Έκλαιγε η δόλια η γιαγιά της Αρετούλας, έβγαζε το μαύρο τσεμπέρι της και τράβαγε τα αραιά κάτασπρα μαλλιά της λες και ήθελε να τα ξεριζώσει.
Χτυπούσε με τους γρόθους της τα ισχνά στήθη της ωσάν να την πήγαιναν στην κρεμάλα να την κρεμάσουν και φερότανε έτσι αλλόκοτα η δόλια η γιαγιά γιατί η μητέρα της Αρετούλας και κόρη της της αποκάλυψε ένα γεγονός που το κρατούσε μυστικό έως ότου βεβαιωθεί ότι όλα θα εξελίσσονταν όπως εκείνη λογάριαζε, να γίνουν όλα με τη σειρά τους. Νοικοκυρεμένα πράγματα κι όχι λαχ – λαχ, όπως συνηθίζουν να λένε στα χωριά της Ρούμελης για τις δουλειές που γίνονται πολύ γρήγορα, που πάει να πει όχι τσαπατσούλικες δουλειές. Ποιο ήταν όμως το μυστικό που της το ξεστόμισε η κόρη της και εξαγριώθηκε τόσο πολύ η γιαγιά θα το μάθουμε στις επόμενες αράδες της σημερινής μας ιστορίας.
Της αποκάλυψε η κόρη της ότι την παραπάνω Κυριακή η Αρετούλα και ο Κωνσταντής, ο γιος της κυρά Θανάσαινας της γειτόνισσάς της, θα αλλάξουν δακτυλίδια και για τον αρραβώνα θα κανόνιζαν αργότερα. Η γιαγιά μόλις άκουσε αυτό το μυστικό, τότε άρχισε να χτυπιέται και να δέρνεται.
«Γιατί μάνα κάνεις έτσι; Γιατί δέρνεσαι και τραβάς τα μαλλιά σου; Ποιο είναι το κακό που έκανα;»
«Όχι παιδί μου μην το κάνεις αυτό το λάθος».
«Ω, έδωσα το λόγο μου μάνα και δεν φτύνω εγώ πάνω του», ήταν η απάντηση της κόρης της.
Τι ήταν να το πει αυτό! Η γιαγιά μόνο που δεν ξεψύχησε. Κιτρίνισε σαν χαμομήλι, κόπηκε η αναπνοή της, στέγνωσαν τα μελανά χείλη της και βγήκε έξω στην αυλή του σπιτιού τους και σταυροκοπιότανε, παρακαλώντας τον Μεγαλοδύναμο να βάλει το χέρι του για να εμποδίσει τον αρραβώνα των παιδιών. Και τον λόγο που δεν ήθελε αυτόν τον αρραβώνα η γιαγιά κι έπρεπε πάση θυσία να μην γίνει θα τον μάθουμε αμέσως.
Ήταν τότε εκείνες οι πέτρινες εποχές του πολέμου με τους Γερμανούς και στην συνέχεια το ξέσπασμα του εμφυλίου σπαραγμού. Τότε που το αίμα έρεε σαν ποταμός, σκοτώνοντας ο αδελφός τον αδελφό και το μίσος που είχε φωλιάσει στις ψυχές τους περίσσευε. Τότε, οι δύο γείτονες, νιόπαντροι ακόμα, ο πατέρας της Αρετής και ο κυρ Θανάσης ο πατέρας του Κωνσταντή πήραν τα βουνά και τα όρη κυνηγημένοι από τους εθνοπατέρες και τους ‘’σωτήρες’’ του έθνους όπως έλεγαν οι ίδιοι για να γλιτώσουν από το λυσσαλέο μίσος τους. Και ποιος ήταν ο λόγος; Δεν ήταν της ίδιας παράταξης. Ήταν κομουνιστές, είχαν άλλα πολιτικά πιστεύω. Έφυγαν άρον άρον από τα σπίτια τους αφήνοντας πίσω τους τις γυναίκες τους και τις δύο έγκυος με διαφορά δύο – τριών μηνών η μια από την άλλη. Η πείνα θέριζε, οι ψείρες έπιναν αλύπητα το αίμα από τα κορμιά των ανθρώπων, ο φόβος περίσσευε και μύρια άλλα δεινά ταλάνιζαν τους Έλληνες απ’ άκρη σ’ άκρη της ελληνικής γης. Τέλος πάντων.
Φεύγοντας λοιπόν από το χωριό οι δύο χωριανοί, όπως αναφέρουμε πιο πάνω, για να γλυτώσουν από βέβαιο θάνατο, μετά από λίγους μήνες όπως ήταν φυσικό οι γυναίκες τους γέννησαν. Πρώτη γέννησε η κυρά Θανάσαινα φέρνοντας στον κόσμο τον Κωνσταντή, ένα υγιέστατο αγόρι ροδοκόκκινο σαν το μήλο και κατάξανθο που τα μαλλάκια του λαμπύριζαν σαν χρυσός όταν τα έλουζαν οι ακτίνες του ρήγα του ουρανού, του ήλιου. Το έβλεπε η μητέρα του κι εφόσον το γέμιζε με αμέτρητα φιλιά και χάδια στο τέλος με παράπονο πικρό έλεγε:
«Που είσαι Θανάση μου να δεις το καμάρι μας. Ίδιος εσύ είσαι» κι αμέσως σκούπιζε τα θολά και δακρυσμένα της μάτια από το πολύ κλάμα.
Έπειτα από δύο – τρεις μήνες γέννησε και η γειτόνισσά της η κυρά Γιώργαινα την Αρετούλα της. έτσι τη φώναζε χαϊδευτικά και η στοργή που της έδινε ως μάνα δεν είχε ταίρι κατά το κοινός λεγόμενο. Η Αρετούλα έμοιαζε, έλεγαν, σαν αγγελούδι με καστανόξανθα μακριά μαλλιά και με δακτυλίδι μέση. Ήταν πεντάμορφη λες κι είχε μητέρα νεράιδα κι όχι τη φυσική της. Τόσο πολύ όμορφη ήτανε.
Στην συνέχεια όπως ήταν φυσικό, όταν αντάμωναν οι δύο μάνες, εκτός από τα όμορφα λόγια που έλεγαν για τα παιδιά τους έλεγαν διάφορα και για τους άνδρες τους, δακρυσμένες και οι δύο, κάνοντας το σταυρό τους, ζητώντας από την Πολυεύσπλαχνη Μητέρα όλου του κόσμου την Παναγία να βοηθήσει να σταματήσει ο εμφύλιος σπαραγμός και να γυρίσουν ζωντανοί στα σπίτια τους, να καμαρώσουν και οι δύο τα αγγελούδια που τους χάρισε ο Μεγαλοδύναμος.
«Βρε, να έρθουν εκείνοι πίσω και όλα όσα πέρασαν, φτώχια, πείνα, ορφάνια και δίψα θα ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου».
Δυστυχώς όμως δεν γύρισε κανένας πίσω. Η μοίρα άλλα είχε γραμμένα στο τεφτέρι της από εκείνα που ζητούσαν οι δύο δύστυχες μητέρες. Δεν τους είπε όμως και κανένας ότι τους είδε σκοτωμένους, μήτε τους είδε κανένας ζωντανούς και φυσικό ήταν να τους περιμένουν να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους εφόσον δεν έμαθαν μήτε το θάνατό τους επίσημα από κανέναν. Αντάμωναν οι δόλιες και άτυχες μανούλες, έκλαιγαν μαζί, έκαναν τάματα, πήγαιναν με τα γόνατα πολλές φορές στην εκκλησία με δεμένα τα παιδιά τους στον κόρφο τους, αλλά το θαύμα που ζητούσαν από τους Αγίους και από τον Θεό δεν ερχότανε ποτέ.
Σαν να μην έφτανε το κακό που τους είχε βρει, ήρθε και δεύτερο κακό, λιγότερο όμως πολύ σημαντικό. Το γάλα από τα στήθια της μητέρας της Αρετούλας με μιας λιγόστεψε και δεν έφτανε να χορτάσει η Αρετούλα της. Βρε, τι σιτάρι βρασμένο δεν έτρωγε, τι χαμομήλι δεν έπινε, τι γαλατσίδα ωμή δε μασούσε, πικρή σαν το κινίνο, τι γιατροσόφια εκείνης της εποχής δεν ακολούθησε με τις πατροπαράδοτες συνταγές που πολλές φορές στο παρελθόν έλεγαν ότι είχαν φέρει καλά αποτελέσματα, δεν έγινε τίποτα. Το γάλα της κυρά Γιώργαινας δεν έλεγε ν’ αβγατίσει. Προσπάθησε η δόλια η μάνα να ταΐσει την Αρετούλα της με γάλα γίδινο αλλά το παιδί δεν το ήθελε να το βάλει στο στόμα του και μήτε το πρόβειο γάλα το έπινε. Τότε απελπισμένη όπως ήταν πήρε την απόφαση και είπε στην γειτόνισσά της αν θέλει και μπορεί να βυζάξει και την Αρετούλα της, αν της περίσσευε λίγο γάλα από τα δικά της στήθια, να σώσει την κορούλα της και θα την ευγνωμονούσε για όλη της τη ζωή, έφερνε δεν έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα και η γειτόνισσα αυτό έκανε.
«Θα το βυζάξω γειτόνισσα, θα το βυζάξω, εγώ κατεβάζω πολύ γάλα, αλλά σε παρακαλώ μην το πεις σε κανέναν γιατί τα αιμοβόρα μάτια, η ζήλια και ο φθόνος δεν λείπουν από τους χωριανούς μας. Μη με βασκάνουν γειτόνισσα και κοπεί και το δικό μου γάλα, Θεός φυλάξει, και τότε τι θα απογίνουν τα παιδιά μας».
«Όχι, όχι… δεν το λέω σε κανέναν μήτε και στην γιαγιά της Αρετούλας δεν θα το πω».
«Όχι, όχι γειτόνισσα, θα είναι το μυστικό μας αυτό» και έκαναν στο τέλος της συζήτησης το σταυρό τους και ω του θαύματος, η Αρετούλα, εφόσον τρεφότανε καλά, πήρε πάλι το χρώμα της κι άρχισε σιγά – σιγά να γίνεται ροδοκόκκινη όπως ήταν πριν την πείνα της.
Έλα όμως που, αν και το κρατούσαν μυστικό αυτό το θεάρεστο γεγονός, η γιαγιά της Αρετής παραμόνευε και είδε πως την εγγονή της την βύζαινε η γειτόνισσα αλλά δεν είπε απολύτως τίποτα. Τώρα, εδώ πρέπει να πω ότι μεγάλωσαν τα παιδιά και τα δυο ορφανά από πατέρα, πήγαν στο σχολείο, πήγαν και στο γυμνάσιο κι απίστευτο κι όμως αληθινό πήγαν και στο Πανεπιστήμιο και στο τέλος ερωτεύτηκε ο ένας τον άλλο. Η χαρά βέβαια των μανάδων τους δεν περιγράφεται με λόγια κι όχι μόνο των μανάδων τους αλλά και από τους χωριανούς τους η χαρά καθρεφτίζονταν στα μάτια τους.
«Να τελειώσουν τα παιδιά το Πανεπιστήμιο» έλεγαν οι ευτυχισμένες μάνες, «κι έπειτα να γίνουν οι αρραβώνες». Άλλωστε έτσι είχαν κανονίσει και τα παιδιά μεταξύ τους. Πολλοί έλεγαν ότι πιο ταιριασμένο ζευγάρι δεν είχαν ξαναδεί άλλη φορά.
Τέλος, αυτός ήταν ο λόγος που χτυπιότανε και τραβούσε τα μαλλιά της και χτυπούσε τα στήθια της η γιαγιά της Αρετής. Δεν ήθελε με τίποτα να γίνουν αυτοί οι αρραβώνες. Η μητέρα της Αρετούλας είδε την αντίδραση της γιαγιάς και ξαφνιάστηκε όπως λέμε στο χωριό μας και με απορία τη ρωτάει:
«Γιατί μάνα δεν θέλεις να αρραβωνιαστούν τα παιδιά και χτυπιέσαι σαν λαβωμένο ζαρκάδι; Ποιος είναι ο τόσο σοβαρός λόγος; Πως τον ξέρεις εσύ και δεν τον ξέρω εγώ;»
Και τότε η γιαγιά βγάζει το τσεμπέρι της και τραβώντας τα μαλλιά της και λέει στην κόρη της.
«Αν γίνει αυτός ο αρραβώνας, να, πάρε τη μαύρη τούτη βαμβακέλα και με αυτή να με σαβανώσεις την ίδια στιγμή».
Η μητέρα της Αρετούλας τρόμαξε σ’ αυτά τα λόγια της γιαγιάς και την παρακάλεσε να της πει τι συμβαίνει και γιατί κάνει έτσι. Και τότε η γιαγιά της Αρετούλας, με ύφος πολύ θλιμμένο λέει:
«Κόρη μου, παιδιά που βύζαξαν από το ίδιο στήθος είναι σαν αδέλφια και δεν πρέπει ποτέ να παντρευτούν. Αυτό μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι από μας τις γιαγιάδες τώρα» και συνέχισε, ενώ η κόρη της είχε μείνει σαν στήλη άλατος όπως η γυναίκα του Λωτ.
«Ακούς εκεί, να θέλουν να στεφανωθούν και να γίνουν ανδρόγυνο δύο αδέλφια».
Τα κλάματα της γιαγιάς δεν απέδωσαν καρπούς. Αρραβωνιάστηκαν τα παιδιά, όμως πριν στεφανωθούν, πριν αρραβωνιαστούν, για ν’ απαγαδιάσουν τις ανησυχίες της γιαγιάς και για να την κάνουν να πιστέψει ότι δεν είναι κακό να παντρευτούν δύο παιδιά που έχουν βυζάξει από το ίδιο βυζί, πήγαν σε έναν Ηγούμενο μιας μονής αρκετά μακριά από το χωριό, άγιος άνθρωπος έλεγαν όλοι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής, και τον παρακάλεσαν να πάει να βρει την γιαγιά και να την κάνει εκείνος να πιστέψει ότι δεν είναι κακό και η Ηγούμενος αυτό έκανε. Πήγε στο χωριό, λέει στην γιαγιά αυτά που έπρεπε να της πει, που κανένας δεν έμαθε ποτέ τι της είπε, αλλά η γιαγιά δεν συμβιβάστηκε μήτε και με τα λόγια του Ηγούμενου.
«Είναι πολύ δύσκολο να πιστέψω τα λόγια που μου λες άγιε Ηγούμενε» και αμέσως τον ρωτάει:
«Το Ευαγγέλιο τι λέει άγιες Ηγούμενε;» και ο Ηγούμενος χάιδεψε τα γένια του ικανοποιημένος και της απαντάει:
«Δεν γράφει τίποτα γι’ αυτές τις περιπτώσεις το Ευαγγέλιο. Πείστηκες τώρα ότι αυτό που γνωρίζεις δεν είναι αλήθεια;»
Η γιαγιά έκανε το σταυρό της, φίλησε το χέρι του Ηγούμενου και βγάζοντας ένα αναστεναγμό ανακούφισης είπε:
«Αφού δεν γράφει τίποτα το Ευαγγέλιο πάει να πει ότι δεν είναι αμαρτία. Να έχουν την ευχή μου τα εγγόνια μου γιατί τώρα έχω δύο εγγόνια!»
*Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου
Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων