Τη γλώσσα πρέπει με λουριά και τη φωτιά επίσης,
καλά να δέσεις κι άλυτες ποτέ να μην αφήσεις,
γιατί στρεβλό και άρρωστο έχουνε Ντι Εν Ει (DNA)
κι η κοσμοϊστορία τους κακά χιλιάδες λέει,
τόσα πολλά καθημερνά σ΄όλη την Οικουμένη,
που η αρριθμοστατιστική δύσκολα προλαβαίνει.
Όλα τα άγρια θεριά που υπάρχουνε στη Πλάση,
τάχει στην εξουσία του κι όλα τάχει δαμάσει
ο άνθρωπος, μα δεν μπορεί τη γλώσσα να υποτάξει,
του΄χει ξεφύγει για καλά, σε λόγο και σε πράξη.
Πολλές φορές με τη φωτιά κάνει συνεργασία
μια πούχουνε ίδια μυαλά, πολλά κοινά στοιχεία.
Κι οι δυο τους έχουνε σκοπό κακό στο πέρασμα τους
να κάνουνε στα γρήγορα, σε ότι βρουν μπροστά τους.
Πολύχρονή΄χουνε κι οι δυο σ΄όλη την Οικουμένη
Ιστορία, με γράμματα κατάμαυρα καταστροφής γραμμένη.
Συνήθως συνεργάζονται τα πράγματα όπως δείχνουν
και στ΄ άψυχα και έμψυχα πύρινο ατσάλι ρίχνουν.
Για όσα κακά σκαρφίζεται η γλώσσα για να κάνει,
εξακοντίζει τη Φωτιά όλα να τα προκάνει.
Πάντ΄άγρυπνη μένει η φωτιά, χειμώνες καλοκαίρια
και μία σπίθα αφτούμενη κρατά στα δυο της χέρια
και περιμένει τη στιγμή να την καλοπετάξει,
τη δόξα της καταστροφής την πιο πολύ ν΄αρπάξει.
Ο Ιούλης είχε εικοστρείς κι ήταν μέρα Δευτέρα
του δυο χιλιάδες δεκαοκτώ, συνηθισμένη μέρα.
Όμως, η Γλώσσα κι η Φωτιά μετά το μεσημέρι
σκορπίσανε θανάτου συμφορές, στης Αττικής τα μέρη.
Σ΄ ύπνο βαθύ κοιμότανε η Γλώσσα, μ΄αγρυπνούσε
η φωτιά και συντροφιά άλλη να βρει ζητούσε
κι ένα αέρα σερνικό, πολύ βαρβάτο βρήκε,
τον άρπαξε και τη στιγμή να χάσει δεν αφήκε.
Αγκαλιαστήκανε σφιχτά, τόσο πολύ που βγήκαν
από το σφιχταγκάλιασμα σπίθες, που σκορπιστήκαν
εδώ κι εκεί και παρακεί με τα φτερά τ΄αέρα
κι έγιν΄ο τόπος πυρκαγιά, μαύρος καπνός, φοβέρα.
Με λύσσα έτρεχε η φωτιά, γλώσσες καυτές πετούσε
και μες την αφουνάρα της με γρηγοράδα αρπούσε
παιδιά μικρά κι αγέννητα, πατέρες και μανάδες,
νέους και νέες, έφηβους, παππούδες και γιαγιάδες.
Αλλόφρονες όλοι τρέχανε, μα οι δρόμοι τους κλεισμένοι,
να πουν μιλιά δεν είχανε γιατ΄ήταν κολλημένη
η γλώσσα μες στο στόμα τους, τα χείλια ξεραμένα
κι από τα φωνοόργανα δεν δούλευε κανένα.
Βουβή κι αμίλητη η Ζωή, προσπάθαε να ξεφύγει
απ΄της φωτιάς τ΄αχόρταγο κι ανήλεο κυνήγι.
Χαμήλωσε πολλά ο Ουρανός, αφτούμενο το χώμα
κι ανάμεσό τους γοργοστρώνετο, μαύρου θανάτου στρώμα.
Άπνευστη έτρεχε η Ζωή, κάθε Ζωή, μα όμως,
μπροστά της ήταν ανοιχτός του Άδη μόνο ο δρόμος.
Χειρολαβές δεν είχε να πιαστεί, χώμα για να πατήσει,
μα ούτε και βοήθεια καμιά για να τη βοηθήσει.
Παντού πύρινος χαλασμός, γλώσσες καυτές σαν φίδια,
πηχτός ο αέρας και πνιχτός, στάχτες κι αποκαΐδια.
Αμοναχή της η Ζωή προσπάθαε να δώσει,
το χέρι της στη διπλανή κι αν μπόραε να τη σώσει,
όμως κι οι δυο αμίλητες και σφιχταγκαλιασμένες,
πέφταν στα χέρια της φωτιάς, μαύρες, καρβουνιασμένες.
Γοργοκατέβαινε η φωτιά, προσεκτική τη Γλώσσα μη ξυπνήσει
και της αρχίσει τις φωνές για να τη σταματήσει.
Σήμαντρα δεν κτυπήσανε, καμπάνες και ντουντούκες,
τις ώρες που κατάτρωγαν οι λυσσασμένες μπούκες
του κόκκινου εφτακέφαλου θεριού πού΄χε μανία τόση
και δεν μπορούσε εύκολα Ζωή να του γλυτώσει.
ΚΑΜΙΑ Γλώσσα δεν μίλησε, καμιά λαλιά δεν βγήκε,
την ώρα που καιγότανε η Ζωή κι αναπνοή δεν είχε.
Μα ούτε χέρια βρέθηκαν πλήκτρα για να κτυπήσουν
στα ταχυμηχανήματα που΄χουνε, να μιλήσουν
μ΄αυτά και σήματα να δώσουνε π΄εμπόδια δεν έχουν
και με ταχύτητα αστραπής τον κόσμο περιτρέχουν.
Δίπλα στη Γλώσσα ο θάνατος, Πυρρίχιο χορό ΄χε στήσει,
μ΄αυτή κοιμόταν του καλού καιρού, δεν μπόραε να ξυπνήσει.
Αποψυχούσε άφωνη η Ζωή, στο φόβο, στη τρομάρα,
κι οι Γλώσσες οι ανθρώπινες, σε ύπνου βουβαμάρα.
Ανέμποδη γοργότρεχε η φωτιά με όλη της τη φόρα,
απρόσεκτη, δεν κοίταξε το δρόμο της πως ήταν κατηφόρα.
Σαν μεθυσμένη έτρεχε το δρόμο του θανάτου
και στον γκρεμό γκρεμίστηκε, στη θάλασσα από κάτου.
Έπεσε μες τη θάλασσα, βρασμένη σαν καμίνι
κι έγινε η θάλασσα καυτή, όπως ήταν κι εκείνη.
Άχνιζε κι έβγανε ατμούς κι απ΄τους καπνούς η μέρα,
πνιχτή, μουντή, αλλιώτικη, θανάτου οσμή , φοβέρα.
Ξεψύχησε στη θάλασσα η φωτιά, μα ο αέρας όμως
την επαράτησε, έφυγε κι έγινε ταχυδρόμος
των όσων κάνανε μαζί, για να τα διαλαλήσει
στ΄αφτιά της γλώσσας και προσεκτικά δίπλα της να τ΄αφίσει.
Η Γλώσσα αγουροξύπνησε με φοβοσαστιμάρα
κι ώρες πολλές επέρασε ξύπνια, σε βουβαμάρα.
Λόγια σωστά της λογικής, δεν είχε να μιλήσει
κι έψαχνε τρόπους για να βρει, να δικαιολογήσει
τα αδικαιολόγητα, μα όσο κι αν προσπαθούσε
μόνο ντροπή της φόρτωναν, εκείνα που μιλούσε.
Κι όπως ερχότανε καυτά τα νέα στη κεφαλή της,
παραληρούσε κι έλεγε, πως δεν είναι δική της
η ευθύνη κι ξεπετάχτηκαν κι άλλες πολλές να λένε
μέσα σε τρομοπανικό, πως όχι αυτοί, αλλά πως άλλοι φταίνε.
Καταστροφή απερίγραπτη, και θάνατοι δεκάδες
κι άλλοι πολλοί μεσόκαυτοι, σ΄ ιατρικές μονάδες.
Πολλές δεκάδες θάνατοι, που άταφοι ακόμη,
η Γλώσσα στα όσα έλεγε, δεν είπε ένα συγνώμη.
Καταστροφή, που ο καιρός τη γιατρειά θα φέρει
στα όσα η φύση έπαθε, σε όλα αυτά τα μέρη.
Θα πρασινίσει πάλι η γη, λουλούδια θα φυτρώσουν,
τα σπίτια θα ξανακτιστούν, δέντρα θα μεγαλώσουν.
Όμως, αυτοί που χάθηκαν δεν θα ξαναγυρίσουν
στον τόπο αυτό που βίωναν, δεν θα τον ξαναζήσουν.
Κάηκαν, στάχτη έγιναν, γι΄αυτούς, ποιος θα πληρώσει;
Αλήθεια, έχει ΑΞΙΑ η ζωή; Κι αν έχει, αλήθεια, πόση;
ΥΓ: Μια παροιμία του λαού λέει:
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει μα κόκαλα τσακίζει.
Στις μέρες μας αναβαθμίστηκε: καίει και τσουρουφλίζει.