Καθώς περνούν τα χρόνια, ο θυμός μεγαλώνει. Παραδίδεται σαν ιερή παρακαταθήκη από τους γονείς στα παιδιά τους, κι από γενιά σε γενιά βαθαίνει. Μια μοναδική ευχή, πικρή σαν τύψη: οργίσου! Κράτα τον θυμό σφιχτά κοντά σου. Μην τον ξεχνάς. Αυτός, τουλάχιστον, δεν απαλλοτριώνεται.
Ο συγγραφέας, με τη φωτογραφική μηχανή περασμένη στον λαιμό, περιδιαβαίνει την πόλη. Αφουγκράζεται την ένταση, νιώθει τον θυμό, καταγράφει τους διαλόγους. Σε μια παράδοξη έκφανση πατριωτισμού θεωρούμε τη γη του θυμού γη ελληνική, προνόμιο δικό μας. Διάβαζα πρόσφατα μια ακόμα έρευνα για το πόσες θέσεις έχει υποχωρήσει η χώρα μας στην κατάταξη με τους πιο ευτυχείς κατοίκους παγκόσμια· το βιβλίο του Χρυσόπουλου ήρθε να δώσει φωνή στην πτώση αυτή. Η καθημερινή καταγραφή της ευτυχίας θα σήμαινε καθημερινή πτώση στην κατάταξη, μέχρι που θα ήμασταν τελευταίοι, και όμως θα συνεχίζαμε να πέφτουμε. Μιλώ συχνά με φίλους στο εξωτερικό, ντόπιους και μετανάστες, δεν είναι τόσο καλύτερα τα πράγματα εδώ, λένε. Θυμάμαι μια μέρα, πάνε τρία χρόνια, στο μετρό, τον καβγά ανάμεσα σε δύο ηλικιωμένους, λόγια βαριά και πρόσωπα κόκκινα από την υπερσυγκέντρωση αίματος, αφορμή η πρόταση εκείνης, που καθόταν, σε εκείνον, που στεκόταν όρθιος, να καθίσει, ποιον είπες γέρο μωρή, έσκουξε. Ο ρεαλισμός από μόνος του δεν είναι αρκετός, η αληθοφάνεια είναι εκείνη που δύναται να συγκλονίσει, η αίσθηση πιστότητας. Ο συγγραφέας περπατά και παρατηρεί, καταγράφει. Ο συγγραφέας μιλάει για καταστάσεις στις οποίες υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας -απρόσκλητος επισκέπτης-, αν του δώσεις έναν χάρτη εύκολα θα σημαδέψει τα σημεία δράσης. Εδώ, το όριο ανάμεσα στο ντοκουμέντο και στη λογοτεχνία είναι δυσδιάκριτο. Γι’ αυτό το είδος λογοτεχνίας κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο. Δεν επικρατεί μόνο θυμός εκεί έξω, σίγουρα όχι, όμως ο θυμός απ’ όλα τα συναισθήματα είναι εκείνος που περισσότερο παραλύει τον αποδέκτη, εκείνος που διαθέτει την υψηλότερη επικινδυνότητα μετάδοσης. Κάποτε, όχι πολύ καιρό πριν, ο θυμός ήταν προνόμιο του κέντρου των μεγάλων πόλεων, κάποτε ο θυμός έμενε πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες, εκφραζόταν ως μια διένεξη μεταξύ οδηγών, κάποτε ο θυμός ήταν ένα συναίσθημα κακό, αυτό θα σου απαντούσαν οι περισσότεροι. Τώρα ο θυμός βρίσκεται παντού, ξεσπά στο διπλανό τραπέζι του ήσυχου συνοικιακού καφέ, τώρα λένε πως η εκδήλωση του θυμού είναι δείγμα υγείας. Όμως ο θυμός υπήρχε και τότε στις από απόσταση υπέροχες μέρες του παρελθόντος, λούφαζε και τρεφόταν, κάποιοι βλέποντας το Σπιρτόκουτο του Οικονομίδη υποστήριξαν πως ο σκηνοθέτης υπερβάλλει, τυχεροί να πιστεύουν κάτι τέτοιο ή καλά κρυμμένοι στον μικρόκοσμό τους. Ο θυμός γεννάει μικροεξουσίες, εγώ ξεσπώ σε σένα, εσύ στον άλλον, πάντα προς τα κάτω, πάντα προς τον πιο αδύναμο, κοινωνικά, οικονομικά, συναισθηματικά. Όταν ο συγγραφέας κοιτάζει μέσα από τον φακό της φωτογραφικής μηχανής, μοιάζει να επικρατεί το κόκκινο. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν την έκδοση το πιστοποιούν. Μετά την επιστροφή στο σπίτι, κοιτάζοντας τις ανεπεξέργαστες φωτογραφίες της βόλτας εκείνης, ο Χρυσόπουλος δεν αναγνωρίζει τα μέρη όπου λίγες ώρες πριν περπάτησε. Όπως οι λέξεις που άκουσε, έτσι και οι εικόνες που αποτύπωσε χρειάζονται την απαραίτητη επεξεργασία. Η γη του θυμού είναι ένα συναισθηματικά δύσκολο βιβλίο, υψηλής έντασης, γέννημα της παρατήρησης και της καταγραφής του Χρυσόπουλου, το οποίο, δυστυχώς, αποτυπώνει αρκετά ικανοποιητικά την πραγματικότητα.
Η γη του θυμού κυκλοφόρησε πρώτα στη Γαλλία το 2015 και έγινε θεατρική παράσταση. Η ελληνική έκδοση κυκλοφόρησε το 2018.