Σεργιάνισμα τση θύμησης από τα περασμένα στα τωρινά
Σιγά- σιγά βρεχεν ο Θιός και σιγανά χιονίζει… στ’ αλήθεια. Κι είντα καλύτερο από τούτονα θέλανε κείνονα το καιρό μα και τσοι τωρινούς χρόνους οι γι αγρότες μας, τούτηνε την εποχή; Σε τούτεσάς τσοι σκέψεις με ταξίδεψε το σημερνό σιγανόβροχο. Κι οι γι αναμνήσεις μου ξεσηκώσανε τη θύμηση μου, για να με ταξιδέψουνε στα περασμένα, για να περάσει η γι ώρα μου, μα και να ξεκόψω κιόλας από τη κακή συντροφιά, τση μοναξιάς. Ξεσηκωμός στο χωριό, ύστερα από τα πρωτοβρόχια κείνονα το καιρό, γιατί οι μαζώχτρες κι οι μαζωχτάδες είχανε πιάσει τα λιόφυτα. Κι οι ζευγάδες είχανε ξεκινήσει κι εκείνοι τον αγώνα για τη καινούργια καλλιεργητική περίοδο.
Τούτεσες τσ’ ώρες αναστορούμαι και την αφεδιά μου, απού εξεφόρτωνα πρωί- πρωί τα ζυγάλετρα, και το σποροσάκουλο, κι ετοιμαζόμουνε να ζέψω το μπεγίρι μας στ’ αλέτρι και να σπείρω τη πρώτη σπορέ. Κι ύστερα, εξικίνουνα να κουμαντάρω την όχερη τ’ αλετριού και να κατευθύνω με τα σκοινιά το μπεγίρι, για τη σωστή πορεία του και το γύνι να σκίζει τη χέρσα γη. Αξέχαστες και χαριτωμένες στιγμές και ανεξίτηλες γι εικόνες απ’ τα ένα γύρω. Οι τρουλίτες να παιχνιδίζουνε σα τσοι κουζουλούς και να κελαηδούνε τσοι δικούς τωνε σκοπούς στα κλαδερά και να πεταρίζουνε ναζιάρικα. Και οι σείσορες ν’ ακλουθούνε κατά πόδα το ζευγάρι και να τσιμπολογούνε, κουνώντας πέρα δώθε τσι ορές ντωνε, από το φρεσκοζευγαρισμένο χώμα, τσοι δικές τωνε τροφές.
Παραπέρα εγροικούντανε τα λέρια και τα μπεμπενίσματα των οζώ. Που από μέρα σε μέρα επλησιαίνανε, γιατί ο φόβος να τα πλακώσει το χιόνι στα όρη, ανάγκαζε τσοι βοσκούς και τα κατεβάζανε επαέ στα κατωμέρια, για να ξεχειμωνιάσουνε. Και την ίδια ώρα εγροικούντανε τα ραβδάκια τω μαζωχτάδω, απού ρίχνανε τσ’ ελιές, και τ’ ασταμάτητα τραγούδια από τα λιόφυτα απού ήτανε εκειά κοντά, γιατί ετσά τόχανε αντέτι τοτεσάς , την ώρα τση δουλειάς να τραγουδούνε και να χαίρονται. Και την κούραση να τηνε κάνουνε γλέντι και διασκέδαση. Έτσα επερνούσανε οι γι άθρωποι κείνουνα του καιρού, τσ’ ώρες απού σοδειάζανε το τρισευλογημένο «Χρυσό μαξούλι», όπως το λέγανε το λαδάκι. Γιατί μ’ αυτό εθρέφουντανε, μ’ αυτό άφτανε τα λυχναράκια τωνε τσ’ αργαδινές κι εθωρούσανε ο ένας τον άλλο, και τα καντηλάκια ντωνε τα σκολόβραδα και τα σαββατόβραδα στα εικονοστάσια ντωνε. Μα και στα λαδοπίθαρα εξετρέχανε ολοχρονίς του χρόνου, σαν είχανε ανάγκη, για να χαρτζιλικωθούνε.
Χαρά, όμως, και για τη καινούργια καλλιεργητική περίοδο. Μα και ελπίδα πώς τα δημητριακά που σπέρνανε θα τα ‘θρεφε ο καλός Θεός με τον Ήλιο και τσοι βροχές του, και θα ‘χανε το καλοκαίρι καλή σοδειά. Τουτονά το καιρό ακόμη το δροσερό αεράκι, μετέφερε τη μυρωδιά του σταφυλιού από τα ρακοκάζανα απού ελειτουργούσανε σ’ άλλες γειτονιές και τσοι τραβάγιες, και τα εύθυμα βαταλαλήματα ντωνε, από τσοι συντροφιές, απού επερνούσανε την ώρα ντωνε εκειά οι μαζωχτάδες και οι ζευγάδες .
Τα βράδια σ’ τσ’ αποχαιρετά ο Ήλιος αφήνανε τσ’ αγροτικές τωνε υποχρεώσεις, αναμαζώνανε τα μαρθιά τωνε και φεύγανε για τα σπίθια τωνε. Οι θεργιακλήδες του καφέ και του τσιγάρου, σαν ετακτοποιούσανε τα ζουμερά ντωνε και τ’ αχεροταΐζανε, αποσώνανε κι ως το καφενέ για να πιούνε τα καφεδάκια ντων και να εφοδιαστούνε κιόλας με τσιγάρα για τη ταχινή. Κι ύστερα ούλοι η γι οικογένεια στο τραπέζι για να δειπνήσουνε το πρόχειρο και βιαστικό φαγάκι απού ετοιμαστεί Παναζία νοικοκέρα. Κι ύστερα μια τελευταία μαθιά από τα μαθητούδια του σκολειού στα μαθήματα ντωνε κι απόις, καθένας με τη σειρά ντου εκαληνύχτιζε τσ’ άλλους και πήγαινε στο κρεβάτι ντου, για την ολονύχτια ξεκούραση.
Σε τουτεσάς τσ’ εικόνες και τ’ ακούσματα, εταξίδεψε τη σκέψη μου η θύμηση μου, με το προχθεσινό σιγανόβροχο. Και ξαναβρέθηκα στσοι παλιούς γνώριμους τόπους τση νιότης μου. Μια ζωή γεμάτη από δυσκολίες και βάσανα, μα ενδόμυχα ήτανε ευχαριστημένοι ούλοι και χαρούμενοι. Δε τσοι καπάντιζε η κούραση μουδέ κι εγούζιουντανε για τα κουρασμένα κορμιά ντωνε. Γιατί εκείνα εξακουράζουντανε τη νύχτα απού κοιμούντανε. Εν τω μεταξύ, κάθε τόσο ήρχουντανε και κάποια Κυριακή γη σκόλη απού θα τσοι ξαλάφρωνε από την ένταση τση καθημερινότητας τωνε. Γιατί κείνουσας τσοι χρόνους τηνέ σέβουτανε τη παράδοση και τα λατρεύανε τα ήθη και έθιμα του τόπου ντωνε.
Μπορεί να ‘τανε κοινωνίες απλοϊκών και αγράμματω αθρώπω τότεσας, μα ‘χανε το δικό ντωνε πολιτισμό. Και δεν εζιούσανε για να τρώνε, παρά ετρώγανε για να ζιούνε. Είχανε δικολογιές απού εσυμπορπατούσανε και σόγια απού τα τιμούσανε. Είχανε φιλιές κι ανταλλάσσανε επισκέψεις στα σπίθια ντωνε, απού τότεσας ταχανε για να μπαινοβγαίνουνε οι γι άθρωποι κι όι όπως τούτουσες τσοι καιρούς, απού όπως λέω κατά καιρούς μπαινοβγαίνουνε μόνο οι σφουγγαρίστρες και τα ξεσκονόπανα. Κι ‘χανε πανάξιες κι αληθινές Αρχόντισσες νοικοκεράδες, απού τα διαφεντεύανε. Ήτανε μια ανεπανάληπτη εποχή, απού εγλεντούσανε, κι εχαίρουντανε οι γι άθρωποι, και τα αιστήματα ντων.
Και μεγάλος χορηγός σε τούτεσας τσοι συντροφιές κείνηνα τη δύσκολη εποχή ήταν το «βρισκούμενο» όπου η πεσίχαρη νοικοκερά επρόσφερε με τ’ αεράτα και χαριτωμένα σερβιρίσματα τση. Για να ‘ρθει μιας κοπανιάς γι ευμάρεια και να φέρει τα πάνω κάτω. Γιατί είναι αλήθεια «πως το περίσσιο χαλά το ίσιο» κατά τα λεγόμενα του λαού. Και ν’ αρχίξουνε να γλεντούνε οι τσέπες και τα στομάχια των αθρώπω κι όι οι γι άθρωποι. Σε τούτονα το ξεστράτισμα μας οδήγησε ο εισαγόμενος τρόπος ζωής, τσ’ υπερβολής. Και γίνηκε αιτία τούτηνα η γι αλλαγή και τα πετάξανε «Τα Άγια τοις κυσί» και χάνουνε οι γι άθρωποι από μέρα σε μέρα τσ’ αθρώοινες ταυτότητες κι απογυμνώνουνται από τσ’ αρετές και τσ’ ηθικές αξίες και ηχούε ως κύμβαλα αλαλάζοντα. Έλεος πια! Θεέ μου βλέπε μας το νου μας. Πολλά τα έτη σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου. Κι αναζητηχτοί.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Αναστορούμαι= θυμούμαι
Αφεδιά μου= εαυτό μου
Μπεγίρι= άλογο
Οχερή= η λαβή του αλετριού
Τρουλίτης= μικρό φαιόχρωμο πουλί με (λοφίο) φτερά στο κεφάλι
Σεισορα= σουσουράδα
Κλαδερό= τόπος με θάμνους
Κουζουλούς= τρελούς
Εγροικούντωνε= Ακουγότανε
Οζά= Πρόβατα (κοπάνι)
Πλησιαίνω= Πληθαίνω
Μαξούλι= εισόδημα, προϊόν
Άφτω= ανάβω
Μαρθια= οικόσιτα ζώα, πρόβατα ή κατσίκες
Ζούμπερα= ζώα
Ταχινή= αυριανή
Κι απόις= ύστερα
Δικολογιά= συγγενολόι
Μιας κοπανιάς=μια στιγμή