Σε ένα μικρό χωριό της Δυτικής Αττικής, ζει η Γιαγιά η Παρασκευή, όπου οφείλεται και το όνομα, Τσεβή. Μια ευγενική και αγνή ψυχή. Μένει μόνη της σε ένα σπιτάκι με μια όμορφη αυλή και μια συκιά στην άκρη της.
Μια μικρή κουζινούλα έξω και μια πορτούλα παραδίπλα που οδηγεί στην μοναδική κάμαρη με ένα παλιό ξύλινο τραπέζι, τρείς καρέκλες, ένα κρεβάτι, και μερικά εικονίσματα στον τοίχο επάνω από το κρεβάτι. Αυτό είναι όλο κι όλο το νοικοκυριό της. Αυτή είναι η κάμαρη όπου διαβάζει, προσεύχεται αναπαύεται και βρίσκει την γαλήνη και την ειρήνη. Δεν ζητάει περισσότερα. Γαλήνη καὶ ειρήνη είναι τα έπαθλα αυτής της ευγενικής και αγνής ύπαρξης. Όλοι την αγαπούν, αλλά το θαυμαστό είναι ότι είναι πολύ αγαπητή και στα παιδιά του χωριού. Δεν μιλάει πολύ, είναι καλοσυνάτη και μόνο χαμόγελο έχει να προσφέρει σε όλους.
Τα μικρά παιδιά έχουν συμπεριλάβει στο παιχνίδι τους την αυλή της Γιαγιάς της Τσεβής. Την επισκέπτονται όμως και μεγαλύτεροι νέοι και νέες, όχι για τυπική επίσκεψη, αλλά γιατί θεωρούν την αυλή της Γιαγιάς Τσεβής οικείο σημείο συνάντησης στο χωριό. Η καλοσυνάτη γιαγιά να πηγαινοέρχεται από το κουζινάκι στην κάμαρή της, να κάνει τις δουλειές της, και τα παιδιά να παίζουν στην αυλή, μόνιμοι καθημερινοί επισκέπτες. Και τα καλοκαίρια, να τους βρίσκουν εκεί οι τελευταίες ώρες του δειλινού.
Οι έφηβοι, νέοι, αγόρια και κορίτσια να συζητάνε, αλλά και μεγαλύτεροι σε ηλικία γονείς των μικρών παιδιών που παίζουν, να βρίσκουν ανάπαυση σε αυτή την φιλόξενη αυλή. Η γιαγιά δεν μιλάει πολύ, μόνο χαμόγελα μοιράζει, αλλά το θαυμαστό είναι ότι όταν της απευθύνουν τον λόγο, οι απαντήσεις της είναι πραγματικά αφοπλιστικές.
Κάθε Κυριακή στην εκκλησία, όταν μπαίνει η Γιαγιά στον Ναό, όλοι χαμογελάνε. Αλλάζει η διάθεσή τους. Ακόμα και τα μικρά εγκαταλείπουν την νύστα και πηγαινοέρχονται στην καθαρή Κυριακάτικη ποδιά της Γιαγιάς.
Μια από τις νέες κοπέλες, η Ευγενία 22 χρονών που ζεί με τον πατέρα της στο χωριό, περνάει κάθε μέρα από την Γιαγιά, και αν δεν έχει χρόνο να καθίσει, θα χαιρετήσει, θα φιλήσει τη Γιαγιά, και θα γυρίσει στο σπίτι της. Πάντα θα κρατάει να αφήσει και μερικά λουκούμια για το τρατάρισμα των φίλων της αυλής της Γιαγιάς, που τα τρώνε ευχάριστα με δροσερό νεράκι.
Μια Κυριακή λίγο μετά την εκκλησία, επικρατεί αναστάτωση. Ένα ασθενοφόρο μπαίνει στο χωριό, παίρνει τον πατέρα της Ευγενίας στο φορείο, μπαίνει και η ίδια μέσα, και φεύγουν με την σειρήνα να ουρλιάζει και να αναστατώνει όλο το χωριό. Η Γιαγιά η Τσεβή μαθαίνει τα δυσάρεστα και πάει κατευθείαν στην εικόνα του Αρχάγγελου και προσεύχεται.
ΕΞΙ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
Ο πατέρας της Ευγενίας δεν τα κατάφερε. Τον εγκατέλειψε η καρδιά του στα εξήντα οκτώ του χρόνια, δύο μέρες μετά που τον μετέφερε το ασθενοφόρο, και πέθανε αφήνοντας την κόρη του μονάχη. Η Ευγενία κλείστηκε στον εαυτό της, μάλωσε και με τον Θεό που της πήρε τον πατέρα της, και ούτε εκκλησία, ούτε στην αυλή της Γιαγιάς, ούτε τίποτα. Κάθε μέρα αυτούς τους έξι μήνες, πηγαίνει στην δουλειά με το αυτοκίνητό της, κάνοντας μια απόσταση περίπου δέκα χιλιόμετρα από το χωριό. Λίγο πρίν φτάσει στη δουλειά, ένα αγοράκι που ζητιανεύει στα φανάρια της απλώνει το χέρι και το αγνοεί καθημερινά. Είναι και αυτό μέρος της αντίδρασης από την θλίψη της. Εκείνη την ημέρα όμως, ξεπέρασε την αντίδρασή της και έβγαλε από το πορτοφόλι της εκατό δραχμές. Άνοιξε το τζάμι του παραθύρου και το έδωσε στο αγόρι. Πάρτο, του είπε, για την ψυχή του πατέρα μου.
Το απόγευμα που επέστρεψε στο χωριό, πρίν φτάσει στο σπίτι της, ο Μελέτης, ένα νέο παλληκάρι συγχωριανός, της έγνεψε και σταμάτησε. Ευγενία, γειά σου. Γειά σου, Μελέτη, τί θέλεις; Ευγενία… η Γιαγιά η Τσεβή…. δεν είναι καλά, και μάλλον δεν θα τα καταφέρει. Αν θές, έλα να την δείς. Σε ζητάει από το μεσημέρι. Καλά, Μελέτη, θα δώ… μάλλον θα έλθω.
Όλο το χωριό ήταν μαζεμένο στην αυλή της Γιαγιάς. Είχαν έλθει και καρέκλες από παντού, και όσοι δεν χώραγαν καθόντουσαν έξω. Οι γυναίκες να τρατάρουν με καφέ και νερό, και τα μικρά να παίζουν και να τρέχουν στην αυλή όπως κάθε μέρα. Η Μαγιάτικη Άνοιξη κρατούσε την πόρτα της Γιαγιάς ανοικτή ,και την έβλεπαν όλοι από την αυλή. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ήρεμη και το χαμόγελό της την έδειχνε ευτυχισμένη.
Ήρθε και η Ευγενία. Δεν γινόταν να μην έλθη .Με τον Θεό μπορεί να είχε μαλώσει, αλλά η Γιαγιά η Τσεβή δεν της έφταιγε σε τίποτα. Τους καλησπέρισε όλους και πήγε και κάθισε στην αυλή. Η Γιαγιά την ξεχώρισε και την φώναξε. Ευγενία, έλα, παιδί μου, σε θέλω. Η Ευγενία πλησίασε στο κρεβάτι και κάθισε δίπλα της σε μια καρέκλα. Ευγενία, παιδί μου, να μην στεναχωριέσαι, να είσαι δυνατή, και να ξέρεις ότι έχεις την ευχή του πατέρα σου, και ότι σε νοιάζεται. Το μεσημέρι που κοιμήθηκα για λίγο, τον είδα στον ύπνο μου, και μου είπε τα εξής: Τσεβή, πές της κόρης μου της Ευγενίας, ότι το κατοστάρικο που μου έστειλε το πρωί το πήρα. Την ευχαριστώ, και να έχει την ευχή μου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Η γιαγιά η Τσεβή έφυγε την επόμενη ημέρα, στις 22 Μαΐου του 1989, σε ηλικία περίπου 88 χρονών.
Το σπίτι της, μια και δεν είχε συγγενείς, το άφησε στο χωριό, αλλά χωρίς την Γιαγιά, δεν πήγαινε κανείς και ρήμαξε. Σήμερα δεν ανήκει σε κανένα.
Για όσους ζούνε ακόμη, δεν μπορώ να κάνω σχόλια, αλλά η Γιαγιά συνεχίζει να εμπνέει ακόμα και τώρα, και να κάμπτει τις αντιστάσεις που δεν μας αφήνουν να εκφράζουμε και να δεχόμαστε αγάπη.
Στο χωριό σκέφτονται ακόμα μέχρι σήμερα να κάνουν την αυλή παιδική χαρά, αλλά ποιος θα προσέχει τα παιδιά; Μήπως, από την άλλη, το βράδυ γεμίζει παραβατικούς; Και πολλά άλλα ερωτήματα.
Αυτό που έχω εγώ να πω, είναι ότι η Γιαγιά ζεί την αιωνιότητα και δεν βιάζεται, περιμένει. Αλλά χωρίς την Γιαγιά, ποιος θα προσέχει και θα συμβουλεύει τα παιδιά και εμάς τους μεγαλύτερους;
Ὑπάρχουν ἀραιὰ καὶ ποῦ κάποιοι χαρακτῆρες ποὺ ἂν τοὺς γνωρίσῃς γίνονται θελητὰ ἀθέλητα στάθμη καὶ ἀλφάδι στὴ ζωή σου.
Good old Yiayia Tsevi.
Μιχάλη μου με την ευαίσθητη ματιά σου…