Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Η Γωνιά του Καφενείου: Αναµνήσεις από τη ζωή και τσοι συνήθειες του παλιού καιρού

Ανεξίτηλες κι ολοζώντανες εικόνες κυκλοφορούνε στη σκέψη µου από την ανέµελη παιδική µου ηλικία και τη σκολική µου ζωή. Και στη συνέχεια σαν αναλικώθηκα και συµπορπάτουνα µε τσ’ άλλους ντελικανήδες του χωριού.

Με τσ’ ίδιους µ’ άλλα λόγια απού µαθαίναµε τα γράµµατα και τα σπουδάγµατα στο σκολειό. Απού µα σε καλούσε πρωί κι απόγεµα, η γλυκολαλούσα καµπάνα τσ’ εκκλησίας µας, µε τσοι σείστρες τση. Κι επαίζαµε την αµπάριζα και τσοι κλεφτές και χωροφυλάκους κι άλλα πολλά και διάφορα παιχνίδια στα διαλείµµατα. Και στσοι λειβαδούρες και τσ’ απλοχωράδες του χωριού, τσ’ ελεύτερες ώρες µας. Απού εξεσηκώναµε τσοι γειτονιές µε τσοι τραβάγιες µας.

Με τσ’ ίδιους εδά τουτουσάς απού εσµίγαµε τσοι καµατερές στσοι τόπους των αγροτικών µας υποχρεώσεων, τούτησες τσ’ εποχής µε τσ’ ιδιαίτερα δύσκολες και κουραστικές εργασίες, τ’ αµπελοσκάµατα που για να ξεφύγοµε απ’ αυτές και ν’ αναντρανίσοµε από τη κούραση επεριµέναµε µε λαχτάρα τα κατακαίρια να φέρουνε βροχές για να ξεκουραστούνε. Γη νάρθουνε οι Κυριακές γη άλλες εορτές απού τσοι ξαργιούσαµε. Μόνο πως τουτεσάς τσοι φορές εξορµούσαµε συγκούρµουλοι για τα πανηγυράκια στσοι κακοτράχαλου τόπους, απού η πίστη κάποιω χρισιανώ τάχε φωτεµένα τα ξωκλήσια απού πανηγυρίζανε.

Κάθε φορά σε χαλεπούς καιρούς, γη χωσµένα σε µικιούς γη µεγάλους σπήλιους. Κι εκειά απολαβάναµε τσοι θείους ύµνους και τσ’ ικεσίες από τσ’ ιεροψάλτες και τση ιεροµόναχους τω µοναστήριω µας. Γιατί τότεσας, σε τ’ αφήνανε αλουτρούιτα τουτανά τα εκκλησάκια κι ας ήτανε δύσκολοι και κακοπορπάτηχτοι οι τόποι ντωνε. Κι ύστερα δα, απολούτουργα, επαίρναµε την ευλογία του παπά κι απόις µε τσ’ άλλους συµπροσκυνητές, τσοι χωριανούς µας και κοντοχωριανούς µας απού ήτανε εκειά αναλλάσσαµε ευκές και χαιρετούρες, τρώγοντας τη πατροπαράδοτη πανηγυρίστικη σαρδέλα και πίνοντας το ποτήρι µας το µαρουβά κρασί. Γι’ αυτό κι εγροικούντανε µαζί µε τα καληµερίσµατα κι οι γι ευκές. Χρόνια πολλά µ’ υγεία χωριανοί, καλή ψυχή γερόντοι και γερόντισσες, στσοι χαρές σας κοπελιές και κοπέλια. Κι ετσά ετελειώνανε τούτανα τα πανηγυράκια κι αφήναµε και πάλι τα ξωκλήσια στη µοναξιά ντωνε και παιρνάµε το δρόµο τσ’ επιστροφής µε τσοι συντροφιές µας, χαρούµενοι, ορεξάτοι κι ανανεωµένοι.

Για να δόκουµε αποσπέρας το παρόν και πάλι στα σπίθια τω χωριανώ µας, απού εορτάζανε και να των ευκηθούµε για τσ’ ονοµαστικές τωνε εορτές τα χρόνια πολλά. Τσ’ άλλες µέρες εδά, αποσπερίζαµε στσοι καφενέδες κι εψυχαγωγούµαστε µε το τάβλι, τη πρέφα, γη το σκαµπίλι, γη κι εγροικούσαµε γερόντω συβουλές και παιδεµένω γνώµες. Γιατί κείνανα τα χρόνια, τα λόγια ντωνε “επιάνανε τόπο”. Γι’ αυτό και τσοι γροικούσαµε µε σεβασµό. Μα τούτηνε την εποχή, το ΄χαµε σαν τ’ αντέτι από τα µικιάτα µας, ν’ ανηφορίζοµε στσοι πολυσέβαστους και πανέµορφους τόπους του Γουβερνέτο.

Για να βρεθούµε στσοι πανηγυρώτικες ακολουθίες στο παλιό Μοναστήρι τ’ Αγιού Αντωνίου, γη στο χωσµένο εκκλησάκι τσ’ Υπαπαντής στον ευρύχωρο σπήλιο τσ’ αρκουδιάς. Συνήθεια απού την είχαµε κληρονοµήσει από τσ’ οικογένεις µας απού µας είχανε δασκαλέψει τούτεσας τσοι διαδροµές. Κι ύστερα, σαν ντελικανήδες και παραΰστερα µε τσοι δικές µας οικογένειες εσυνεχίζαµε τούτεσας τσοι συνήθειες µ’ ούλους τσοι καιρούς τσοι πορπατούσαµε τσοι στράτες του Γουβερνέτο απού µας οδηγούσανε σε τούτανα τα πανηγυράκια.

Και δε µας αλικοντίζανε τα κατακαίρια µουδέ τ’ ανεµοτσάπουρα, το χιονόνερο κι οι νεροβοριάδες. Παρ’ αξηµέρωτα είµαστε εκειά. Κι εκειά στο µεσοσκότιδο του εκκλησακίου απού ήτανε µέσα στο σπήλιο, τσοι χαρούµενες όψεις µας τσοι φανερώνανε µε τ’ αναβοσβήµατα ντωνε το τρεµουλιαστό φως τω κεριώ την ώρα που απολαβάναµε τη πανηγυριώτικη ακολουθία µε σεβασµό και κατάνυξη.

Ύστερα δα από χρόνια π’ απόφταξε ο δρόµος και στο µοναστήρι του Γουβερνέτο, εφτάναµε στην απλοχωράδα του µοναστηριού µε τ’ αυτοκίνητα µας. Κι εκειά σε µιαν άκρα τση, εστρατοπεδεύαµε. Και σαν εγαέρναµε από τη πανηγυριώτικη λουτρουγιά απλώναµε απάνω στ’ αυτοκίνητα µας και τσοι δικές µας σαρδέλες και κερνούσαµε µε το δικό µου κρασί τσοι πανηγυριώτες απού επιστρέφανε κι εκείνοι από το πανηγύρι τσ’ Υπαπαντής. Με το µαγνητόφωνο τ’ αυτοκινήτου να σκορπά τσ’ ήχους από µερακλίδικα σερτά µιας χρυσής εποχής τση κρητικής µουσικής. Απού επροκαλούσανε τσοι µερακλήδες γυναίκες κι άντρες κι επιάνουντανε στο χορό, κι ετσά επέρνα η γι ώρα µας, όµορφα και καλά. Κι ιδιαίτερα ευχάριστα τσοι µέρες «απού λιαζε η αρκούδα τ’ αρκουδάκι της» όπως λέει ο λαός. Κι ύστερα αφήναµε το ντόπο πεντακάθαρο και φορτωµένοι µε τσοι καινούργιες αναµνήσεις επαίρναµε το δρόµο τσ’ επιστροφής στα σπίθια µας. Όµως οι Αγιορείτες µοναχοί απού κουµαντάρουνε το µοναστήρι εθεωρήσανε σαν κακή τη συµπεριφορά µας και βρήκανε τρόπο και µας αποµονώσανε. Γι’ αυτό εδά και χρόνια τσοι στερηθήκαµε τούτεσας τσ’ οµορφιές. Όµως, όπως κάθε χρόνος, ετσά και τη φετινή χρονιά ευχόµαστε από καρδιάς σ’ ούλους τσοι προαπελθόντες πολυαγαπηµένους φίλους, χωριανούς και συγγενείς τσοι πολυσέβαστους Ιεροµόναχους, Ιεροδιάκονους και Μοναχούς του Μοναστηριού του Γουβερνέτο απού τσοι συµπορπατούσαµε τούτουσας τσοι τόπους και συνψάλλαµε στα ταπεινά αναλόγια τούτονα των εκκλησακιώ την Αιώνια Ανάσταψη.
Θεέ µου φύλαε το νου µας και καθοδήγα µας για τη καλή ντου χρήση.
Ώρα καλή σας αναγνώστριες κι αναγνώστες κι αναζήτηχτοι.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Αναλικώθηκα = Εγίνηκα ενήλικας
Ντελικανής = Νεαρός
Τραβάγιες = Φασαρία
Καµατερή = Εργάσιµη µέρα
Κατακαίρια = Κακοκαιρίες
Ξαργώ = ∆εν εργάζοµαι λόγω αργίας
Συγκούρµουλοι = Όλοι µαζί
Σιαδεράδες = Ισιάδα, οµαλότητα εδάφους
Κι απόις = Κι ύστερα

Γροικάτε = Ακούγεται
Αντέτι = Συνήθεια
Μικιάτα µας = Μικράτα µας
Χωσµένο = Κρυµµένο
Αλικοντίζω= Εµποδίζω
Ανεµοτσάπουρο = Τσουχτερό ανεµόβροχο
Εκειά = Εκεί
Αναντρανίζω = Ανασηκώνοµαι
Γαέρνω = Γυρίζω πίσω
Μικιούς = Μικρούς


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα