξάγεται µε πλήρη απουσία µίσους».
Αν µετά τα παραπάνω, δούµε αναδροµικά την ιστορική γενεαλογία του ναζισµού, διαπιστώνουµε ότι η Γερµανία του µεσοπολέµου υπήρξε ένα εργαστήρι σύνθεσης στοιχείων όπως ο εθνικισµός, ο ρατσισµός, ο αντισηµιτισµός, ο ιµπεριαλισµός, ο αντιµπολσεβικισµός, ο αντιουµανισµός και αντιδιαφωτισµός. Αυτή η µοναδική σύνθεση των στοιχείων της Αντεπανάστασης (της άρνησης δηλαδή των κηρυγµάτων του ∆ιαφωτισµού και των επιτευγµάτων της Γαλλικής Επανάστασης), συνάντησε την τεχνολογική εξέλιξη του πολέµου και έδωσε ένα πλατύ σύνολο τρόπων κυριαρχίας και εξόντωσης, που είχαν ήδη δοκιµαστεί ξεχωριστά κατά τη νεότερη δυτική ιστορία.
Εδώ, κατά τη γνώµη µου, είναι η µεγάλη ευθύνη της Γερµανίας. Το ότι οι πιο πάνω αντεπαναστατικές ιδέες και η βία εµφανίστηκαν εδώ κι εκεί µέσα στην ευρωπαϊκή ιστορία, δεν σηµαίνει ότι νοµοτελειακά θα έπρεπε η Γερµανία να γίνει το χωνευτήρι όλων αυτών και τελικά να δώσει αυτή την έκρηξη µεγατόνων βίας. Μια έκρηξη που διέρρηξε τον ιστορικό ιστό, την αίσθηση, δηλαδή, πρωταρχικής αλληλεγγύης, που αποτελεί το υπόστρωµα των ανθρώπινων σχέσεων και επιτρέπει στους ανθρώπους να αναγνωρίζονται ως τέτοιοι.
Οι Γερµανοί, σαν λαός, δεν µπορούν να ισχυριστούν ότι παραπλανήθηκαν. Ο Χίτλερ, µε το βιβλίο του «Ο Αγών µου», δηµοσίευσε προκαταβολικά ένα πλήρες σχέδιο εκείνων που είχε σκοπό να πραγµατοποιήσει. Το σχέδιο αυτό βρήκε γόνιµο έδαφος στη γερµανική σκέψη, η οποία φαίνεται να κυριαρχείται από το Λόγο (την εφαρµογή, δηλαδή, της λογικής για την αναζήτηση της αλήθειας). Ένα Λόγο, ωστόσο, τόσο άκαµπτο και δογµατικό που καταλήγει να γίνεται καταστροφικός. Στο βιβλίο του Μάκη Ανδρονόπουλου «Το γερµανικό σύνδροµο», βρίσκουµε το εξής: «Οι Γερµανοί διακρίνονται από το έντονο πάθος, µε το οποίο αφοσιώνονται σε διάφορες ιδέες, και προσπαθούν να τις µετατρέψουν σε πραγµατικότητες. Τα µεγαλύτερα επιτεύγµατά τους, οι πιο καταστροφικές αποτυχίες τους, η τραγική πολιτική τους ιστορία διαπνέονται εξ ολοκλήρου από αυτόν το επικίνδυνο ιδεαλισµό. Αν οι περισσότεροι από εµάς είµαστε θύµατα των περιστάσεων, µπορεί κανείς να πει ότι ο γερµανικός λαός ως σύνολο είναι έρµαιο των ιδεών».
Ο γερµανικός ψυχισµός διακρίνεται διαχρονικά από µια ακόρεστη θέληση για αναγνώριση της δύναµης του Γερµανικού έθνους. Όσο αυτό δεν συµβαίνει, ο Γερµανικός λαός το βιώνει ως «εκκρεµότητα» που συχνά τον οδηγεί σε απώλεια του αυτοελέγχου, ακραία επιθετικότητα κατά πάντων και εν τέλει και κατά του ίδιου του τού εαυτού. Αναρωτιέται ο Ανδρονόπουλος για τα µνηµεία του Ολοκαυτώµατος στο Βερολίνο και αλλού στη Γερµανία, τι άραγε να συµβολίζουν; Την καταισχύνη και τη µεταµέλεια των Γερµανών ή µήπως πρόκειται για ένα ξόρκι, για να αποδιώχνουν τον ακραίο εαυτό τους, όποτε αυτός βγαίνει στην επιφάνεια; Μεγάλη και συλλογική η ευθύνη των Γερµανών.
Ο πρώην πρωθυπουργός της Βαυαρίας Φράντς Γιόζεφ Στράους, δήλωνε το 1975: «Έχουµε γίνει το οικονοµικά ισχυρότερο κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Μπροστά στα ταµεία µας περιµένουν στην ουρά οι πρώην νικητές. Όλοι είναι χρεωµένοι σε µας». Κατά την πρόσφατη οικονοµική κρίση, οι Γερµανοί της Μέρκελ και του Σόϊµπλε, το υπενθύµισαν πολύ έντονα σε όλους τους Ευρωπαίους και ιδιαίτερα σκληρά σ’ εµάς. ∆εν είναι όµως µόνον αυτό. Στα χρόνια που µεσολάβησαν η Γερµανία εξοπλίστηκε και πρόσφατα -µε αφορµή τον πόλεµο στην Ουκρανία- ο Γερµανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε εξοπλιστικό πρόγραµµα-µαµούθ 100 δισεκατοµµυρίων ευρώ για τις γερµανικές ένοπλες δυνάµεις. Ίσως, καλό θα είναι οι Ευρωπαίοι να προσέχουν!
Πάντως δεν θα πρέπει να µας διαφεύγει ότι οι αποικιακοί πόλεµοι του 19ου αιώνα, και οι Παγκόσµιοι Πόλεµοι του 20ου , καθώς και οι περισσότεροι από τους πολέµους που ζούµε τώρα στον 21ο αιώνα , είναι πόλεµοι του δυτικού πολιτισµού µας. Φαίνεται ότι ο πολιτισµός µας έχει τεράστιο καταστροφικό δυναµικό, το οποίο ενίοτε οι ίδιες οι αντιφάσεις του το αποδεσµεύουν και εν τέλει το στρέφουν εναντίον του!
*O Μανώλης Κουφάκης είναι δρ µηχανικός
τ. δ/ντής ∆Ε∆∆ΗΕ Α.Ε.