Για να ξεφύγω τση σιωπής σεργιανίζω στο παρελθόν
Σα θέλω να ξεφύγω από τσοι συντροφιές τση σιωπής τούτουνε του καιρού, απού σ’ ούλες βασιλεύει η γη αφωνία και κυριαρχεί η μουγκαμάρα. Και τα μόνα απού γροικούνται είναι τα όσα πληροφορούν οι τηλεοράσεις τσ’ ακροατές τωνε, και τα κλικ από τα κινητά, απού δούνουνε απαντήσεις στην περιέργεια όσω τα πασπατεύουνε. Αγκανάρω το λοιπός τη θύμηση μου και ταξιδεύω στα περασμένα.
Περνώ από δύσκολα μονοπάθια και κακοτράχαλα σταυροδρόμια. Βρίσκομαι σε τόπους χωρίς ανέσεις, μ’ απαντήχνω αθρώπους ορεξάτους, χαμογελαστούς, μ’ εύθυμη συμπεριφορά και γεμάτους από αισιοδοξία και τσι καλημερίζω και μ’ ευχαρίστηση τσοι καμαροχαίρομαι, γιατί ‘ναι χαρούμενοι, γελούνε, τραγουδούνε κι αστειεύονται αναμεταξύ τωνε. Κι ενώ τα έχει ντωνε είναι περιορισμένα, παρουσιάζονται «Ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» Β΄ κορινθ. 6,10.
Με την πρώτη ευκαιρία δρασκελίζω τα κατωφίλια ντωνε και καλησπερίζω τσοι φιλόξενες οικογενειακές συντροφιές τωνε. Γιατί κεινανά τα χρόνια οι γι οικογένειες δεν ήτανε σκορποχώρι παρά ήτανε κεια ούλοι. Με πρωταγωνιστές τσοι γονείς απ’ αγωνίζουντανε για τη θροφή κι αναθροφή τω κοπελιώ ντωνε. Γιατί η γι αγραμματοσύνη δεν αλικόντιζε τη καλή πρόθεση των μανάδων για καλή και σωστή αναθροφή τω παιδιώ ντωνε, γιατί ‘χανε τη μεγάλη δασκάλα, το θείο δώρο, τη μητρότητα απού τσοι καθοδηγούσε και τωνέ παράστεκε από κοντά η Θεία πρόνοια. Γι’ αυτό και προσφέρανε στη κοινωνία αθρώπους καλαναθρεμμένους και καλοστολισμένους μ’ αρετές.
Εκειά για ώρα αναστορούμουνα τσοι περασμένους καιρούς κι ήρχουντανε στο νου μου εικόνες από κεινουσάς τσοι χρόνους απού ήτανε οι πόρτες τω σπιθιώ ντωνε ανοιχτές και μπαινοβγαίνανε οι γειτόνοι για βεγγέρισμα, οι συζευτάδες για να κάμουμε τα προγράμματα ντωνε και να συνεννοηθούνε για ταχιά που θα πάνε. Εκειά ανταλλάσσανε ακόμη γνώμες κι εγροικούντανε συβουλές από τσοι πρεσβύτερους, γιατί κείνουσας τσοι χρόνους δεν τα κατέχανε ούλα οι γι αθρώποι από γεννησιμιού ντωνε. Γι’ αυτό και λέγανε «Άκουε γέρου συβουλή και παιδεμένου γνώση». Ακόμη, σε τούτεσας τσοι συνάξεις οι συντροφιές αναφέρουντανε στη παράδοση. Δεν εξεχνούσανε τσ’ Αγίους απού εορτάζανε κάθε φορά. Παρ’ άφτανε αποβραδίς τα καντηλάκια ντωνε και θυμιάζανε τα κονοστάσια των σπιθιώ ντωνε. Δε τσοι ξαργιούσανε βέβαια σαν δεν υπήρχε εκκλησία για να λουτρουιθούνε, γιατί ‘τανε στη φούρια ντου το μάζωμα των ελιώ.
Μα για ταχιά απού ήτανε τση Παναγίας τση μεσοσπορίτισσας ηλέγανε «Σα γροικάς τση Παναγίας μη ρωτάς αν είναι αργία» κι ανήμερα εξεκινούσανε συγκούρμουλες οι γι οικογένειες για να εκκλησιαστούνε σε κάποια εκκλησία απού επανηγύριζε. Σε τούτονα δα το σεργιάνισμα με τη θύμηση μου επαραμέρισα κι από τσοι καφενέδες κείνουνα του καιρού. Που αν κι ήτανε καταπονεμένοι από τσοι γεωργικές εργασίες μαζωχτό και ζευγάρι επίνανε στα γλήγορα και τα καφεδάκια ντωνε γη τη τσικουδιά ντων τσ’ αργαδινές στσοι καφενέδες, μόνο και μόνο για να μάθουνε τα χαμπέρια του χωριού κι ό,τι καινούργιο νέο είχανε φερμένο από τη χώρα όσοι ‘τανε παομένοι κείνηνα την ημέρα για τ’ αναγκαία ψούνια ντωνε. Ετσά τσοι ρωτούσανε σαν ανταμώνανε «είντα καινούργια από τη χώρα». Κι ύστερα από λίγο επχιαίνανε για ύπνο. Γιατί σαν η ταχινή ήτανε καματερή κι ο καιρός καλός ήπρεπε αξημέρωτα να πιάσουνε τα λιόφυτα οι μαζώχτρες και οι μαζωχτάδες και τσ’ όχερες των αλετριών οι ζευγάδες, γιατί η σπορά εσυνεχίζουντανε.
Και μόνο τούτονε τον καιρό, τα σκολόβραδα όπως αναστορούμαι, γη τσοι μέρες απού τσ’ αποκαλούσανε τα κατακαίρια απού άλλες συντροφιές εκαταπιάνουντανε με το σκαμπίλι και τραβαγιάρανε κάθε λίγο και λιγάκι, με τσοι καλές γη κακές παιξιές. Κι άλλες πάλι εφιλοσοφούσανε αδειάζοντας το γυαλάκι ντωνε, έτσα λέγανε χαϊδευτικά το εκατοσταράκι γη μισόκιλο κρασί, που ήτανε και φορές απού εμπαίνανε για τα καλά στο χώρο τσ’ ευθυμίας, κι επαραγγέλνανε του καφετζή να τονέ βάλει κιαμιά πλάκα στο γραμμόφωνο με κιανένα σερτουλάκι, από τα πολλά απού εκυκλοφορούσανε τότεσας από τσοι δεξιοτέχνες οργανοπαίχτες κείνησας τση ευλοημένης χρυσής εποχής τση κρητικής μουσικής.
Ετσά επερνούσανε οι γι αθρώποι το παλιό καιρό, κι αποφτάνανε στο τέλος του τελευταίου μήνα του φθινοπώρου. Απού οι καλές, πεσίχαρες και χρυσοχέρες νοικοκεράδες του καιρού κείνουνα, ετοιμάζουντανε να τον αποχαιρετίξουνε με την ευκαιρία και τσ’ εορτής του Αγίου Αντρέα του τρυποτηγανιτή και σύμφωνα με την παράδοση θα ετρατάρανε τσοι επισκέπτες ντωνε με το γλύκισμα τσ’ εποχής, τσοι κουταλίτες, με μπόλικο πετουμέζι. Κι ετσά εσφαλίζανε τη φθινοπωρινή πόρτα για κείνηνα τη χρονιά κι άνοιγε διάπλατα η πόρτα τσ’ εποχής του χειμώνα με τσοι λιό πρώτες ημερομηνίες ν’ αντριχιάζουνε με το άκουσμα ντωνε και μόνο, τα Νικολοβάρβαρα, απού κι οι τοίχοι παγώνουνε. Με τη ζωή να συνεχίζεται, όπως και το ελαιομάζωμα. Και σύφωνα με τη παράδοση κι η νηστεία του σαρανταήμερου απού αακλουθά την ανηφορική πορεία όθε τα Χρστούγεννα.
Τούτεσας τσοι θύμησες εξαναζωντάνεψα με τούτονα το σεργιάνισμα, για να ξεφύγω από τη σιωπή και τη μουγκαμάρα, απού συντροφεύει τσοι τωρινές παρέες και συντροφιές. Κι είναι αλήθεια πως εξανάζησα την ομορφάδα τση ζωής και τη ζωντάνια των αθρώπω απού την απολαβάνανε αχόρταγα και ταχτικά την εγλεντούσανε. Γιατί οι γι αθρώποι κείνουνα του καιρού δεν είχανε μόνο τσέπες και στομάχια. Παρά ‘χανε αιστήματα και συναιστήματα, και κοινωνία απού των έσερνε τα χαλινάρια όντεν έπρεπε και συνειδήσεις απού τσ’ ελέγχανε και δε τσ’ αφήνανε να εκτρέπονται και να παρεκτρέπονται και να σέρνονται σα τσοι σκουλήκους στσοι λάσπες. Γι’ αυτό και βαστούσανε ψηλά τη σημαία τσ’ αθρωπιάς, του σεβασμού και του φιλότιμου και εσυμπεριφέρουντανε όπως έπρεπε κι οι αθρώπινες οντότητες τωνε απαιτούσανε. Κι ας ήτανε φτωχοί κι αγράμματοι. Ήτανε όμως Άρχοντες και προσωπικότητες με κύρος.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Ώρα καλή σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες κι αναζήτηχτοι και καλά Χριστούγεννα.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Γροικούνται = Ακούγονται
Πασπατεύω = Ψάχνω, χαϊδεύω
Αγκανάρω = Υποχρεώνω
Απαντήχνω = Συναντώ
Καμαροχαίρομαι = Καμαρώνω
Κατωφίλι = Κατώφλι
Αλικοντίζω = Εμποδίζω
Ανιστορούμαι = Θυμούμαι
Ταχιά = Αύριο
Κατέχανε = Ξέρανε
Άφτανε = Ανάβανε
Ξαργιώ = Δεν εργάζομαι
Συγκούρμουλες = Όλοι μαζί
Αργαδινές = Βράδια
Καματερή = Εργάσιμη
Οχερές = Οι λαβές των αλετριών
Σκολόβραδα = Βράδυ της παραμονής σκόλης
Σκαμπίλι = Παιχνίδι της τράπουλας
Τραβαγιάρω = Κάνω φασαρία
Κατακαίρι =Κακοκαιριά
Πλάκα = Δίσκο
Πεσίχαρες = Πολύ πρόθυμες, πολύ χαρούμενες
Κουταλίτες = Τηγανίτες
Μπόλικο = Πολύ, αρκετό